Δεύτερη μέρα για το 26ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης με προβολές για όλους και για όλα. Και γι' ακόμη μια φορά με γεμάτες αίθουσες. Δείτε παρακάτω μερικά στιγμιότυπα από τις προβολές, τους δημιουργούς και την πόλη της Θεσσαλονίκης σε φεστιβαλικούς ρυθμούς. Και διαβάστε τις κριτικές του Flix για ταινίες από όλο το πρόγραμμα.
Αποστολή στη Θεσσαλονίκη: Λήδα Γαλανού, Βένα Γεωργακόπουλου, Ρόμπυ Εκσιέλ, Μανώλης Κρανάκης
Στο Μακεδονικόν για την προβολή του «Queercore / How to Punk a Revolution» του Γιόνι Λέισερ
Η «δυο φορές Λεσβία» Τζέλη Χατζηδημητρίου και τα αστείρευτα ντοκουμέντα της ήταν το πιο πολυσυζητημένο θέμα της ημέρας
Από την παρουσίαση των ταινιών της Λένας Βουδούρη «Εν εσόπτρω: Ο παπα-Σταμάτης και ο Σταμάτης» και του Λουκα Παλαιοκρασά «Το Κινητό Σχολείο ταξιδεύει»
Ο Δημήτρης Μουζακίτης παρουσίασε το «01», το - αντάξιο του μύθου του Νάνου Βαλαωρίτη - ντοκιμαντέρ του.
Ο Δημήτρης Αθυρίδης και το 14ωρο «exergue - on documenta» του άλλαξαν το «εσύ τι θα δεις;» σε «εσύ πόσα λες να δεις;»
Στην Πλατεία Αριστοτέλους για εισιτήρια
Το 26ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης διεξάγεται φέτος από τις 7 μέχρι και τις 17 Μαρτίου. Το Flix βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη και σας μεταφέρει όλα όσα συμβαίνουν μέσα κι έξω από τις αίθουσες. Αναζητήστε περισσότερες πληροφορίες στο επίσημο site του Φεστιβάλ, στη σελίδα του στο Facebook και στο λογαριασμό του στο Instagram.
Το Flix βλέπει και γράφει ταινίες από το πρόγραμμα του 26ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης
Λεσβία της Τζέλης Χατζηδημητρίου
Κάθε εικόνα του πρώτου μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ της φωτογράφου Τζέλης Χατζηδημητρίου για την Ερεσσό της Λέσβου και τη λεσβιακή κοινότητα είναι πολύτιμη.
Από τη πιο αναλογική μέχρι την πιο ψηφιακή, από την πιο προσωπική μέχρι την πιο «τουριστική», από την πιο μελαγχολική μέχρι την πιο πλημμυρισμένη από χαρά, από την πιο στατική μέχρι την πιο κινούμενη, όλες οι εικόνες που αποτελούν τη «Λεσβία» είναι ταυτόχρονα πολλά πράγματα - και όλα σημαντικά.
Είναι ντοκουμέντα που η Τζέλη Χατζηδημητρίου μάζευε τέσσερις δεκαετίες και που αν δεν το είχε κάνει θα είχαν χαθεί μέσα στο πέρασμα του χρόνου, σβήνοντας ένα κομμάτι ιστορίας που ξεκινάει από τη διεθνή λεσβιακή κοινότητα που γεννήθηκε στο νησί, ερήμην εποχής, προκαταλήψεων και της συντηρητικής ελληνικής κοινωνίας, αλλά καταλήγει να αφηγηθεί και την ιστορία ενός τόπου που (όχι τυχαία) έγινε το καταφύγιο μιας μειονότητας για να σημαδευτεί νομοτελειακά από αυτήν μέσα στις δεκαετίες.
Είναι φωτογραφίες ή βίντεο, που τραβηγμένα με τη διακριτικότητα, το χιούμορ, τη φροντίδα και το απενοχοποιημένα ερωτικό βλέμμα της Χατζηδημητρίου αναδεικνύουν σώματα, παραλίες, αισθήσεις και αφές, συμπληρώνοντας ιδανικά μια αφήγηση που μένει προσανατολισμένη στους γενεσιουργούς λόγους μιας τελικά επανάστασης - περισσότερο κι από τα χαριτωμένα, αν και εκ των υστέρων ενδεικτικά της δράσης-αντίδρασης μέσα στο ίδιο το νησί, σχόλια όσων θυμούνται τα πρώτα κορίτσια να έρχονται στο νησί «χωρίς τους άντρες τους».
Είναι ιστορικά τεκμήρια που αρχίζουν την ιστορία πολύ νωρίτερα - αρχές του 20ου αιώνα και φτάνουν πίσω στους αιώνες στη Σαπφώ για να αναζητήσουν το νήμα που δεν ακολουθήθηκε ποτέ από το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα, αλλά ούτε κι από την ίδια την παράδοση του νησιού που προτιμούσε να βλέπει στη Σαπφώ μια ποιήτρια και όχι την ποιήτρια που πρώτη εξύμνησε τον έρωτα ανάμεσα σε γυναίκες.
Είναι τελικά εικόνες που συνθέτουν ένα παλίμψηστο που αγνοώντας την κινηματογραφική αγωνία να ξεχωρίζει, να προκαλέσει ή να ενσωματωθεί σε οποιαδήποτε ποπ κουλτούρα, παραμένει σίγουρο για τη σημασία των υλικών του - μια αφήγηση που αναμοχλεύει από τον ακτιβισμό μέχρι την πραγματική σεξουαλική απελευθέρωση και από την είσοδο στην - καλώς και κακώς εννοούμενη - παγκοσμιοποίηση μέχρι τα ζητούμενα που παραμένουν ίδια ακόμη και όταν οι εποχές έχουν αλλάξει, τα δικαιώματα έχουν κερδηθεί και οι κοινωνίες δεν νοιάζονται για το που μπαίνει ο τόνος στη λέξη Λεσβία.
