Κάθε κινηματογραφική βιογραφία είναι ένα ναρκοπέδιο από σωστές και συχνότερα λάθος επιλογές.
Δεν έχει σημασία πόσο γνωστός είναι ο πρωταγωνιστής της βιογραφίας. Η σύγκρουση με την πραγματικότητα στο σινεμά (όπως και στη ζωή) είναι πάντα μετωπική. Οταν λέμε πραγματικότητα στην περίπτωση μιας βιογραφίας εννοούμε φυσικά την πραγματικότητα που ο καθένας έχει στο μυαλό του για το εκάστοτε πρόσωπο που βιογραφείται. Και όταν μιλάμε για βιογραφική ταινία, αναφερόμαστε φυσικά στην ταινία που ο καθένας έχει φανταστεί στο μυαλό του για τον κεντρικό πρωταγωνιστή της.
Κάθε βιογραφία πρέπει να πείσει πρωτίστως πως αυτό που βλέπεις είναι αληθινό, κοινώς πως έτσι ξυπνούσε ο Νέλσον Μαντέλα, έτσι έπινε το κρασί του ο Τσόρτσιλ, έτσι καθόταν στον καναπέ η Μέριλιν Μονρό και έτσι φορούσε το νυχτικό της η Μάργκαρετ Θάτσερ. Οποιαδήποτε άλλη εκδοχή είναι απλά «ψεύτικη». Δεν έχει σημασία αν συνέβαινε έτσι - άλλωστε ποιος μπορεί να ξέρει στ' αλήθεια... Σημασία έχει η ταινία να φτιάξει έναν χαρακτήρα και γύρω από αυτόν ένα σύμπαν που να μοιάζει ότι ναι, αυτός είναι ο μοναδικός τρόπος με τον οποίο έτρωγε η Εντίθ Πιαφ και φιλούσε ο Τσε Γκεβάρα.
Τα ονόματα που επιλέξαμε στα παραπάνω παραδείγματα δεν είναι φυσικά τυχαία, καθώς ο βαθμός δυσκολίας μιας κινηματογραφικής βιογραφίας μεγαλώνει (μελό-δραματικά θα έλεγε κανείς) όσο πιο διάσημο είναι το πρόσωπο που βιογραφείται. Στην περίπτωση δε που μιλάμε για θρυλικά πρόσωπα ή μύθους, τότε οι νάρκες βρίσκονται ακριβώς εκεί όπου ακόμη και ένας έμπειρος ναρκαλιευτής θα ορκιζόταν ότι το έδαφος είναι καθαρό και ασφαλές.
Διαβάστε εδώ όλα όσα πρέπει να γνωρίζετε για το Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης στο ειδικό τμήμα του Flix που ανανεώνεται συνεχώς
Το «Stardust», πριν ακόμη γίνει ταινία, είχε πατήσει μια από τις νάρκες που, εκ όσο και εκ των προτέρων όσο και εκ των υστέρων, μπορείς να πεις με βεβαιότητα πως προδιέγραψε το όποιο μέλλον του. Δεν πήρε άδεια χρήσης της μουσικής του Ντέιβιντ Μπόουι κι όμως, με αξιοθαύμαστο θάρρος, θράσος ή πείτε το όπως θέλετε, ολοκληρώθηκε σίγουρο πως ακόμη κι αν αποτύχει οικτρά (όπως και συνέβη), θα μείνει στην ιστορία ως το πρώτο biopic μετά το θάνατο του Ντέιβιντ Μπόουι, αλλά κυρίως ως το «unofficial biopic» ανάμεσά σε κάποιο επίσημο που σίγουρα θα γυριστεί στο μέλλον.
Λίγη ώρα μέσα στην ταινία του δημοσιογράφου και σκηνοθέτη πιο γνωστού για το «Death of a President» του 2006 για τη δολοφονία του Τζορτζ Μπους, Γκάμπριελ Ρέιντζ και μπορείς να βεβαιώσεις ότι η έλλειψη των τραγουδιών του Ντέιβιντ Μπόουι δεν είναι το χειρότερο πράγμα που συμβαίνει σε αυτή τη βιογραφία. Κάτι το αδικαιολόγητα μη ενδιαφέρον αρχίζει να απλώνεται πάνω σε μια από τις πιο ενδιαφέρουσες περιπτώσεις που «έπεσαν στη Γη» ποτέ από καταβολής rock 'n' roll, ενισχυμένο από μια μουντή φωτογραφία, ηθοποιούς που σαν να προσποιούνται ότι υποδύονται κάποιους που υποδύονται τους ήρωες τους, μια όχι και τόσο στιβαρή τοποθέτηση της εποχής και του σημείου στο οποίο συναντάμε τον Ντέιβιντ Μπόουι και την μη ομοιότητα του μουσικού Τζόνι Φλιν με τον ήρωα που υποδύεται.
Οσο λάθος είναι σε μια κινηματογραφική βιογραφία να προσπαθήσεις να μεταμορφώσεις ολικά τον ηθοποιό σου προσπαθώντας να παίξεις παιχνίδια μίμησης, άλλο τόσο λάθος είναι να θεωρήσεις πως αρκούν, εν προκειμένω, μερικά κοινά χαρακτηριστικά, δύο φακοί σε διαφορετικά χρώματα στα μάτια και μια βρετανική προφορά για να παίξει κάποιος τον Ντέιβιντ Μπόουι. Ο Τζόνι Φλιν παίζει καλά μόνο αποσπασματικά και με το σεβασμό που θεωρεί ότι αρμόζει στον άνθρωπο που υποδύεται, για να του αποδώσουμε τα δίκαια. Ωστόσο δεν έχει τίποτα που αυτόματα να παραπέμπει στον Ντείβιντ Μπόουι, εκτός από μερικές αμήχανες αντιγραφές κινήσεων του και το φόρεμα που δεν φοράει αλλά τον φοράει, άτυχος γιατί η ερμηνεία ενός τραγουδιού του Ντέιβιντ Μπόουι θα τον ταύτιζε αυτόματα με τον ηρωά του.
