Πέντε χρόνια μετά τον Θρίαμβο του «Οι Τρεις Πινακίδες Εξω από το Εμπινγκ, στο Μιζούρι», ο Μάρτιν ΜακΝτόνα επιστρέφει, επανενώνοντας τους πρωταγωνιστές του στο «In Bruges», Κόλιν Φάρελ και Μπρένταν Γκλίσον σε μια ακόμη απολαυστική, ιδιοφυή, καταμαυρη κωμωδία που οδεύει νομοτελειακά προς το δραματικό, επιβεβαιώνοντας πως συχνά «τα πολλά γέλια φέρνουν κλάματα».
Τοποθετημένη στο πλασματικό απομονωμένο νησί του Ινίσεριν, κοντά στις ακτές της Ιρλανδίας το 1923, η ταινία πιάνει την αρχή της αφήγησής της, την μέρα που ο Κολμ, ανακοινώνει στον κολλητό του Πάρικ πως δεν θέλει πια να είναι φίλοι και πως θα πρέπει να σταματήσει να του μιλά. «Απλά δεν σε συμπαθώ πια» του λέει, όταν ο Πάρικ προσπαθεί να καταλάβει για πιο λόγο δεν μπορούν να πίνουν πλέον τις μπύρες τους μαζί κάθε απόγευμα στις δύο. Ο Κολμ είναι αποφασισμένος πως δεν έχει χρόνο για ασκοπες πολυλογίες και ανούσιες κουβέντες, προτιμά να περάσει τα χρόνια που του απομένουν μέχρι να πεθάνει, συνθέτοντας μουσική, θέλοντας να αφήσει πίσω του κάτι που θα κάνει τους ανθρώπους να τον θυμούνται. «Κανείς δεν θυμάται κάποιον μόνο και μόνο επειδή ήταν καλός άνθρωπος» λέει.
Κι όταν ο Πάρικ επιμένει να προσπαθεί να χτίσει γέφυρες, για να αναθερμάνει την φιλία τους, ο Κολμ τον απειλεί πως για κάθε φορά που θα τον ενοχλεί, για κάθε φορά που θα του ξαναμιλήσει, θα κόβει ένα δάχτυλο του χεριού του με ένα κλαδευτήρι. Μια απειλή που απροσδόκητα, θα κάνει σύντομα πράξη, κάνοντας τον Πάρικ να καταλάβει ότι δεν αστειεύεται, αλλά όχι και να τον πείσει να σταματήσει να προσπαθεί να τον κερδίσει ξανά.
Σύντομα, το τέλος της σχέσης τους, θα εμπλέξει στο δράμα του ολόκληρο το μικρό χωριό τους, δίνοντας στον ΜακΝτόνα την ευκαιρία να παρουσιάσει μια σειρά από εξαιρετικά καλοσχεδιασμένους χαρακτήρες, που κεντούν πάνω σε ένα άψογο σενάριο και διαλόγους που δεν χτυπούν ούτε μια λάθος νότα. Το φιλμ ξεκινά απολαυστικά, ανυψώνει την ιστορία του στο πεδίο της πιο πνευματώδους κωμωδίας, αφήνωντας χώρο στην ανάσα μιας υπαρξιακής μελαγχολίας να γίνεται όλο και πιο βαριά καθώς η ώρα προχωρά και τα πράγματα σοβαρεύουν.
Οριοθετώντας με αποφασιστικότητα το δικό της ύφος κάπου ανάμεσα στο φολκλόρ, την λαϊκή κωμωδία και το υπαρξιακό δράμα, κατορθώνει να φωτίσει ένα συναρπαστικό πορτρέτο μιας κοινότητας και της ψυχολογίας ενός ολόκληρου λαού και μαζί να εξερευνήσει μια σειρά από πυκνότερες ιδέες: Οι διαφορετικοί τρόποι να βλέπεις και να ζεις την ζωή σου, η αξία της χειροπιαστής στιγμής απέναντι στην φευγαλέα αιωνιότητα, η περηφάνια και οι προκαταλήψεις, η ρευστή φύση της αγάπης, οι δεσμοί που χτίζεις με έναν τόπο και ο τρόπος που αυτός μπορεί να γίνει φυλακή, είναι μερικά μόνο από αυτά για τα οποία μιλά το «The Banshees Of Inisherin», με τον δικό του απροσδόκητο μα πάντα αποτελεσματικό τρόπο.
Με φόντο τον Ιρλανδικό εμφύλιο πόλεμο που μαίνεται στην αντίπερα όχθη, το φιλμ, ακολουθεί μια μικρότερου βεληνεκούς αλλά όχι ήσσονος σημασίας σύγκρουση ανάμεσα στους δύο ήρωές της και στην νοοτροπία τους για την ζωή, μια σύγκρουση που λαμβάνει χώρα στο σημείο όπου το ρεαλιστικό συναντά το παράλογο και το γκροτέσκο το αφοπλιστικά τρυφερό. Χτισμένη από σκηνές που η κάθε μια είναι πιο πετυχημένη από την άλλη και που ο τόνος τους κυμαίνεται από το αληθινά αστείο έως το συντριπτικά επώδυνο, η ταινία οδεύει με απόλυτο έλεγχο προς ένα αναπόφευκτο φινάλε, νικώντας κάθε σου συναισθηματική άμυνα μη αφήνοντάς σου άλλη επιλογή από τα παραδοθείς στην μελαγχολική της πνοή που διαποτίζει κάθε πλάνο σαν την υγρασία του τόπου όπου διαδραματίζεται.