Εικόνες που θα έπεφταν στο κενό μιας ανώφελης (μπορεί και ανώδυνης αν σκεφτεί κανείς που βρίσκεται σήμερα η ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα παγκοσμίως) νοσταλγίας, αν δεν ήταν πριν από οτιδήποτε άλλο ένα προσωπικό, αυτοβιογραφικό, ημερολόγιο μιας γυναίκας, μιας λεσβίας, μιας καλλιτέχνη που επιστρέφει στα χρόνια της «ενηλικίωσης» της για να μιλήσει ταυτόχρονα για την ενηλικίωση μιας ολόκληρης κοινότητας, για χρόνια ξέγνοιαστα και μαζί σκοτεινά, για «ανώμαλες» («όπως θα τις αποκαλούσε η μαμά») γυναίκες και μαζί πρότυπα μιας απελευθέρωσης που χτίστηκε ερήμην στην άμμο των παραλιών της Ερεσσού για να γίνει σύμβολο και μαζί ένα κομμάτι queer ιστορίας.
Όλες οι εικόνες της «Λεσβίας», ακόμη κι αυτές που δεν υπάρχουν στο ντοκιμαντέρ, είναι πολύτιμες. Οχι γιατί αναδεικνύουν οριστικά ένα κεφάλαιο που για χρόνια δεν υπήρξε αποτυπωμένο, αλλά χανόταν μέσα στην προφορική λήθη όλων των queer αρχείων αυτής της χώρας (και με ευθύνη πολλών γυναικών που δεν θα μίλαγαν, ακόμη και σήμερα, σε ένα τέτοιο ντοκιμαντέρ για τις δικές τους εμπειρίες στην Ερεσσό), αλλά γιατί πίσω από την ιστορική του σημασία, λέει κάτι πολύ σημαντικό για τις οικογένειες που μας στέρησαν, την αλληλεγγύη με την οποία φτιάχτηκαν οι queer κοινότητες πριν δυναμώσουν και διεκδικήσουν δικαιώματα, την πολύτιμη αυτή αίσθηση να ανήκεις για μια και μοναδική φορά κάπου ακριβώς όπως είσαι.
«Τα καλοκαίρια στην Ερεσσό είναι η παιδική μου χαρά», λέει σε ένα σημείο η Τζέλη Χατζηδημητρίου δείχνοντας εικόνες από ανέμελα παιχνίδια γυναικών που παίζουν σαν παιδιά στην άμμο. Ό,τι είμαστε είναι φτιαγμένο από όσα στερηθήκαμε ως παιδιά. Μια από τις πολλές πολύτιμες εικόνες της «Λεσβίας».
[Η ταινία προβάλλεται το Σάββατο 9 Μαρτίου στον Τζον Κασσαβέτη στις 15.15 και είναι ήδη διαθέσιμιη online στην πλατφόρμα του Φεστιβάλ.]
Μανώλης Κρανάκης
Sorry/Not Sorry των Κάρολαϊν Σου και Κάρα Μόνες
Ή πώς ο διασημότερος κωμικός της εποχής μας έπαψε να είναι αστείος. Ή πώς γίνεται μια σωστή δημοσιογραφική έρευνα (όταν ο Τύπος είναι η μόνη διέξοδος). Ή πώς η αποδοχή μιας κατηγορίας μπορεί να είναι η πιο εγωιστική πράξη. Μ' αυτά τα ζητήματα καταπιάνεται το ντοκιμαντέρ «Sorry/Not Sorry», μια παραγωγή των New York Times, του δημοσιογραφικού κολοσσού που συνέβαλε πρακτικά στο κίνημα του #metoo αλλά και στην αποκάλυψη της ανάρμοστης συμπεριφοράς του Λούις Σι Κέι, από την οποία προέκυψε η «ακύρωσή» του σ' ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα cancel culture, από την οποία, λιγότερο από ένα χρόνο αργότερα, ο Λούι αναδύθηκε σχεδόν αλώβητος. Κι αυτό είναι το βαθύτερο νόημα της ταινίας: πώς η συγκάλυψη λειτουργεί (ακόμα) στο boys' club της κωμωδίας και πώς μια γυναικεία κινητοποίηση που αναγνωρίστηκε ως πραγματική, εξακολουθεί ν' αντιμετωπίζεται ως παραξενιά, ως υπερβολή.
Η ταινία ξετυλίγεται όπως και τα συμβάντα, με στοιχειοθέτηση και σε αντιπροσωπευτικά κεφάλαια: από το πολύ μικρό, στο τεράστιο που, με τη σειρά του, γίνεται πολύ μικρό. Το περιεχόμενο, εκτός από υλικό αρχείου και κάποια δημοσιεύματα, είναι μια σειρά από συνεντεύξεις, από τη μια πλευρά με τις γυναίκες που ο Λούις Σι Κέι παρενόχλησε κι από την άλλη με τον περίγυρο του entertainment που εξεπλάγη. Που δεν εξεπλάγη. Βλέποντας το φιλμ, συνειδητοποιεί κανείς μια σειρά από πράγματα. Κατ' αρχάς, στον εσωστρεφή και σκληρό κόσμο του αμερικανικού stand up, οι γυναίκες είναι ακόμα πιο παραμερισμένες απ' ό,τι, ας πούμε, στο σινεμά. Κι όμως οι γυναίκες που μιλούν στην κάμερα των δυο σκηνοθετριών είναι πανέξυπνες, σπιρτόζες, μάλλον άγνωστες παρά στους μυημένους, εμφανώς τραυματισμένες από, όχι την ανάρμοστη συμπεριφορά τού εθιστικά αυτοσαρκαζόμενου Λούι, αλλά τη δυσπιστία με την οποία αντιμετωπίστηκαν. Κατά δεύτερον, εάν γενικώς ισχύει ο ανδρικός συνασπισμός, στο χώρο της κωμωδίας ισχύει πολλαπλάσι. Και τρίτον, αμαρτία εξομολογημένη στο entertainment εύκολα λογίζεται ως μη αμαρτία: πόσο βολικά ο Λούι διατύπωσε το «sorry» του, όταν αυτό ήταν, τελικά, η μέθοδος ενός οξυδερκούς ανθρώπου να επιβάλλει την ισχύ και την εξουσία του, να δικαιολογηθεί ως μεταμελημένος και σύντομα να πετάξει από πάνω του τις όποιες κατηγορίες σαν σκόνη από τον ώμο του σακακιού του.