Δείτε ακόμη: Οι αναγνώστες του Flix βλέπουν το 61ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης - και γράφουν τις δικές τους κριτικές
Αν στο «Stardust» μπορούσε να ακουστεί κάτι περισσότερο από δύο live εκτελέσεις - μια του «Ports of Amsterdam» και μια του «My Death» του Ζακ Μπρελ - τραγουδιών που διασκεύασε ο Ντέιβιντ Μπόουι, θα ήταν όλα διαφορετικά, αφού μοιάζει αδύνατον (σχεδόν όσο το ότι υπάρχει σκηνή με τον Αντι Γουόρχολ που δεν βλέπουμε τον Αντι Γουόρχολ!) να «γνωρίσεις» και να ταυτιστείς με έναν μουσικό αν δεν μπορείς να ακούσεις τη μουσική του. Αν το «Stardust» μπορούσε να ξεκινήσει με το «Space Oddity», να δυναμώσει την ένταση όταν όλοι θεωρούν το «All the Madmen» ένα τυπικό, λίγο σκοτεινό, βρετανικό single και αν ακουγόταν live το «The Man Who Sold the World», όλη η βιογραφία του Ντέιβιντ Μπόουι θα είχε στηθεί με όρους glam αστερόσκονης, ανεξίτηλης νοσταλγίας και διαχρονικής rock 'n' roll επικάλυψης που θα μετέτρεπε σχεδόν αυτούσιο το σενάριο των Κρίστοφερ Μπελ και Γκάμπριελ Ρέιντζ σε ένα ταξίδι αυτογνωσίας της σημαντικότερης περσόνας που εφευρέθηκε ποτέ από τραγουδιστή ακριβώς στο σημείο όπου το ροκ το χρειαζόταν.
Τώρα, η διαδρομή από τον Ντέιβιντ Μπόουι στον Ziggy Stardust γίνεται με όρους ενός road movie που επαναλαμβάνεται διαρκώς πάνω στο μοτίβο του νεαρού μουσικού που βρίσκεται στην Αμερική και δεν ξέρει ακριβώς αν αυτό που τον ενδιαφέρει είναι να γίνει διάσημος, να πηδήξει την πρώτη κοπέλα που θα του την πέσει στο μπαρ μετά το gig ή να παίρνει ναρκωτικά μέχρι... θανάτου. Η παράλληλη ιστορία της οικογενειακής τραγωδίας του Μπόουι που αφορά τον αδερφό του Τέρι, ο οποίος μπήκε σε ψυχιατρική κλινική και του «σπόρου της τρέλας» που ο Μπόουι πίστεψε ότι δεν θα τον προσπεράσει ξετυλίγεται με όρους τηλεταινίας, ενώ οποιαδήποτε σκηνή-highlight πέφτει στο κενό μιας μετριότητας: από την καρικατούρα του Μαρκ Μπόλαν, μέχρι την αμηχανία των Velvets, τη Τζίνα Μαλόουν που δεν ξέρει ακριβώς τι παίζει στο ρόλο της Αντζι, μοναδική φωτεινή εξαίρεση ο κωμικός Μαρκ Μπάρον που στο ρόλο του Ρον Ομπερμαν, του Αμερικάνου ατζέντη του Μπόουι, μεταφέρει μοναδικά την αγωνία του αμερικανικού ονείρου, τη μελαγχολία μιας ολόκληρης εποχής, την πίστη του σε έναν μουσικό που χρόνια μετά θα γινόταν αυτός που ξέρουμε όλοι.
Ακόμη και σαν μια ταινία για έναν (όχι βασισμένο στην πραγματικότητα) νεαρό μουσικό που προσπαθεί να βρει την ταυτότητά του, το «Stardust» είναι άχρωμο, ελλιπές, θολό, μια ταινία που το νιώθεις ότι της λείπει κάτι που τελικά δεν είναι ούτε τα τραγούδια του Μπόουι, ούτε ένας πιο... οσκαρικός ερμηνευτής, ούτε η καλύτερη φωτογραφία, αλλά το βλέμμα και το αυτί στο σωστό σημείο όπου ένας άνθρωπος (;) ενσάρκωσε σε μια περσόνα στην αρχή της δεκαετίας του '70 όλα όσα σήμερα βρίσκονται ακόμη υπό διατύπωση (βλ. gender fluid, queer...), παραμένοντας ένας σπουδαίος μουσικός και, ανάμεσα σε πολλά, influencer πριν κάν κάποιος σκεφτεί την έννοια.
Γράφτηκε πως καλύτερα που δεν ζει για να μην δει το «Stardust» και ότι σίγουρα αυτή δεν είναι η βιογραφία που θα του άξιζε. Μια διαρκής νάρκη που θα στοιχειώνει, φοβόμαστε, και τις όποιες μελλοντικές απόπειρες για επίσημες ή ανεπίσημες βιογραφίες του. Αν υπάρξουν...