Εκ πρώτης όψεως, το «The Whale» μοιράζεται πολλά κοινά στοιχεία με τις προηγούμενες ταινίες του Ντάρεν Αρονόφσκι. Καταρχάς, εκτυλίσσεται ολοκληρωτικά ανάμεσα στους τοίχους μιας μοναδικής τοποθεσίας όπως το «μητέρα!». Επιπλέον, φέρει έναν πρωταγωνιστή που επανασυστήνεται στο κοινό, μέσα από μία εντυπωσιακή σωματική μεταμόρφωση όπως στον «Παλαιστή».
Επίσης, αγγίζει την σχέση απόλαυσης-καταστροφής ανάμεσα στο φαγητό και το ανθρώπινο σώμα, όπως συνέβη και στο «Ρέκβιεμ για ένα Oνειρο» (ακόμα και αν εκεί η εμμονή του χαρακτήρα της Eλεν Μπέρστιν ήταν η απώλεια βάρους). Και σαν να μην ήταν αρκετά τα προηγούμενα, διακατέχεται από έναν υπερβατικό, διαρκή προσωπικό σκοπό που στοιχειώνει τον ήρωα της ταινίας, όπως και στην «Πηγή της Ζωής».
Παραδόξως όμως, αυτά που δεν μοιράζεται η νέα ταινία του Αρονόφσκι με τα προηγούμενα φιλμ της καριέρας του είναι και αυτά που κάνουν την μεγαλύτερη διαφορά: αυτή τη φορά απουσιάζουν η σαρωτική υπερβολή, η καταστροφική υστερική εξωστρέφεια ή, ακόμα και, η διδακτική πρόθεση της αφήγησης. Το «The Whale» είναι όσο πιο ψύχραιμη, όσο πιο ενδοσκοπική και όσο πιο αναπολογητική μπορεί να είναι μια ταινία του Αρονόφσκι, χωρίς φυσικά να προδίδει ποτέ την ταυτότητα του δημιουργού. Και αυτό είναι και χωρίς αμφιβολία η μεγαλύτερη νίκη της.
Ο Τσάρλι του Μπρένταν Φρέιζερ (σε έναν ρόλο που απαίτησε και σωματική μεταμόρφωση αλλά και δεκάδες κιλά επιπλέον προσθετικών) δουλεύει ως καθηγητής online μαθημάτων συγγραφής από το σπίτι. Δεν ανοίγει ποτέ την κάμερα όταν παραδίδει το μάθημά του, αρνούμενος να δείξει στην τάξη του τον αληθινό του εαυτό: ο Τσάρλι είναι ακραία παχύσαρκος, αποκομμένος από την ζωή και γεμάτος τύψεις και βαριές αναμνήσεις από μία ζωή που πολύ πιθανόν να φτάνει στο τέλος της.
Κατά την διάρκεια πέντε ημερών, στο σπίτι που αποτελεί τα τελευταία χρόνια και ολόκληρο τον κόσμο του, ο Τσάρλι θα δεχτεί τις επισκέψεις της μοναδικής φίλης του με την οποία τον συνδέει μια κοινή τραγωδία (Χονγκ Τσάου), της απόμακρης κόρης του με την οποία ίσως πλέον κάθε δεσμός έχει καταστραφεί (Σέιντι Σινκ), ενός νεαρού ιεροκήρυκα που μοιάζει να είναι εξίσου χαμένος με εκείνον και, φυσικά, της πρώην γυναίκας του που, αν και χρόνια μετά τον χωρισμό τους, δείχνει να διατηρεί την δική της μοναδική θεώρηση των πραγμάτων (Σαμάνθα Μόρτον).
Βασισμένο στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Σάμιουελ Ντ. Χάντερ και διασκευασμένο σε κινηματογραφικό σενάριο από τον ίδιο τον συγγραφέα, το «The Whale» δεν προσπαθεί να κρύψει τις θεατρικές καταβολές ούτε να «κλέψει» με κόλπα ανάσες εξωτερικού αέρα. Ολόκληρη η ταινία διαδραματίζεται στο σαλόνι του Τσάρλι, κλειστοφοβικά και χωρίς περιθώριο διαφυγής (κάτι που ενισχύει και το περιοριστικό φορμάτ του 4:3), με μοναδικές φευγαλέες στιγμές στον εξωτερικό κόσμο μόνο όταν ανοίγει η πόρτα για να αναγγείλει, όπως και στο θεατρικό σανίδι, την είσοδο ή την έξοδο κάποιου ηθοποιού.