Ευτυχώς, το θέμα του ντοκιμαντέρ δεν είναι το κατά πόσο οι γυναίκες μπροστά στις οποίες ο Λούις Σι Κέι γδύθηκε και αυνανίστηκε είναι θύματα, ευτυχώς το φιλμ δεν υποκύπτει στη λογική των εύκολων χαρακτηρισμών ούτε δικάζει. Το θέμα του είναι πολύ πιο σύνθετο κι ενδιαφέρον. Είναι η συλλογική ενοχή, όταν το δίκιο είναι με το μέρος σου. Πώς είναι δυνατόν, με τους NYT ως όχημα, μια σειρά από γυναίκες πανέξυπνες και τολμηρές, να κατηγόρησαν ένα άνδρα, να δικαιώθηκαν ήδη με τη δική του παραδοχή, κι όμως να έμειναν στην κοινή αντίληψη ως losers, ως κακομοίρες και, φυσικά, το αγαπημένο «αγάμητες», να αναχαιτίστηκαν οι δικές τους καριέρες και, σήμερα, ακόμα και σ' ένα τέτοιο κείμενο, η συνοδευτική φωτογραφία να είναι όχι δική τους, αλλά του Λούι Σι Κέι, γιατί αυτός αναγνωρίζεται κι αυτός θα τραβήξει την προσοχή του αναγνώστη. Κι αυτό είναι ένα παράπτωμα πολύ πιο ξεκάθαρο και πολύ πιο δύσκολο να τιμωρηθεί.
[H ταινία προβάλλεται στις 12 Μαρτίου στο Μακεδονικόν και είναι ήδη διαθέσιμη online στην πλατφόρμα του Φεστιβάλ.]
Λήδα Γαλανού
Λαϊκοί Βάρδοι: Στιγμές απ' τη Ζωή τους και τη Ζωή μας του Θάνου Κουτσανδρέα
Όταν ρωτήσαμε τον σκηνοθέτη Θάνο Κουτσανδρέα, μετά την πρεμιέρα του μουσικό-προσωπογραφικού ντοκιμαντέρ του στις περασμένες Νύχτες Πρεμιέρας, πόσο υλικό έχει αφήσει έξω από την ταινία για να καταλήξει στο δίωρο αυτό, μάς απάντησε «τόσο ώστε να μπορεί να δώσει άλλες 20 ταινίες σαν κι αυτήν!». Λογικό. Το υλικό του Πάνου Γεραμάνη, παραγωγού και παρουσιαστή της θρυλικής καθημερινής εκπομπής του Δεύτερου Προγράμματος «Λαϊκοί Βάρδοι» από το 1990 μέχρι το 2005, τη χρονιά του ξαφνικού θανάτου του, είναι ανεξάντλητο.
Και, καθότι ανεξάντλητο, πλήρες σαν ηχητική εγκυκλοπαίδεια που ξετυλίγει όλες τις γνωστές ή τις ξεχασμένες πτυχές του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού από τις απαρχές του στα χρόνια του 1920 μέχρι τη νέα χιλιετία -κι αυτό χωρίς να υπολογίζουμε τη συνεισφορά του δημοσιογράφου και ερευνητή στον έγχαρτο Τύπο στη διάρκεια πέντε σχεδόν δεκαετιών (Ακρόπολις, Απογευματινή, Έθνος, Τα Νέα, κ.α.). Η ταινία φιλοξενεί ηχητικά ντοκουμέντα όχι μόνο από φίρμες του πενταγράμμου, που με τα χρόνια έγιναν και προσωπικοί φίλοι του Γεραμάνη, όπως ο Στέλιος Καζαντζίδης ή η Πόλυ Πάνου, αλλά και αφανείς του ήρωες, τραγουδιστές που καθηλώθηκαν σε λίγα 45άρια (Καμπάνης, Δασκαλάκης) ή οργανοπαίχτες που δεν αναγράφηκαν ποτέ ονομαστικά στα δισκάκια (ο ακορντεονίστας Ζωϊόπουλος ή ο βιολιστής Μαργιολάς).
