ΟΙ ΠΡΟΒΟΛΕΣ, ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ, ΤΟ ΒΛΕΜΜΑ
Συνεχίζονται οι φυσικές προβολές στο Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, που ανεβάζει θερμοκρασία παρά τα χαμηλά στις θερμοκρασίες.
Δείτε παρακάτω στιγμιότυπα από τις αίθουσες και την πόλη.
Πλατεία Αριστοτέλους
Ο Αγγελος Τσαούσης και η ομάδα του «Far.Go.Bots» λίγο πριν την πρεμιέρα της ταινίας
Η Λίνα Λουζίτε παρουσιάζει το «Μπλε / Κόκκινο / Απέλαση»
Βόλτα στις Αποθήκες
ΤΟ FLIX ΓΡΑΦΕΙ ΓΙΑ ΤΙΣ ΤΑΙΝΙΕΣ ΤΟΥ 24ου ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Η Αποστολή (The Mission) της Τάνια Αντερσον
«Ζούμε σ' έναν ξεπεσμένο κόσμο γιατί η συντροφιά του Αγίου Πνεύματος δεν θεωρείται φυσιολογική.»
Αυτή η ατάκα είναι κάτι που περιμένεις ν' ακούσεις στο ντοκιμαντέρ της Τάνια Αντερσον για τους νεαρούς Μορμόνους που ταξιδεύουν, ως Ιεραπόστολοι, στη Φινλανδία. Τα πιο συναρπαστικά κομμάτια του ντοκιμαντέρ είναι, ακριβώς, αυτά που δεν περιμένεις, αυτά που σε κάνουν ν' αμφισβητήσεις την πραγματικότητά σου, σχεδόν όσο οι ήρωες του φιλμ.
Ξεκινώντας από τη Γιούτα, η ταινία παρακολουθεί τέσσερα παιδιά - τέσσερις νέους ανθρώπους γύρω στα 19 - 20, δύο αγόρια και δύο κορίτσια - μέλη της Εκκλησίας του Ιησού Χριστού των Αγίων των Τελευταίων Ημερών, δηλαδή της Εκκλησίας των Μορμόνων. Οπως περίπου 60.000 ομόπιστοί τους, κάθε χρόνο, θα ταξιδέψουν σ' ένα μακρινό μέρος, συγκεκριμένα στη Φινλανδία, από το Ελσίνκι ως το Ροβανιέμι, για να κηρύξουν το ευαγγέλιό τους. Ή, τουλάχιστον, να προσπαθήσουν. Ηδη από τα πρώτα πλάνα της ταινίας, τα γενικά της συγκεντρωμένης κοινότητας στην Αμερική, είναι προφανές πόσα πολλά παιδιά έχουν διαφόρων ειδών αναπηρία από την επαναλαμβανόμενη αιμομιξία. Η ταινία δεν σχολιάζει, ούτε εστιάζει, μόνο περνά από πάνω τους απαλά. Το φόκους της είναι στους τέσσερις ήρωες και το υπαρξιακό ταξίδι τους.
Οι νεαροί, «καθαροί» Ιεραπόστολοι, μετά από μια σύντομη μαθητεία, όπου θα αποστηθίσουν το Βιβλίο των Μορμόνων στα σουόμι, φτάνουν σ' ένα άλλο σύμπαν. Οχι τόσο διαφορετικό ώστε να τους προκαλέσει ψυχικές μεταπτώσεις, αλλά αρκετά καινοτόμο ώστε να τους κάνει ν' αναμετρηθούν με τη γνώση, την παράδοση, την πίστη τους. «Η Φινλανδία είναι σαν τη Γιούτα χωρίς τα βουνά,» θα πει η μία από τις ηρωίδες, αλλά γρήγορα θα καταλάβει ότι ο κόσμος είναι πολλά περισσότερα από γεωγραφία. Οι Ιεραπόστολοι περνούν τους μήνες τους στο εξωτερικό σε μια, ξανά, αυστηρή διαστρωμάτωση, ο καθένας αναφέρεται σ' έναν Πρεσβύτερο, αλλά ζει μ' έναν συνάδελφο/σύντροφο, του ίδιου φίλου, με τον οποίο θα μάθει τον τρόπο της συμβίωσης, προετοιμαζόμενος για τον επικείμενο γάμο του. Ο φίλος κι η οικογένειά τους, μακριά από το σπίτι, είναι ο Θεός, οι τοίχοι των δωματίων τους είναι γεμάτοι εικόνες του Χριστού, το μήνυμά τους προέρχεται από την Αιώνια Οικογένεια.
