
«Με κάποιο τρόπο, ήταν σαν την χώρα στην οποία ζούσε. Ολα του έρχονταν εύκολα, αλλά τουλάχιστον το ήξερε. Μια φορά κάθε μήνα ανησυχούσε μήπως δεν ήταν τίποτα άλλο από μια απάτη…»
Δεν ήταν ο πιο εμβληματικός του ρόλος, ούτε αυτός που θα τον ξεχώριζε ανάμεσα στα μεγάλα ταλέντα της γενιάς του, δεν ήταν καν μια ταινία από αυτές που θα επέλεγε ο ίδιος για να υπογραμμίσει τόσο την πολιτική του πολεμική στάση εναντίον της Αμερικής ή τη σχεδόν σωτήριο για το ίδιο το αμερικάνικο σινεμά λατρεία του στις μικρές διαφορετικές ταινίες που μπορεί να σου αλλάξουν τη ζωή.
Ο ρόλος του όμως ως Χάμπελ Γκάρντινερ στα «Καλύτερα μας Χρόνια» του Σίντνεϊ Πόλακ ήταν με κάποιο τρόπο ο πιο χαρακτηριστικός της μεγάλης συναρπαστικής αντίφασης που υπήρξε πάντοτε ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ. Εκεί ως ένα απολιτίκ κολεγιόπαιδο που ονειρεύεται να γίνει συγγραφέας, πριν φτάσει στο Χόλιγουντ και δει το ταλέντο του να γίνεται βορά στις ορέξεις των παραγωγών, υπήρξε η εμβληματική φιγούρα του αμερικανικού ονείρου που καταρρέει κάτω από το βάρος των ίδιων των ψεύτικων υποσχέσεων που έχτισαν μια ολόκληρη βιομηχανία, μια ολόκληρη χώρα.
Σκηνή από το «Τα Καλύτερα μας Χρόνια», 1974
Η παραπάνω, πρώτη φράση, από το πρώτο βιβλίο του Χάμπελ Γκάρντινερ θα γινόταν ένα λαίτ μοτίφ στο πόσο έμοιαζε ο ψηλός, όμορφος νέος με την ξανθή φράντζα και το μειδίαμα στα χείλη με την ίδια την Αμερική. Και πόσο τελικά θα έμοιαζε με αυτή όχι μόνο όταν όλα του έρχονταν εύκολα, αλλά και όταν η ζωή θα τον έκανε να αναθεωρήσει τα ιδανικά του, να χάσει το κορίτσι που αγάπησε πραγματικά και να «πουληθεί» στον εύκολο δρόμο της ανώφελης, ανώδυνης, επιτυχίας.
Η παραπάνω, πρώτη φράση, από το πρώτο βιβλίο του Χάμπελ Γκάρντινερ θα μπορούσε να είναι το λάιτ μοτίφ και για τη ζωή του Ρόμπερτ Ρέντφορντ. Χωρίς όμως την ειρωνία που ακολουθεί στην θαυμάσια και τόσο αγαπημένη ταινία του Σίντνεϊ Πόλακ.
Απλά, κυριολεκτικά σχεδόν, με μια σημασία που ειδικά στη σημερινή εποχή αποκτά διαστάσεις επαναστατικής δήλωσης, ο Ρόμπερτ Ρέντφοντ ήταν η Αμερική. Το ξανθό πανέμορφο poster boy που μέσα του έκρυβε έναν από τους μεγαλύτερους ακτιβιστές της βιομηχανίας, ο mainstream σούπερ σταρ τόσων δεκαετιών που έφτιαξε το Φεστιβαλ του Σάντανς, το μεγαλύτερο φεστιβάλ ανεξάρτητου σινεμά στον κόσμο, ο bubble gum ηθοποιός που έπαιξε σε μερικές από τις ωραιότερες και πιο πολιτικά εμβληματικές ταινίες όλων των εποχών, ο ηθοποιός που έγινε ένας από τους καλύτερους σκηνοθέτες που γνώρισε ποτέ το σινεμά, ο Ρεπουμπλικάνος που άσκησε σκληρή κριτική στον Ντόναλντ Τραμπ, ο Δημοκρατικός που δεν χαρίστηκε στα μοιραία λάθη της σωστής πλευράς, ο «Τεξανός» που δεν αρνήθηκε ποτέ τις ιδέες του για το περιβάλλον, τα LGBTQ+ δικαίωματα και τις εποχές που τον κράτησαν πάντα «κυνικά αισιόδοξο» όπως αστειευόταν για το μέλλον αυτού του κόσμου.