Ο Θάνος Κουτσανδρέας επιλέγει, τακτοποιεί και μοντάρει σχολαστικά τα αποσπάσματα από τις μαραθώνιες συνομιλίες (ο Γεραμάνης μπορεί να αφιέρωνε και 15 εκπομπές σε έναν καλλιτέχνη), χρησιμοποιώντας ονόματα ή αναφορές ως σκυτάλη για το πέρασμα από τη μια βινιέτα στην άλλη, ενθέτοντας καίρια πληροφορίες για ιστορικά στέκια (ο Κουλουριώτης στο Μοσχάτο, ο Χειλάς στη Συγγρού, ο Τζίμης ο Χοντρός στην Αχαρνών, η ουζερί Σκάλα του Μιλάνου στον Βόλο), σταθμεύοντας σε μαρτυρίες ή επιστολές φανατικών ακροατών του εδώ ή στο εξωτερικό (μέχρι και την Αλάσκα!) και σκιαγραφώντας τον ίδιο τον Γεραμάνη μέσα από παλιές του συνεντεύξεις προσωπικών αφηγήσεων και εξομολογήσεων και νέες ομιλούντων κεφαλιών -της γυναίκας του Ναυσσικάς αλλά και φίλων του όπως ο Γιάννης Λεμπέσης, ο Σπύρος Παπαδόπουλος, η Μαργαρίτα Μυτιληναίου, ο Λάκης Χαλκιάς ή ο Δημήτρης Κοντογιάννης.
Αποτέλεσμα, ένα ντοκιμαντέρ που τιμά τόσο την έννοια της τεκμηρίωσης όσο και τη δουλειά ενός γνήσια μαχητικού πολιτιστικού δημοσιογράφου, από τους λιγοστούς που θα τούς άξιζε ο τίτλος του κοινωνικού λειτουργού. Εν αναμονή, λοιπόν, του συμμαζέματος και του υπόλοιπου υλικού.
[Η ταινία είναι ήδη διαθέσιμη online στην πλατφόρμα του Φεστιβάλ, μέχρι και τις 22 Μαρτίου.]
Ρόμπυ Εκσιέλ
Oι Ελευσίνιοι» του Φίλιππου Κουτσαφτή
«Των αγαθών αγαθότερο η αγάπη.»
Ο Φίλιππος Κουτσαφτής είναι σαν να μην έφυγε ποτέ από την Ελευσίνα.
Δεν είναι σχήμα λόγου. Υποθέτει κανείς πως όταν συνδεθείς τόσο νομοτελειακά με έναν τόπο, αυτός γίνεται μια επίκτητη πατρίδα, μια εστία από την οποία δεν μπορείς να απομακρυνθείς παρά μόνο ίσως με τη βία του χρόνου ή του θανάτου, ενός κάποιου αποχωρισμού δηλαδή που εκ των πραγμάτων οφείλει να είναι βίαιος.
Η επιστροφή του στα μυστήρια της πόλης που ο ίδιος έβαλε στον (κινηματογραφικό) χάρτη με τον πιο ανεξίτηλο τρόπο που το έκανε δημιουργός στο ελληνικό σινεμά, δεν είναι μια απλή επιστροφή. Είναι ένα Μυστήριο από μόνη της.
Τότε, εν έτει 2000, ο Φίλιππος Κουτσαφτής είχε βρεθεί στην Ελευσίνα, όπως ανέφερε ο ίδιος σαν «προσκυνητής».
Το ίδιο κάνει και τώρα, 23 χρόνια μετά (και ακόμη περισσότερα αν μετρήσουμε πως η πρώτη εικόνα που τράβηξε ποτέ στην πόλη χρονολογείται από το 1988), σε μια ταινία που μετράει μερικά χρόνια πίσω και που ξεκίνησε ως ένα άτυπο σίκουελ της «Αγέλαστου Πέτρας», τώρα που η Ελευσίνα είναι ένα μέρος που επισκέπτεσαι συχνά, λόγω Πολιτιστικής Πρωτεύουσας ή επειδή, νομοτελειακά κι αυτό, κανένας τόπος δεν μένει για πάντα στην αφάνεια, καταδικασμένος (για καλό ή για κακό) κάποια στιγμή να ανακαλυφθεί.
Ο τίτλος του ντοκιμαντέρ του Φίλιππου Κουτσαφτή έχει σημασία. Οι «Ελευσίνιοι» θέλουν να θυμίζουν τον τίτλο μιας τραγωδίας. Οπως π.χ. οι «Πέρσες» που θα επανέλθουν πολλές φορές μέσα στο ντοκιμαντέρ όχι μόνο ως δείγμα της ιδιοφυΐας του Αισχύλου, αλλά και ως μια επιβεβαίωση της δύναμης που έχει η συντριβή είτε αφορά εσένα τον ίδιο ή τον εχθρό, το σημείο μηδέν που οι άνθρωποι είναι τελικά πραγματικά ίσοι.
Ο Κουτσαφτής μιλάει για το τέλος, μιας πόλης, ενός τόπου, μιας εθνικότητας, ενός κόσμου. Και το κάνει σε όλες του τις ταινίες, πάντα με τον ίδιο βαθιά συγκινητικό, πριν από άρτιο, τρόπο. Με τον ίδιο ανασκαφικό, πριν από αποκαλυπτικό, τρόπο.
Αυτό το ντοκιμαντέρ δεν διαφέρει. Αξαφνα εκεί που προσπαθεί να κρατήσει την αφηγηματική του γραμμή ευθεία και να μιλήσει για την Ελευσίνα σήμερα, μια πόλη που δεν μοιάζει με την Ελευσίνα της «Αγέλαστου Πέτρας», αλλά και με την Ελευσίνα που λίγοι γνωρίζουν για να επιβεβαιώσουν πως άλλαξε μέσα στις δεκαετίες, η κάμερα του θα μείνει καρφωμένη σε ένα βλέμμα, λίγα τετραγωνικά χώματος, μια ακόμη ανασκαφή αυτή τη φορά στην αναπάντεχη εκδοχή ενός αναχώματος της λήθης.