Τα κεφάλαια στα οποία χωρίζεται η αφήγηση ενισχύουν την θεατρική υφή (σχεδόν νιώθει κανείς τα φώτα να κλείνουν ή την αυλαία να κατεβαίνει), όπως κάνει και ολόκληρος ο αφηγηματικός άξονας που επιστρέφει τακτικά σε ανολοκλήρωτες συζητήσεις, εκκρεμείς συγκρούσεις και εμμονικές αναζητήσεις, σαν μια σπείρα που περιτριγυρίζει τον Τσάρλι προσπαθώντας να αποκαλύψει σταδιακά όλο και μεγαλύτερο κομμάτι του εαυτού του, άλλοτε ανακουφιστικά απομακρυνόμενη από το την πηγή του δράματος και άλλοτε επίπονα κοντά στο επίκεντρο.
Μόνο που αυτή η προσέγγιση δεν κάνει ποτέ την ταινία να χάνει την κινηματογραφική της διάσταση. Το «The Whale» μοιάζει να είναι εγκλωβισμένο σε ένα μόνο σημείο όμως, ακριβώς όπως και ο πρωταγωνιστής του, είναι γεμάτο από αναμνήσεις αποδράσεων και μία υπερβατική διάθεση που ξεπερνά τον χώρο, έχοντας ένα σενάριο που παραμένει μέχρι και το τέλος σφιχτοδεμένο, ένταση που χτίζεται και εκτονώνεται με εντυπωσιακό μέτρο και θαυμαστό timing λέξεων και συζητήσεων που αποδεικνύεται πολύτιμο. Για μία αφήγηση που βασίζεται στις λεκτικές και εσωτερικές συγκρούσεις, το «The Whale» – πολύ απρόσμενα , ειδικά για ταινία του Αρονόφσκι – δεν καταλήγει ποτέ να είναι υστερικό, φωνακλάδικο και υπερφίαλο.
Σε αυτό βοηθά σίγουρα η ερμηνεία ζωής του Μπρένταν Φρέιζερ, που δεν περιορίζεται στον εντυπωσιασμό της φυσικής παρουσίας του αλλά εμπλουτίζεται με τις εκφραστικές λεπτομέρειες, τον χρωματισμό της φωνής και μια μόνιμη αισιοδοξία που εμποδίζει την αφήγηση να παραδοθεί στην χυδαία μιζέρια και θλίψη. Πίσω από κάθε δραματικό επεισόδιο της ιστορίας, κρύβεται ένα φως αισιοδοξίας που αποδεικνύεται αναζωογονητικό τόσο για την ταινία αλλά και για το ίδιο τον Αρονόφσκι, ο οποίος δείχνει να βρίσκει την απόλυτη ισορροπία ανάμεσα στην εκ φύσεως πληθωρική του περσόνα και έναν αυστηρά δομημένο θεατρικό κόσμο, ο οποίος με θαυμαστή ακρίβεια οδηγείται σε ένα φινάλε όχι μακριά από την αποθεωτική εικονογραφία του δημιουργού αλλά, παράλληλα, εντυπωσιακά ακριβές και καίριο.
Το υπόλοιπο καστ, από την – έτοιμη να κλέψει κάθε σκηνή που εμφανίζεται – Σαμάνθα Μόρτον μέχρι την – ατίθαση αλλά με εκλάμψεις ευαισθησίας – Σέιντι Σινκ (την Μαξ του «Stranger Things» στον πρώτο της ουσιαστικά μεγάλο κινηματογραφικό ρόλο) είναι επιπλέον εφόδια μιας ταινίας που παρουσιάζει αυτή την φορά έναν πιο ώριμο δημιουργό, πιστό ακόμα στους κινηματογραφικούς του κώδικες αλλά και ικανό επιτέλους να αποφεύγει τις παγίδες που επιφέρει το πάθος του.