Ο ίδιος, για παράδειγμα, μπορεί να διάλεγε τον «Υποψήφιο» του 1972, σε σκηνοθεσία του Μάικλ Βίτσι για τη σημασία του να αντιμετωπίζεις σοβαρά το εκλογικό σου δικαίωμα.
«Υπάρχουν ταινίες που έχω κάνει στο παρελθόν που πίστευα αφελώς πως θα άλλαζαν τα πράγματα. Δεν είμαι σίγουρος ότι αυτό συνέβη. Θυμάμαι όταν γυρίσαμε τον “Υποψήφιο”, η πρόθεση πίσω από την ταινία ήταν η ελπίδα - ήταν η χρονιά που θα ψήφιζαν για πρώτη φορά οι 18άρηδες - ότι θα επηρέαζε τον τρόπο με τον οποίο ο κόσμος αντιμετώπιζε το πολιτικό σύστημα, τουλάχιστον τον τρόπο που ψηφίζουμε. Κάνοντας μια μαύρη κωμωδία πάνω στο θέμα, η ελπίδα ήταν πως κάποιοι θα αφυπνιστούν και θα κάνουν κάτι γι’ αυτό. Η προσέλευση των 18άρηδων στις κάλπες εκείνη τη χρονιά ήταν πολύ, πολύ χαμηλή.»
Το ίδιο θα συνέβαινε και λίγο αργότερα με τις «Τρεις Μέρες του Κόνδορα», στις αρχές του πολύπαθου ’80 με το «Brubaker». Λίγο πριν με το αριστουργηματικό «Ολοι οι Άνθρωποι του Προέδρου» του Σίντνεϊ Λιούμετ του Αλαν Τζέι Πάκουλα για το σκάνδαλο Γουότεργκεϊτ που έριξε τον Ρίτσαρντ Νίξον που τοποθέτησε για πάντα τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ στην (σωστή) πλευρά του ανήσυχου σινεμά που δεν κλείνει τα μάτια στην κοινωνία σε μια εποχή, τα 70s, που ήταν επιβεβλημένο να διαλέξεις που θα σταθείς, σαν άνθρωπος και σαν σταρ του σινεμά.
Ολοι οι Ανθρωποι του Προέδρου
Με τον Σίντνεϊ Πόλακ στα γυρίσματα του «Οι Τρεις Μέρες του Κόνδορα»
«Το "Ολοι οι Άνθρωποι του Προέδρου” έγινε με την ελπίδα ότι θα βλέπαμε κατάματα πόσο κοντά φτάσαμε σε αυτή τη χώρα να χάσουμε το πρωταρχικό συνταγματικό δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου και ότι θα αντιλαμβανόμασταν τι πρέπει να γίνει για να μην συμβεί αυτό το λάθος ποτέ ξανά. Κι όμως βλέπουμε από το πώς τα πράγματα επαναλαμβάνονται, τόσο γρήγορα μέσα στο ιστορικό χρόνο, πως κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά τίποτα. Δεν ξέρω πραγματικά. Κι επίσης δεν είμαι εγώ αυτός που πρέπει να αποφασίσει. Αυτό που αποφάσισα λίγα χρόνια πριν είναι ότι το μόνο πράγμα που μπορώ πραγματικά να κάνω είναι να πάρω ένα θέμα που βρίσκω ενδιαφέρον, να ελπίσω ότι θα υπάρχει μια ιστορία που το αφορά, να συγκεντρωθώ σε αυτό και να το δραματοποιήσω μέχρι του σημείου όπου θα μπορούσε να προκαλέσει μια συζήτηση, ανάμεσα σε ανθρώπους πιο ικανούς από μένα.»
Και κάπως έτσι γεννήθηκε ο πραγματικός Ρόμπερτ Ρέντφορντ - φωτεινή εξαίρεση (και λόγω του αιωνίως χρυσαφένιου των μαλλιών του) μέσα στα σκοτεινά 80s, αφήνοντας πίσω του περίπου 20 χρόνια που όρισαν το ξεκινημά του, υπέροχες ταινίες όπως το «Οι Δυο Ληστές», το «Κεντρί» - η μόνη του υποψηφιότητα για Oσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου - το «Ξυπόλυτοι στο Πάρκο», τον «Ηλεκτρικό Καβαλάρη», τον «Τζερεμάια Τζένσον».