Για πολλή ώρα οι "Ελευσίνιοι" κρατούν τη συγκινησιακή φόρτιση σε γήινο επίπεδο, με τις εξιστορήσεις ανθρώπων που βρήκαν πατρίδα ερχόμενοι από τη Σμύρνη ή από ξενιτιές αναπάντεχες (και πιο προσωπικές). Είναι όμως όταν αρχίζει η σύνδεση με το (αχανές) σύμπαν, ενός χωροχρόνου άχρονου και άχωρου, που το μεγαλείο του Φίλιππου Κουτσαφτή ξεπερνά τεχνικές μοντάζ, talking heads ή σχεδόν nouvelle vague συνειρμών και γίνεται μια κατάθεση που όχι μόνο γεμίζει όλο τον κενό χώρο ανάμεσα στην "Αγέλαστο Πέτρα" και το "γελασμένο" σήμερα μιας χώρας, αλλά και μια πολύτιμη παρακαταθήκη για το αδυσώπητο πέρασμα του χρόνου πάνω στον άνθρωπο.»
Τίποτα δεν πρέπει να ξεχαστεί.
Τίποτα δεν μπορεί να ξεχαστεί, όταν στα σύνορα αυτής της πόλης (μόνο οι ψαράδες ξεκίνησαν δειλά να βγαίνουν στη μολυσμένη θάλασσα… αυτή που τόσο ευθαρσώς δεν αντέχει να βλέπει μια από τις νεαρές Ελευσίνιες του ντοκιμαντέρ στην πιο σοκαριστικά ειλικρινή εξομολόγηση της ταινίας) κρύβεται μια χώρα πιο φιλόξενη και από την ίδια την έννοια της φιλοξενίας.
Δεν είναι τυχαίο ότι ο Φίλιππος Κουτσαφτής, πριν ακόμη και από την μυθολογική διάσταση ενός τόπου άρρηκτα δεμένου με την Ιστορία του, αφηγείται εδώ μικρές και μεγάλες ιστορίες αγάπης, ζευγαριών που ενώθηκαν ή χωρίστηκαν μέσα σε χρόνια ξεριζωμού, πολέμου, φτώχειας για να επιζήσουν με τη δύναμη αυτού που ενώνει τους ανθρώπους που μοιράζονται ένα σπίτι. Οι περισσότεροι από τους κατοίκους αυτού του ντοκιμαντέρ μετρούν χρόνια πολλά μαζί με τους συντρόφους της ζωής τους, όσο και στα στενά αυτού του τόπου που αλλάζει ονομασίες, σημασίες και σημαινόμενα για να μείνει ακριβώς το ίδιο, σπουδαίο, χώμα μιας πατρίδας σε διαρκή ανασκαφή. Ξένοι που θάφτηκαν εδώ, ξένοι που βρήκαν σπίτι εδώ, ξένοι που έπαψαν να ορίζονται ως ξένοι επειδή βρέθηκαν εδώ.
Για πολλή ώρα οι «Ελευσίνιοι» κρατούν τη συγκινησιακή φόρτιση σε γήινο επίπεδο, με τις εξιστορήσεις ανθρώπων που βρήκαν πατρίδα ερχόμενοι από τη Σμύρνη ή από ξενιτιές αναπάντεχες (και πιο προσωπικές). Είναι όμως όταν αρχίζει η σύνδεση με το (αχανές) σύμπαν, ενός χωροχρόνου άχρονου και άχωρου, που το μεγαλείο του Φίλιππου Κουτσαφτή ξεπερνά τεχνικές μοντάζ, talking heads ή σχεδόν nouvelle vague συνειρμών και γίνεται μια κατάθεση που όχι μόνο γεμίζει όλο τον κενό χώρο ανάμεσα στην «Αγέλαστο Πέτρα» και το «γελασμένο» σήμερα μιας χώρας, αλλά και μια πολύτιμη παρακαταθήκη για το αδυσώπητο πέρασμα του χρόνου πάνω στον άνθρωπο.
Ανθρωποι από την «Αγέλαστο Πέτρα» πρωταγωνιστούν εδώ με την γνώση ότι τα πρόσωπα τους διασχίζουν δεκαετίες. Κι αναπάντεχα το βάρος όσων κουβαλούν γίνεται η ανάλαφρη σημερινή ιστορία μιας πόλης που είναι και εφηβικά σημαδεμένη και ιστορικά χαραγμένη, ένας τελικά τόπος που δεν ορίζεται από όσα πίστευε ότι ήταν τα παράσημα της, αλλά από μια διαρκή συνδιαλλαγή με το μύθο. Είναι πάλι οι αμφορείς, τα μικρά κορίτσια ζωγραφισμένα σε μια απρόσμενη ανάγνωση, φαντάσματα από το εγγύς παρελθόν, το χώμα και οι θησαυροί του που έρχονται να συναντήσουν τη ρουτίνα μιας πόλης που συνεχίζει να μένει άγνωστη, λες κι αυτό είναι που τη διατηρεί πάντα σε κατάσταση παιδική. Κάθε ιστορική «ακρίβεια» εκστομίζεται από το στόμα απλών ανθρώπων, επιστημόνων, γηραιών μαρτύρων όλη της ιστορίας της, νέων ανθρώπων σε διαδρομή αναζήτησης ενός μέλλοντος εκεί κι όχι μακριά από την Ελευσίνα, αγγίζει χορδές που ξεπερνούν μια τοπική γιορτή και γίνονται το τάμα της ανθρώπινης κατάστασης εν γένει.
