Συζυγικές σχέσεις σε κρίση. Αστοί μεσήλικες που αντιμετωπίζουν με αγωνία καθημερινά προβλήματα πρώτου κόσμου. Απιστίες, ψέματα, ψεύτικα χαμόγελα και μια επίπλαστη αίσθηση ευτυχίας. Και πέρα από όλα αυτά, ένας εκδοτικός κόσμος που μεταβάλλεται, νέες τεχνολογίες που ανατρέπουν τις ισορροπίες και λογοτεχνικές αφηγήσεις που εμπνέονται όχι και τόσο ελεύθερα από την αληθινή ζωή των ηρώων.
Αυτός είναι ο κόσμος του «Doubles Vies» (ή αλλιώς «Non Fiction», όπως ήταν γνωστή η ταινία πριν παρουσιαστεί τελικά στο κινηματογραφικό φεστιβάλ της Βενετίας), ένας κόσμος σε αλλαγή, με νέες τάσεις και δυνάμεις που αλλοιώνουν συνεχώς τις υπάρχουσες δυναμικές και με ανθρώπους της βιομηχανίας (της λογοτεχνίας, της πολιτικής, του θεάματος) να προσπαθούν συνεχώς να ανακαλύψουν ποια είναι σωστή επιλογή την κάθε δεδομένη στιγμή.
Ο Γκιγιόμ Κανέ φερειπείν είναι ένας επιτυχημένος εκδότης που διατηρεί εξωσυζυγική σχέση με την κοπέλα του που έχει αναλάβει την επέκταση του εκδοτικού οίκου στον ψηφιακό τομέα. Η δε σύζυγός του, Ζιλιέτ Μπινός, πρωταγωνιστεί ήδη στην τρίτη σεζόν ενός διάσημου τηλεοπτικού σίριαλ, όσο με τη σειρά της και η ίδια εμπλέκεται με έναν συγγραφέα που αντλεί κάθε νέα ιστορία του από τις ερωτικές του περιπέτειες. Οπως είναι αναμενόμενο, οι μυστικές ζωές και των δύο θα δώσουν αφορμή για αρκετά χαριτωμένα περιστατικά και μικρές παρεξηγήσεις, με έναν τρόπο όμως μετρημένο που δείχνει ότι ο Ασαγιάς δεν έχει ακριβώς στο μυαλό του τη δημιουργία μιας κωμωδίας παρεξηγήσεων.
Γιατί στην πραγματικότητα, το «Doubles Vies» ενδιαφέρεται περισσότερο να εκθέσει (μέσα από τα λόγια των ηρώων) τις απόψεις του Ασαγιάς για τις τεχνολογικές αλλαγές που μεταβάλλουν τον πολιτισμό παρά να αφεθεί πραγματικά στην αφέλεια των ερωτικών περιπετειών των χαρακτήρων της ταινίας. E-books, audio books, ψηφιακό μάρκετινγκ, ίντερνετ, blog, αναγνωσιμότητα, twitter αποτελούν μόνο μερικές από τις θεματικές που επιχειρεί να αγγίξει η ταινία, όλα στην προσπάθεια αξιολόγησης μιας νέας εποχής που δεν αλλάζει μόνο τις τέχνες αλλά και τον τρόπο που επικοινωνούν μεταξύ τους οι άνθρωποι.
Και αν αυτό ακούγεται απλοϊκό και παρωχημένο, αυτό συμβαίνει γιατί αυτό ακριβώς είναι και το «Doubles Vies», μία ταινία που προσπαθεί να αντιληφθεί μια νέα γλώσσα χρησιμοποιώντας όρους του παρελθόντος, μια αφήγηση που προσπαθεί με απαρχαιωμένους όρους να μιλήσει για κάτι εντελώς σύγχρονο, ένα φιλμ που μοιάζει με αποστειρωμένη έκθεση ιδεών όπου τα επιχειρήματα είναι βγαλμένα από τα βιβλία των κλισέ.
Είναι σχεδόν χιουμοριστικό (αλλά όχι με τον σωστό τρόπο) να βλέπει κανείς τον Γκιγιόμ Κανέ και τον Βενσάν Μακέιν να συζητούν για τον τρόπο που το ίντερνετ επηρεάζει την πώληση των βιβλίων, για το πόσο η πειρατεία άλλαξε την αγορά, για το αν ένας συγγραφέας κερδίζει περισσότερους αναγνώστες με το blog ή το βιβλίο του και για το πώς πρόκειται να αλλάξουν όλα αυτά με την ψηφιοποίηση, την αμεσότητα του Google ή τις ευκολίες των νέων τεχνολογιών. Και το παράδοξο είναι ότι ο Ασαγιάς έχει ασχοληθεί πολλές φορές στο παρελθόν τόσο με τη βιομηχανία του θεάματος («Τα Σύννεφα του Σιλς Μαρία», «Personal Shopper: Η Βοηθός») όσο και με αυτόν της τεχνολογίας («Demonlover»), μόνο που εδώ δε χρησιμοποιεί το περιβάλλον ως αφορμή για να ωθήσει τους ήρωές του στη περιπέτεια αλλά αναλώνεται στην ανακύκλωση επιχειρημάτων που όχι απλά είναι προφανή αλλά καταλήγουν να είναι ήδη ξεπερασμένα (για παράδειγμα, τα blog έχουν ήδη περάσει στη φάση της παρακμής τους).
Ολο αυτό βραχυκυκλώνει και οποιαδήποτε απόλαυση μπορεί να αφορά το υπόλοιπο μέρος της ταινίας που επιλέγει να ακολουθήσει το ερωτικό γαϊτανάκι των πρωταγωνιστών, καθώς η αδιάλειπτη επιχειρηματολογία προσδίδει στατικότητα, στρυφνή θεατρικότητα και έλλειψη προσανατολισμού. Η Ζιλιέτ Μπινός είναι όπως πάντα απροκάλυπτα φυσική και ο Βενσάν Μακέιν κατά στιγμές ξεκαρδιστικά αφελής όμως η αναλογία οποιωνδήποτε στιγμών φρεσκάδας δεν αρκούν για να εξισορροπήσουν μια αφήγηση που αναλώνεται στην φλυαρία για να μιλήσει με κοινότυπο τρόπο για κάτι σύγχρονο και περίπλοκο, το οποίο άξιζε σίγουρα καλύτερης μεταχείρισης από αυτή μιας σχολικής έκθεσης.
Στην τελική, το «Doubles Vies» είναι απλά μία ταινία που, στην προσπάθειά της να είναι αιχμηρή, καταλήγει τελικά αφελής, αδυνατώντας να μεταφράσει τους προβληματισμούς της σε κάτι ουσιαστικά συμπαγές και πολυεπίπεδο. Και για αυτό ευθύνεται αποκλειστικά ο ίδιος ο Ασαγιάς, ο οποίος αδιαφορεί για την οποιαδήποτε κινηματογραφικότητα επιλέγοντας απλά να υπογραμμίσει με κάθε προφανή τρόπο το τρόπο με τον οποίο κοιτά ο ίδιος τις μεταβολές στη βιομηχανία του θεάματος. Δυστυχώς, μερικές γνήσια αστείες σκηνές και ένα αβίαστο φινάλε που θα άξιζε να ανήκει σε μια καλύτερη ταινία, δεν αρκούν για να σώσουν το τελικό αποτέλεσμα.