Μετά από μερικά εξαιρετικά μικρού μήκους και με το πρότζεκτ της πρώτης ταινίας του να έχει αναπτυχθεί με την βοήθεια της Cinefondation και του Sundance, το «The Harvesters» είναι ένα ντεμπούτο που αναμενόταν με ιδιαίτερη ανυπομονησία. Και το φιλμ του ελληνο-νοτιοαφρικανού σκηνοθέτη κάθε άλλο παρά απογοητεύει.
Τοποθετημένο σε μια κοινότητα πιστών (σε βαθμό υπερβολής) Αφρικάνερς αγροτών, το φιλμ μας συστήνει σε μια εξαιρετικά θεοσεβούμενη οικογένεια της οποίας η μητέρα προσεύχεται στον Κύριο να έχει το αγόρι της δυνατό, «το αίμα του δυνατό, το σπέρμα του δυνατό». Είναι ένας τόπος όπου οι κάποτε κυρίαρχοι λευκοί αποτελούν πλέον μειονότητα (και που αποδεκατίζονται από μια σειρά φόνων αγροτών) κι όπου ο macho ανδρισμός αποτελεί ένα στιβαρό πρότυπο.
Μόνο που ο Γιάνο ο νεαρός γιος της οικογένειας ακόμη κι αν παίζει ράγκμπι και βοηθά τον πατέρα του στην βοσκή και τα χωράφια, δεν μοιάζει να ταιριάζει απόλυτα στην υφή αυτής της συντηρητικής κλειστής κοινωνίας. Δεν είναι μόνο ότι ο σε άνοια παππούς του δεν τον αναγνωρίζει και τον απειλεί ότι ποτέ δεν πρόκειται να πάρει την γη του, είναι και η υπόγεια συνειδητοποίηση από τον ίδιο της σεξουαλικής του ταυτότητας που δεν μπορεί να γίνει ποτέ αποδεκτή από μια οικογένεια σαν την δική του.
Κι όταν στην οικογένεια προστεθεί ένα καινούριο μέλος ένα λίγο νεότερο αγόρι που θα φτάσει σε αυτούς γεμάτο με ψυχολογικά τραύματα από μια ζωή στους δρόμους της πόλης, όπου έκανε τα πάντα για να επιβιώσει, ο Γιάνο θα δει την θέση του ως το αγαπημένο παιδί της οικογένειας να τρίζει, αφού η μητέρα του μοιάζει να έχει βάλει στοίχημα με τον εαυτό της και τον θεό, να σώσει το καινούριο αγόρι.
Και κάπως έτσι τα δύο παιδιά ακόμη κι αν αναγνωρίσει ο ένας στον άλλο την αληθινή τους φύση και το ότι και οι δυο δεν ανήκουν σε αυτόν τον στεγνό, λυπητερό κόσμο που μοιάζει κολλημένος στο παρελθόν, αντί να συνταχθούν σε μια δική τους «αγέλη», θα βρεθούν να ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλο.
Χτίζοντας με συγκράτηση την ένταση που υποβόσκει κάτω από την επιφάνεια και αφήνοντας με μέτρο τα στοιχεία της οικογενειακής ιστορίας και των αληθινών δεσμών των μελών της να αποκαλυφθούν, το σενάριο του Ετιέν Καλός δομεί ένα χαμηλότονο δράμα που οδεύει με σιγουριά προς την κορύφωσή του.
Σκηνοθετημένο με σιγουριά, εξαιρετικά φωνογραφημένο, με το τοπίο να αποτελεί έναν ακόμη χαρακτήρα, το «Harvesters» έχει την άχρονη υφή μιας ιστορίας που θα μπορούσε να είναι βγαλμένη από την ίδια την βίβλο και με αυτό τον τρόπο βλέπεται σχεδόν ως μια παραβολή. Μα την ίδια στιγμή μοιάζει πολύ καίρια και σημερινή για μια γενιά Νοτιοαφρικανών που μεγαλώνουν σε μια συγκεκριμένη στιγμή σε μια χώρα που αναζητά μια καινούρια ταυτότητα μεταξύ ενός τραυματικού παρελθόντος κι ενός αβέβαιου μέλλοντος.