«Κάθε άντρας σκοτώνει αυτό που αγαπά» είχε τραγουδήσει η Ζαν Μορό στον «Καυγατζή» του Ράινερ Βέρνερ Φασμπίντερ και το «El Principe», η πρώτη ταινία του Χιλιανού Σεμπαστιάν Μουνιόθ που κέρδισε δίκαια το φετινό Queer Λιοντάρι, δηλαδή το βραβείο της καλύτερης ταινίας με ΛΟΑΤΚΙ+ περιεχόμενο από όλα τα τμήματα του φεστιβάλ της Βενετίας, σε άμεσο διάλογο με τις εικόνες και το πνεύμα εκείνης της ταινίας, μοιάζει να χορεύει στον ίδιο ρυθμό.
Ενας κομμένος λαιμός που ακόμα σπαρταράει και αιμορραγεί στην εναρκτήρια σκηνή προοικονομεί την αγριότητα, αλλά και το πάθος που θα ακολουθήσουν. Ο δράστης είναι ο εικοσάχρονος Χάιμε, ο τόπος είναι η πόλη του Σαν Μπερνάρντο, κοντά στην πρωτεύουσα του Σαντιάγο, αλλά «από ντροπή και συστολή» τόσο μακριά από αυτή, και ο χρόνος είναι οι αρχές της δεκαετίας του 70, η περίοδος πριν τις προεδρικές εκλογές που οδήγησε στην ιστορικής σημασίας άνοδο του Αλιέντε στην εξουσία.
Στο επόμενο πλάνο, ο Χάιμε, προφανώς κακοποιημένος από τα χέρια των αστυνομικών, οδηγείται στη φυλακή. Τρέμει από το φόβο καθώς ανακαλύπτει έναν καινούργιο κόσμο που ορίζεται από τους δικούς του κανόνες και άγραφους νόμους. Στο κελί τον περιμένει ο «Επιβήτορας», ο απόλυτος άρχοντας του χώρου, ένας βασιλιάς στο περιορισμένο σε ελάχιστα τετραγωνικά βασίλειο του, που δίνει τις εντολές στους συγκρατούμενούς του. Η ομορφιά και η νεαρή ηλικία του Χάιμε γρήγορα θα τον κάνουν τον «ευνοούμενό» του. Εκεί όπου τα πραγματικά ονόματα έχουν ξεχαστεί και ανήκουν σε έναν έξω κόσμο που αποτελεί πλέον παράλληλο και άγνωστο σύμπαν, ο Χαιμέ θα λάβει το ψευδώνυμο ο «Πρίγκιπας» και θα αρχίσει όχι μόνο να εγκλιματίζεται, αλλά και να νιώθει σταδιακά τη φυλακή σαν το σπίτι που δεν είχε ποτέ, έναν κόσμο βάναυσης αγάπης που μπορεί να γίνει και το δικό του βασίλειο, όσο στη χώρα ανατέλλει ο (τελικά πρόσκαιρος) ήλιος της αλλαγής.
Βασισμένη σε ένα βιβλίο «φτηνής» (ομο)ερωτικής λογοτεχνίας του Μάριο Κρουζ, το οποίο ο σκηνοθέτης ανακάλυψε τυχαία σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο με μεταχειρισμένες εκδόσεις, η ταινία στήνει ένα σύμπαν που μοιάζει φωτισμένο από ένα σχεδόν εξωπραγματικό φως μέσα στο κελί, όπου στο μεγαλύτερο μέρος της διαδραματίζεται, ένα φως αναγεννησιακού πίνακα, που θυμίζει τη δουλειά του Ταρσέμ στο βίντεο του Losing My Religion των R.E.M. και την εικονοποιεία του Ταρκόφσκι και του Φασμπίντερ που προηγήθηκε. Η προηγούμενη εμπειρία του Μουνιόθ ως σκηνογράφου, μάλιστα, τον βοηθά να εμπλουτίσει τα κάδρα του με έναν οπτικό πλούτο από λεπτομέρειες που δίνουν υφή και κίνηση σε ένα κατά τα άλλα στατικό και θεατρικό περιβάλλον, όπου οι εξουσιαστικές σχέσεις ξεδιπλώνονται μεσα στην άνωθεν βία της κρατικής εξουσίας, τη βία των κρατουμένων μεταξύ τους και τη σχεδόν ενστικτώδη αναζήτηση της ζεστασιάς ενός σώματος και μιας απελπισμένης κι εκβιαστικής τρυφερότητας.
Λιγότερο επιτυχημένη και πιο συμβατική είναι, όμως, η δεύτερη παράλληλη αφήγηση της ιστορίας του παρελθόντος του Πρίγκιπα, για το έγκλημα πάθους που τον οδήγησε στη φυλακή. Ο Χάιμε παρουσιάζεται ως ένας ανερμάτιστος και σεξουαλικά καταπιεσμένος νεαρός, που αρνείται να παραδεχτεί την έλξη που νιώθει για τον εύρωστο και πιο αρρενωπό φίλο του, με κάπως σχηματικές εκρήξεις ερωτικής υστερίας και ζήλειας, που καταλήγουν στο έγκλημα, χωρίς όμως να εξηγούν απολύτως πειστικά αυτή την πορεία. Εξίσου επιδερμική είναι και η σύνδεση της αυτογνωσίας του Χάιμε στη φυλακή με την πολιτική κατάσταση στη Χιλή μέσα από τους πύρινους λόγους του Αλιέντε που οι κρατούμενοι ακούν στο ραδιόφωνο, σε μια φιλόδοξη προσπάθεια του σκηνοθέτη να στήσει μια τοιχογραφία της κοινωνίας της χώρας του εκείνη την περίοδο, που όμως μοιάζει περιττή, αφού αποσπά την προσοχή από μια καθαρά εσωτερική διαδικασία σεξουαλικής αυτοπραγμάτωσης.
Πηγαίνοντας, όμως, ακόμα ένα βήμα πιο πέρα από εκεί που το «Un Chant d’ Amour», η μοναδική ταινία που γύρισε ο Ζαν Ζενέ, απεικόνισε τον σωματικό πόθο μέσα στη φυλακή, το «El Principe» βρίθει από έναν ακόμα και σήμερα τολμηρό ερωτισμό, που σίγουρα θα σκανδαλίσει τους πιο συντηρητικούς θεατές. Αλλά αυτοί δεν είχαν ούτως ή άλλως εξαρχής θέση σ’ ένα τόσο σεξουαλικά φορτισμένο σύμπαν.