Αλλά το βλέμμα της ταινίας, προοδευτικά, γίνεται πολύ πιο διεισδυτικό, πάντα ήσυχα, πάντα τρυφερά, χωρίς, ποτέ, ν' αντιμετωπίσει τους ήρωές της με γραφικότητα, με δυσπιστία: ούτε το αγόρι που έγινε Ιεραπόστολος για να μην νιώθει μόνος, το κορίτσι που θέλει να πείσει την οικογένειά της να προσφέρει περισσότερα στην Εκκλησία, το κορίτσι που παλεύει με την αγάπη της για τον Θεό, το αγόρι που πάσχει από «ψυχική ασθένεια», από κρίσεις πανικού, βαριά κατάθλιψη - για την οποία, ο θεατής, πάντα έτοιμος να κρίνει, γνωρίζει τόσο καλά το αντίδοτο.
Υπάρχει μια ένοχη απόλαυση, ένα συναίσθημα σασπένς, όταν βυθίζεσαι στον κόσμο μιας σέκτας, μια αίσθηση ότι βλέπεις κάτι μακρινό κι απαγορευμένο που, ταυτόχρονα, σε κάνει να νιώθεις τόσο ανώτερος, γνώστης, λογικός. Η ταινία αγκαλιάζει αυτή την αίσθηση του παραλογισμού χωρίς να την κρίνει. Τραβά παράλληλες γραμμές μεταξύ της κανονικότητας των ηρώων της και των θεατών. Σε γεμίζει μελαγχολία με τη συνειδητοποίηση, για μια ακόμα φορά, έστω λίγο διαφορετικά, του πόσο ο άνθρωπος καθορίζεται από το πού γεννήθηκε. Τα βάζει με την απόρριψη, βρίσκει μια δύναμη που μοιάζει ηρωική, ενώ καταλαβαίνεις ότι στηρίζεται στις πιο αυταρχικές βάσεις. Δείχνει εικόνες παραμυθιού, τα μυστικά δάση και τις κρυφές πολιτείες, αλλά τις γεμίζει με μια αλήθεια σύνθετη, στην οποία οι ήρωες ρίχνουν μια ματιά κλεφτή, ωστόσο και πάλι ειλικρινέστερη, μάλλον, από εκείνη που ρίχνουμε εμείς στο δικό τους, καλά σφραγισμένο σύμπαν.
(Μπορείτε να δείτε το «Η Αποστολή» online μέχρι τις 20 Μαρτίου εδώ . Πληροφορίες εδώ.)
Λήδα Γαλανού
5 1/5 Χρόνια των Μυρτώς Συμεωνίδου και Ιωάννας Παπαϊωάννου
Κάθε ταινία που γίνεται για τη Χρυσή Αυγή είναι σημαντική.
Κυρίως σαν μια υπενθύμιση, αφού η μνήμη των ανθρώπων διαγράφει εύκολα το αποτρόπαιο παρελθόν, αφήνοντας χώρο για τα ίδια λάθη. Το «5 1/2 Χρόνια» των Μυρτώς Συμεωνίδου και Ιωάννας Παπαϊωάννου καταγράφει μέσα από μαρτυρίες τη διάρκεια της ιστορικής δίκης των μελών της Χρυσής Αυγής που διήρκεσε περισσότερο από μια πενταετία, δίνοντας φωνή στους ανθρώπους που την παρακολούθησαν καθημερινά προσπαθώντας να καταγράψουν κάθε της πτυχή, αλλά ακόμη περισσότερο, να κρατήσουν ζωντανό τον αγώνα της ενημέρωσης, όταν τα παραδοσιακά Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης έδειξαν από νωρίς την πρόθεσή τους να αναδείξουν μόνο ό,τι πουλάει.
Η ερώτηση της δημοσιογράφου και σκηνοθέτη Ανζελίκ Κουρούνης (υπεύθυνη για τα δύο ντοκιμαντέρ «Χρυσή Αυγή: Προσωπική Υπόθεση» και «Χρυσή Αυγή: Υπόθεση Ολων Μας») είναι σαφής όταν μπροστά στην κάμερα αναρωτιέται γιατί η ελληνική τηλεόραση κάλυψε ενδελεχώς την άνοδο της Χρυσής Αυγής αλλά απουσίαζε στην πτώση της; Οι απαντήσεις είναι προφανείς, αλλά και όχι, καθώς δημοσιογράφοι, μέλη του Παρατηρητηρίου Κατά της Χρυσής Αυγής διατρέχουν την επώδυνη ιστορία της 7χρονης θητείας της εγκληματικής οργάνωσης μέσα και έξω από τη Βουλή και στη συνέχεια στα 5 1/2 αυτά χρόνια που χρειάστηκαν για να ολοκληρωθεί η εξάρθρωσή της από τη δικαιοσύνη.