Αποποιούμενος το φορτίο της σύγκρισης με την «Αγέλαστο Πέτρα», ο Φίλιππος Κουτσαφτής γράφει με τους «Ελευσίνιους» την τελευταία λέξη σε μια αφιέρωση που δεν φιλοδοξεί να τελειώσει ποτέ… Ενώνοντας τις λειχήνες (και τη διαστροφική σχέση τους με την πέτρα) με ένα πάρκο που για τους θαμώνες του θα έχει πάντα άλλο όνομα από το κανονικό και τους σπίνους με τη Δήμητρα που επιστρέφει από τον Αδη - και άρα είναι αυταπόδεικτο πως η πρώτη παπαρούνα όλου του κόσμου θα φυτρώσει στην Ελευσίνα, το νέο αυτό προσκύνημα του Φίλιππου Κουτσαφτή (διατηρώντας το ίδιο ηχητικό φορτίο του Κωνσταντίνου Βήτα) δεν είναι λιγότερο ποιητικό ή μελαγχολικό από την «Αγέλαστο Πέτρα».
Είναι το ίδιο «λυπημένο παραμύθι», η «τραγωδία της ανθρώπινης ιστορίας», μια ανεκτίμητη διάσωση μιας Ιστορίας που κάποιοι πίστευαν ότι τελειώνει επειδή πέφτουν credits. Σε εκείνη την τελευταία σπαρακτική σκηνή με τα «συγγνώμη» της «Αγέλαστου Πέτρας», οι «Ελευσίνιοι» έρχονται σαν μια απάντηση. Κάθαρση, θα την έλεγαν αρχαίοι και σύγχρονοι. Δίκαια.
[Η ταινία είναι ήδη διαθέσιμη online, μέχρι και τις 22 Μαρτίου, στην πλατφόρμα του Φεστιβάλ.]
Μανώλης Κρανάκης
exergue - on documenta 14 του Δημήτρη Αθυρίδη
Τι κάνει ένα ντοκιμαντέρ συναρπαστικό;
Αυτό που κάνει συναρπαστική κάθε ταινία ή τελικά και κάθε έργο τέχνης: η αρτιότητα της σύλληψης και της εκτέλεσης πάνω στο ειδικό και η αναγωγή στο γενικό. Η δυνατότητα δηλαδή μιας ιστορίας (ιστορίες αφηγούνται όλα τα έργα τέχνης σε κάθε τους μορφή) να ξεκινάει από κάτι πολύ συγκεκριμένο, συχνά βιωματικό και στη διαδρομή του να αφορά ολοένα και περισσότερους, ιδανικά να γίνεται μια ιστορία οικουμενική, μεγαλύτερη από το «θέμα» με το οποίο θεωρητικά η σε μια πρώτη ανάγνωση καταπιάνεται. Σαν μια παραβολή που αν όχι πάντα, τις περισσότερες φορές αφορά (ή οφείλει να αφορά) στην ανθρώπινη κατάσταση.
Ενα τέτοιο αναπάντεχα συναρπαστικό ντοκιμαντέρ, που καταφέρνει να λειτουργεί σαν ένα παλίμψηστο τεκμηρίωσης με πολλαπλά επίπεδα αφήγησης (συμπληρωματικής, παράλληλης, κρυφής, εννοούμενης…) που «εμφανίζονται» ακριβώς τη στιγμή που πρέπει αλλά και - ευτυχώς - τη στιγμή που δεν το περιμένεις, είναι και το νέο ντοκιμαντέρ του Δημήτρη Αθυρίδη, που μια δεκαετία πριν, με το «Ενα Βήμα Μπροστά», είχε δείξει το δρόμο του πώς κάνεις μια ταινία για έναν άνθρωπο (ειδικό), μιλώντας τελικά για μια ολόκληρη χώρα (γενικό).
Αν έπρεπε να περιγράψει κάποιος το «exergue - on documenta 14», θα ήταν ακριβής αν έλεγε ότι είναι στην πραγματικότητα μια εκ των έσω καταγραφή των σταδίων υλοποίησης της ομότιτλης έκθεσης που έγινε το 2017 (για πρώτη και τελευταία φορά ταυτόχρονα σε δύο τοποθεσίες - σε Αθήνα και Κάσελ), με κεντρικό πρωταγωνιστή τον καλλιτεχνικό της διευθυντή, Αντάμ Σίμτσικ. Μια επιγραφή, μια ταυτότητα, (το exergue του τίτλου που αναφέρεται στις επιγραφές των νομισμάτων), ένα know how ή και μια εκ νέου υποσημείωση πάνω σε μια διοργάνωση (και το πραγματικό της νόημα) που δίχασε, συζητήθηκε, έγινε το κέντρο αντιπαραθέσεων μαζικά και με τον τρόπο της συνεχίζει να απασχολεί, για όλους τους σωστούς αλλά κυρίως τους λάθος λόγους.
Ο Αθυρίδης ακολουθεί - προφανώς με την άδεια του, αλλά και την άδεια όλων όσων συμμετέχουν στο ντοκιμαντέρ - τον Αντάμ Σίμτσικ ήδη από την ανάληψη των καθηκόντων του ως καλλιτεχνικού διευθυντή της documenta 14, μέχρι και την επίσημη έναρξή της, το θόρυβο που προκάλεσε τόσο σε Κάσελ και σε Αθήνα αμά τη εμφανίσει της, τόσο σε επίπεδο περιεχομένου όσο και σε επίπεδο οργανωτικό και αναπόφευκτα οικονομικό και πολιτικό.
Μέσα σε ένα διάστημα που απλώνεται μέσα στο χρόνο, ο Αθυρίδης παραμένει παρών σε κομβικές στιγμές της διαδικασίας οργάνωσης της έκθεσης, σε συζητήσεις της οργανωτικής ομάδας, σε ανοιχτά φόρα καλλιτεχνών και ειδικών, σε ταξίδια για αναζήτησή έργων για την έκθεση, σε ραντεβού σε Αθήνα και Κασέλ, σε στιγμές έντασης και στιγμές ηρεμίας. Η κάμερα ωστόσο δεν είναι ποτέ ανοιχτή, αν στο πλάνο δεν βρίσκεται ή αν αυτό που βλέπουμε δεν είναι τελικά το βλέμμα του Αντάμ Σίμτσικ. Ή για να είμαστε πιο ακριβείς, το βλέμμα του Αθυρίδη πάνω στον Σίμτσικ σε ένα παιχνίδι που προσθέτει πόντους στο συναρπαστικό αποτέλεσμα.
