Η Γιάνε είναι μια ευχαριστημένη κοπέλα, στη ζωή της πηγαίνουν όλα καλά. Τριανταπεντάχρονη, επαγγελματίας στο χώρο των εκδόσεων, όχι καλλονή αλλά διακριτικά όμορφη, ζει με τον σύντροφό της, τον αρρενωπό και ζεστό Πιετ, μάλιστα ανακαινίζουν μαζί, με τα χέρια τους, το νέο τους σπίτι. Η ζωή της Γιάνε θα βάλει μια μαύρη σημαιούλα σ' ένα βράδυ. Οταν, γυρίζοντας από το reunion της σχολικής τάξης της, ένας άγνωστος που της μίλησε στο πάρτι, θα τη βιάσει, σύντομα, χωρίς κορώνες. Κι η Γιάνε θα συνεχίσει να προσποιείται ότι στη ζωή της πηγαίνουν όλα καλά. Οπως πριν.
Στην πρώτη της σκηνοθετική δουλειά, που γράφτηκε ως πτυχιακή εργασία στο London Film School και τιμήθηκε με το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου δημιουργού στο Λοκάρνο, η Εβα Τρόμπις χειρίζεται με τρόπο μεγαλειώδη την πρόφαση του «τίποτα». Με εύθραυστη, καθοριστικά «κανονική» πρωταγωνίστρια την Ενε Σβαρτς, φτιάχνει μια ταινία που ντύνεται ολόκληρη στα συναισθήματα της ηρωίδας της.
Αυτή η «κανονικότητα» είναι που δίνει το στίγμα και την υπόγεια (μόνο) δύναμη στην ταινία. Η Γιάνε είναι μια μέση κοπέλα. Ο βιαστής δεν είναι ένα ειδεχθές κτήνος, είναι ένας μαλάκας της διπλανής πόρτας που δεν εννοεί ν' ακούσει το όχι. Η πλοκή εξελίσσεται περιφερειακά, γύρω από το συμβάν, μετατρέποντάς το σε στιγμιότυπο τραγικής ειρωνείας, σαν κάτι που ο θεατής γνωρίζει κι όλοι οι άλλοι αγνοούν, μέχρι και, ακόμη, η ίδια η Γιάνε. Που οργίζεται μόνο με ό,τι δεν αφορά εκείνη, όπως ένα μηχάνημα εισιτηρίων στο μετρό που δεν λειτουργεί.
Η εμβληματικά ανεπαρκής φράση του «όλα καλά», λειτουργεί στην ταινία ταυτόχρονα ως όπλο αξιοπρέπειας, ώστε η Γιάνε, η όποια γυναίκα, το όποιο θύμα, να μην φανεί αδύναμο, να μην προκαλέσει εντάσεις κι αντιδράσεις, αλλά κι ως το τέλειο καμουφλάζ για τον αμυντικό μηχανισμό της άρνησης.
Η Τρόμπις αγκαλιάζει τόσο απόλυτα την ουσία της ταινίας της, που σκηνοθετεί, θα έλεγε κανείς, «πνευματικά».
Η φωτογραφία της είναι ρόδινη, όμορφη, ποτέ σκοτεινή, ο ρυθμός της είναι αυτός της καθημερινής ροής, ολόκληρο το φιλμ έχει μια ησυχία που τόσο πολύ ταυτίζεται με την ψυχολογία της ηρωίδας, που μπερδεύει τον θεατή ώστε να νιώθει ότι δεν έχει δει κάτι συγκλονιστικό. Οτι... όλα καλά και με την ταινία. Κι εκεί ακριβώς, σ' αυτό το τόσο εγκεφαλικό παιχνίδι, βρίσκεται η δύναμή της, η ικανότητά της όχι να αφηγηθεί, αλλά να μεταδώσει συναισθηματικά, το ένστικτο της συγκάλυψης, της καταναγκαστικής ασφάλειας.
Το «Ολα Καλά» είναι μια ταινία που, τελειώνοντας, θα σκεφτεί κανείς ότι είναι ενδιαφέρουσα, ανθρώπινη, όχι κάτι σπουδαίο. Κι αυτή, ακριβώς, είναι η επιτυχία της. Οτι καμουφλάρει τη βία, τον τρόμο, σε καθημερινότητα. Οπως η Γιάνε. Γιατί, συνήθως, όλα καλά.