Οι Ελευθερία Κουμάντου, Ανζελίκ Κουρούνης, Γιάννης Μπασκάκης, Αντώνης Μπούγιας, Κωνσταντίνος Πουλή και Αφροδίτη Φράγκου επιστρέφουν στις πίσω θέσεις του δικαστηρίου και αφηγούνται τις εμβληματικές στιγμές της δίκης, τις επώδυνες διαπιστώσεις από τις καταθέσεις και των δύο πλευρών, τη μεγάλη ημέρα της καταδικαστικής απόφασης, αλλά και τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί όλα αλλά και πώς θα μπορούσαν να μην επαναληφθούν.
Από τις αφηγήσεις τους και το ντοκιμαντέρ λείπει η μεγάλη εικόνα του πώς ακριβώς άλλαξε η ελληνική κοινωνία μέσα σε αυτά τα 5 1/2 χρόνια, που βρισκόμαστε σήμερα, οι ζυμώσεις από όλες τις πολιτικές δυνάμεις που με τον έναν ή τον άλλο τρόπο «στήριξαν» την πολιτική καριέρα της Χρυσής Αυγής. Κυρίως λείπει η «άλλη» πλευρά, εδώ εκπρόσωποι από παραδοσιακά ΜΜΕ, διευθυντές τηλεοπτικών ειδήσεων και άλλοι που θα μπορούσαν να σταθούν μπροστά στην κάμερα και να παραδεχτούν όσα έκαναν και κυρίως όσα δεν έκαναν για την Χρυσή Αυγή.
Περισσότερο με το βλέμμα στο βίωμα ανθρώπων που έζησαν αυτά τα 5 1/2 χρόνια αφοσιωμένοι σε ένα σκοπό, παρά τελικά στο δημοσιογραφικό ενδιαφέρον και την τελετουργία της κάλυψης μιας τόσο μεγάλης (σε διάρκεια, εκτόπισμα και ιστορική σημασία) δίκης, το ντοκιμαντέρ των Μυρτώς Συμεωνίδου και Ιωάννας Παπαϊωάννου μικραίνει σε διαστάσεις καθώς οδηγείται προς το φινάλε, παραμένοντας ωστόσο σημαντικό για μερικές αλήθειες που διατυπώνονται με την ψυχραιμία και την απόσταση που δίνει ο χρόνος και φυσικά σαν μια διαρκή υπενθύμιση πως η δίκη τελείωσε, αλλά το τέρας ζει εκεί έξω ελεύθερο.
(Μπορείτε να δείτε το «5 1/2 Χρόνια» online εδώ μέχρι και τις 20 Μαρτίου)
Μανώλης Κρανάκης
Μπλε / Κόκκινο / Απέλαση (Blue / Red / Deport - Picnic in Moria) της Λίνα Λουζίτε
Η ζωή στους καταυλισμούς κολαστήρια της Μόριας στη Λέσβο, υπήρξε για πολλούς πρόσφυγες το τέλος του ονείρου και της ελπίδας για μια καλύτερη ζωή. Οχι όμως και για τον 37χρονο Αφγανό μετανάστη και σκηνοθέτη Ταλίμπ Σαχ Χοσεΐνι, ο οποίος αποφάσισε να μην τα παρατήσει τόσο εύκολα και να γυρίσει μια ταινία με τίτλο «Πικνίκ», μια ματιά εκ των έσω στη ζωή χιλιάδων προσφύγων εγκλωβισμένων σ’ ένα μέρος που συχνά περιγράφεται ως μια πρωτοφανής «ανθρωπιστική καταστροφή».