O Σίμτσικ είναι ο πολυεπίπεδος, επίσης σαν το ίδιο το ντοκιμαντέρ, πρωταγωνιστής του «δράματος» που εξελίσσεται σχεδόν με τo ρυθμό και τις αναλογίες ενός θρίλερ καθώς η documenta 14 καταρρέει ήδη πριν ξεκινήσει κάτω από το βάρος αποφάσεων, διακρατικών σχέσεων, οικονομικού χάους και ενός εγχειρήματος που χωρίς προηγούμενο πρέπει να βρει μορφή μέσα σε μια συστημική τάξη, ενώ προφασίζεται ότι θέλει να είναι ανένταχτο, ανεξάρτητο, κοινό κτήμα μόνο των καλλιτεχνών και κανενός άλλου.
Αυτός είναι ο πρωταγωνιστής και αυτής της ταινίας. Και αν δεν βρίσκεται στο πλάνο ή αν το ενδιαφέρον του σταματά τις φορές που το τεχνικό και οικονομικό κομμάτι μιας διοργάνωσης πρωταγωνιστεί του καλλιτεχνικού, ο Αθυρίδης κόβει μέχρι και τον ήχο, απομακρύνει την κάμερα από κάτι σοβαρότερο που συμβαίνει εκείνη τη στιγμή για να τον ακολουθήσει σε μια μοναχική πεζοπορία, σε ένα εσωτερικό μονόλογο, σε ένα κλεφτό κοίταγμα στην κάμερα, μια υπενθύμιση πως ό,τι βλέπουμε είναι ένα ημερολόγιο που γράφεται εν γνώσει όσων συμμετέχουν σε αυτό ή και με τον τρόπο που αυτοί τελικά θέλουν, αν θεωρήσει κανείς πως όσα συμβαίνουν ανήκουν σε μια άλλη σφαίρα από αυτή του πραγματικά νομοτελειακού.
Πολύ νωρίς ωστόσο μέσα στην επική διάρκεια του «exergue - on documenta 14» καταλαβαίνεις πως αυτό που βλέπεις λειτουργεί προφανώς ως το καλύτερο ντοκιμαντέρ που έγινε ποτέ για τη δημιουργία μιας έκθεσης, αλλά στην πραγματικότητα είναι μια ταινία για κάτι μεγαλύτερο.
Το «exergue on documenta 14» είναι μια ταινία για όλα (όλα όμως) όσα απαιτεί η επίτευξη ενός σκοπού. Για τις διαπραγματεύσεις, τις εκπτώσεις, τα επικοινωνιακά κόλπα, τις απογοητεύσεις και τους συμβιβασμούς που κρύβει η επιθυμία να μην αφήσεις κάτι στη μέση. Ιδιον όλων των auteurs, o Δημήτρης Αθυρίδης κάνει ακόμη μια ταινία (συνέχεια του «Τ4 Trouble and The Self Admiration Society και του «Ενα Βήμα Μπροστά») για έναν άνθρωπο που δεν συμβιβάζεται, ακόμη και όταν δείχνει απόλυτα χαμένος, στη διαδρομή του προς ένα σκοπό. Ο Αντάμ Σίμτσικ θα μπορούσε να εφευρεθεί ως κινηματογραφικός ήρωας, αν δεν υπήρχε ολοζώντανος, με μια συστολή που τον κάνει να μοιάζει διαρκώς και συχνά εκνευριστικά υπεράνω όσων πεζών, κατά τον ίδιο, συμβαίνουν και ταυτόχρονα νικημένο από τις περιστάσεις που δεν είχε (ή δεν ήθελε να) προβλέψει. Ο Αθυρίδης δεν φτιάχνει ούτε την αγιογραφία του, ούτε όμως στέκεται απέναντι του με διαρκή κριτική ματιά. Τον θαυμάζει ορθά για την επιμονή του να μην εγκαταλείψει, όταν θα είχε δεκάδες λόγους για να το κάνει. Και τον φέρνει στο επίκεντρο ως οδηγό σε ένα ταξίδι που και οι δύο (δημιουργός και πρωταγωνιστής) γνωρίζουν ότι πρέπει να τελειώσει όταν θα το ορίσει το ίδιο το ταξίδι.
Το «exergue on documenta 14» είναι ταυτόχρονα και μια ταινία για την ίδια την Τέχνη που οφείλει διαρκώς να είναι αμφιλεγόμενη και να προκαλεί συζητήσεις, ακόμη και επερωτήσεις στα εθνικά κοινοβούλια, μέρος ενός συστήματος κι αυτή που τρέφεται από την ίδια της την εφήμερη επιτήδευση, ειδικά όταν μιλάμε για μοντέρνα εννοιολογική τέχνη που στα μάτια των πολλών παραμένει κάτι κλειστό, δύσκολο και προνόμιο των λίγων. Ο τρόπος με τον οποίο ο Αθυρίδης απομονώνει έργα και περιπτώσεις που ανοίγουν τη συζήτηση για τα όρια της τέχνης ή ακόμη και για τον ίδιο τον ορισμό της και την ενόχληση που αυτά προκαλούν σε ακροδεξιές πολιτικές ομάδες, εξηγούν εύγλωττα το ρόλο της στο σύγχρονο κοινωνικό γίγνεσθαι, ταυτόχρονα ως πολυτέλεια και ως ανάγκη. Μέσα από τις «ερωτήσεις» του Σίμτσικ για τα έργα που συμμετέχουν στην έκθεση, γεννιούνται και οι πραγματικά μεγάλες ερωτήσεις γύρω από τη σημασία τους στο εδώ και τώρα σαν τελευταίο καταφύγιο της ανθρώπινης αντοχής στη σύγχρονη φρίκη.
Αναπόφευκτα ενταγμένη μέσα στην εποχή την οποία διαδραματίζεται - αυτή ήταν άλλωστε και πρωτίστως η δύναμη της documenta 14 ως ταυτόχρονη διοργάνωση σε Γερμανία και Ελλάδα, το «exergue on documenta 14» είναι και μια ταινία για τα χρόνια των μνημονίων, της κορύφωσης της μεταναστευτικής κρίσης στη Μεσόγειο, της Ελλάδας του δημοψηφίσματος (και μαζί μιας χώρας χωρίς Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης ό,τι κι αν σημαίνει αυτό για την τύχη της), της αναπόφευκτης διαπίστωσης πως οτιδήποτε γίνεται σε αυτόν τον κόσμο - από μια έκθεση μέχρι μια διαδήλωση και από τη δημιουργία μιας ιδεολογίας μέχρι την ανάλυση της - έχει για αφετηρία και φινάλε την οικονομία. Είναι από χαριτωμένο μέχρι τρομακτικό - σε κάθε περίπτωση απολαυστικά κινηματογραφικό - κάθε φορά που ο Αντάμ Σίμτσικ πρέπει, την ώρα που θα ήθελε μόνο να αντιστοιχεί καλλιτέχνες με τα venues της documenta και να βλέπει performances από καλλιτέχνες του κόσμου, να λαμβάνει απειλητικά εξέλ χρεοκοπίας και να πρέπει να αφιερώνει ώρες με τους συνεργάτες του για περικοπές που θα σώσουν το «finanzplan» της έκθεσης. Το οικονομικό σκάνδαλο που προκάλεσε η documenta 14, γίνεται μέσα στο ντοκιμαντέρ ένα έργο τέχνης από μόνο του, μια συζήτηση πάνω στο σημαντικό και το ασήμαντο, τα fake news και την αλήθεια, την μεγάλη αλυσίδα των πολιτικών και κοινωνικών διεργασιών που λίγο πριν την αυγή του 2020 έφεραν την Ευρώπη στα αδιέξοδα που τώρα προσπαθεί να προσπεράσει.
Τελικά όπως κάθε μεγάλο έργο τέχνης, το «exergue on documenta 14», ανάμεσα στις πολλαπλές αφηγήσεις του, μιλάει για το χρόνο. Και δεν αναφέρεται κανείς στη διάρκειά του που όχι μόνο έχει νόημα (λόγω των 14 κεφαλαίων, αναφερόμενων στην αριθμητική έκδοση της έκθεσης) αλλά αποδεικνύεται και μια συναρπαστική διαδρομή σε ένα roller coaster αφηγηματικής άνεσης και μαζί οικονομίας. Αναφέρεται κανείς στον τρόπο με τον οποίο η χαρτογράφηση αυτής της διαδρομής προς την υλοποίηση της documenta 14 μοιάζει σχεδόν με μια ταινία καταστροφής όπου η αγωνία για το αν τελικά οι ήρωες θα τα καταφέρουν να σώσουν τον «κόσμο» ενδιαφέρει ακόμη περισσότερο και από αυτό που είναι το διακύβευμα. Μια παραβολή που μέσα στην ελαφρότητα, τις δραματικές στιγμές, την διαρκώς υπέροχη χρήση της μουσικής, την δεινότητα της παραγωγής και την οξυδερκή, τρυφερή, όταν πρέπει ειρωνική ματιά του Δημήτρη Αθυρίδη πάνω στον διαρκώς αμφιλεγόμενο ηρωά του γίνεται το ιστορικό μιας (της σύγχρονης) πραγματικότητας σε ρήξη με τον ίδιο της τον εαυτό.
Μια πραγματικά μεγάλη στιγμή της τεκμηρίωσης, από έναν δημιουργό που με ένα επικό (από κάθε άποψη - ακόμη και την «epic» της νεότερης γενιάς), αφήνει πλέον το διακριτό στίγμα του διεθνώς.
[To ντοκιμαντέρ θα προβληθεί σε έξι μέρη, 9/3 Τζον Κασσαβέτης στις 12.00, 10/3 στον Σταύρο Τορνέ στις 12.00, 11/3 στον Σταύρο Τορνέ στις 12.00, 12/3 στον Τζον Κασσαβέτη στις 12.00, 13/3 στον Τζον Κασσαβέτη στις 12.00, 14/3 στον Τζον Κασσαβέτη στις 12.00. Ελεύθερη είσοδος για το κοινό με έκδοση μηδενικού εισιτηρίου από τα εκδοτήρια του Φεστιβάλ. Ο κάθε θεατής μπορεί να λάβει μέχρι 2 εισιτήρια. Αναζητήστε εδώ πληροφορίες.|
Μανώλης Κρανάκης
Το 26ο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης διεξάγεται φέτος από τις 7 μέχρι και τις 17 Μαρτίου. Το Flix βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη και σας μεταφέρει όλα όσα συμβαίνουν μέσα κι έξω από τις αίθουσες. Αναζητήστε περισσότερες πληροφορίες στο επίσημο site του Φεστιβάλ, στη σελίδα του στο Facebook και στο λογαριασμό του στο Instagram.