Το νέο ντοκιμαντέρ της Λιθουανής Λίνα Λουζίτε «Μπλε/Κόκκινο/Απέλαση» (ο τίτλος αναφέρεται στα τρία στάδια τα οποία οδηγούν έναν αιτούντα άσυλο μετανάστη ή πρόσφυγα στην απέλαση) ξεκινά με κατοίκους της Λέσβου να «υποδέχονται» με βρισιές και αναθέματα μετανάστες που φτάνουν εξαθλιωμένοι πάνω σε ένα φουσκωτό στις ακτές του νησιού. Ο σκοτεινός, απαισιόδοξος τόνος της αρχής της ταινίας προϊδεάζει ίσως για ακόμη μια καταγραφή της απόγνωσης που συνοδεύει τις εικόνες στη Μόρια, μόνο που η Λουζίτε δεν έχει καθόλου αυτήν την πρόθεση.
Ως μια απλή παρατηρήτρια - που ξέρει ωστόσο σε ποιες λεπτομέρειες να στρέψει το βλέμμα και ποια κομμάτια καθημερινότητας έχουν νόημα να αποτυπωθούν με την κάμερα - καταγράφει όχι μόνο ως ένα είδος making of υλικού τα γυρίσματα της ταινίας του Ταλίμπ Σαχ Χοσεΐνι, αλλά περισσότερο ως μια δικαιολογία για να ανοίξει τη συζήτηση γύρω από την πραγματικότητα και το όνειρο, τις πρακτικές του μεταναστευτικού σε όλες τις χώρες υποδοχής, στην ελπίδα που τελικά βρίσκει πάντα το δρόμο για να γίνει ένας οδηγός προς την έξοδο κινδύνου. Ναι για την Λουζίτε, η Τέχνη μπορεί να είναι η διέξοδος προς μια καλύτερη ζωή. Το «Μπλε/Κόκκινο/Απέλαση» είναι η λιτή και απέριττη απόδειξη.
(Μπορείτε να δείτε το «Μπλε / Κόκκινο / Απέλαση» εδώ online μέχρι τις 20 Μαρτίου και το Σάββατο 12 Μαρτίου στην αίθουσα Φρίντα Λιάππα στις 22.00)
Χρήστος Μπακατσέλος
Malintzin 17 των Μάρα και Εουτζένιο Πολγκόφσκι
Eνα περιστέρι έχει φτιάξει μια φωλιά πάνω στις γραμμές του ρεύματος διαγώνια κάτω από το διαμέρισμα του Εουτζένιο Πολγκόφσκι στο Μέξικο Σίτι. Γοητευμένος από τον τρόπο με τον οποίο η φύση μπλέκεται με το αστικό τοπίο, θα αποφασίσει να το κινηματογραφήσει για επτά μέρες και νύχτες, σε ένα παιχνίδι διαρκείας ανάμεσα στον ίδιο και τη μικρή του κόρη, αλλά και το φτιαγμένο από ανθρώπους, ήχους και αναπάντεχες εικόνες σύμπαν που θα χωρέσει μέσα στα ερασιτεχνικά, σχεδόν σαν το βλέμμα ενός παιδιού, από την ίδια συγκεκριμένη οπτική γωνία πλάνα του.
Ο,τι ξεκινάει σαν ένα πείραμα πάνω στην τεκμηρίωση και ένα ανεπιτήδευτο δοκίμιο πάνω στην χωροθεσία και τα κομμάτια του κόσμου που «επιλέγουμε» να βλέπουμε, γίνεται σύντομα μια τρυφερή αφήγηση πάνω στο καθημερινό και το συνήθως αόρατο μέσα στο «θόρυβο» της σύγχρονης ζωής, καθώς ένας πατέρας δένεται με τη μικρή του κόρη με αναπάντεχους τρόπους μέσω της (ανθρώπινης) φύσης που στέκεται αγέρωχη σαν το περιστέρι πάνω στα ηλεκτρικά σύρματα, ασφαλής και ηλεκτρισμένη την ίδια ακριβώς στιγμή.
Το γεγονός πως ο Εουτζένιο Πολγκόφσκι πέθανε αναπάντεχα στα 40 του χρόνια και πως το υλικό που είχε γυριστεί μονταρίστηκε με αγάπη από την αδελφή του Μάρα, μετατρέπει το «Malintzin 17» ταυτόχρονα και σε μια μικρή ανάσα μνήμης, για όλα όσα τελικά μένουν πίσω όταν κάποιος φεύγει, καθώς και ένα διαρκές ερώτημα για το σινεμά και αν τελικά αυτό «παγιδεύει» ή «ελευθερώνει» την πραγματικότητα.
(Μπορείτε να δείτε το «Malintzin 17» online εδώ μέχρι και τις 20 Μαρτίου)
Μανώλης Κρανάκης
TΟ #TDF24 ΣΤΑ SOCIAL MEDIA