Για όλη τη δεκαετία του ’70, ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ ήταν ο πιο ακριβοπληρωμένος, ο πιο εμπορικός, ο πιο όμορφος, ο πιο μεγάλος σταρ του Χόλιγουντ. Και όλα του έρχονταν εύκολα…
Στη Γιούτα, το 1969 (φωτό: John Dominis The LIFE Picture Collection/Shutterstock)
Με τον Τζίμι Κάρτερ το 1976, μιλώντας για οικολογία
Δεν θα μάθουμε ποτέ αν μια φορά το μήνα ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ αναρωτιόταν αν δεν ήταν τίποτε άλλο από μια μεγάλη απάτη, αλλά με το γύρισμα της δεκαετίας, η Αμερική θα έμπαινε στο πρώτο μεγάλο κακό τριπ ανατροπής του πάντα ξέγνοιαστου αμερικανικού ονείρου και ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ θα κατάφερνε αυτό που λίγοι πέτυχαν στην ιστορία του σινεμά. Διατήρησε το στάτους του μεγάλου σταρ, συνέχισε να παίζει σε ταινίες τεράστιες επιτυχίες, δεν πρόδωσε τους αγαπημένους του σκηνοθέτες (ανάμεσα τους φυσικά ο Σίντνεϊ Πόλακ), χάρισε σε ταινίες υψηλές θέσεις στο box office και Οσκαρ («Πέρα από την Αφρική»), αλλά για τον ξανθό Καλιφορνέζο με το ράντσο στη Γιούτα, το σινεμά βρισκόταν ήδη αλλού.
Είμαι κατά των ιδεολογιών. H δουλειά μας είναι υπερβαίνουμε την πολιτική», έλεγε πάντοτε, σίγουρος πως αυτό που του έλειπε από το σινεμά - και την δημόσια συζήτηση - ήταν το focus στις γκρίζες γραμμές. «Αν θέλεις να ρίξεις μια ματιά στην Αμερική, είναι αρκετά κόκκινη, λευκή και μπλε όσον αφορά τον τρόπο που κινούνται τα πράγματα, αλλά υπάρχει μια γκρίζα ζώνη εκεί, και πάντα με ενδιέφερε πού τα πράγματα είναι περίπλοκα.»
Στα γυρίσματα της πρώτης του ταινίας «Συνηθισμένοι Ανθρωποι»
Στην απονομή των Οσκαρ το 1981
Και αυτός που ήταν σαν την χώρα στην οποία ζούσε, έκανε μια - την πιο μελαγχολική, την πιο σκληρή, την πιο υποδόρια έτοιμη να εκραγεί ήσυχη - ταινία για την χώρα στην οποία ζούσε. Όχι σαν ηθοποιός, αλλά σαν σκηνοθέτης, ρισκάροντας όλη τη συζήτηση γύρω από τον ξανθό σταρ που τώρα πλασάρεται ως δημιουργός. Η ταινία του, στην οποία δεν θα πρωταγωνιστούσε και αυτό είναι ένα μεγάλο δείγμα για τον τρόπο που ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ διαχειριζόταν την εικόνα του - θα κέρδιζε το Οσκαρ Καλύτερης Ταινίας εκείνη τη χρόνια, ο ίδιος θα κέρδιζε το Οσκαρ Σκηνοθεσίας και το «Συνηθισμένοι Ανθρωποι», αυτή η μικρή ταινία για μια οικογένεια που πρέπει να διαχειριστεί το θάνατο ενός από τα παιδιά της θα γινόταν η «οικογενειακή φωτογραφία» του τέλους του αμερικανικού ονείρου, μια ματιά τόσο κατά μέτωπο στο αμερικανικό τραύμα που ακόμη και οι πιο καλοπροαίρετοι δεν θα πίστωναν ποτέ στον Ρόμπερτ Ρέντφορντ.
Λίγο πριν, λίγο μετά από τα γυρίσματα και το θρίαμβο των «Συνηθισμένων Ανθρώπων», ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ είχε όμως δηλώσει ευθαρσώς τη γνώμη του για το σινεμά που είχε ανάγκη η Αμερική - και ο κόσμος. Σε ένα ράντσο που είχε αγοράσει με το μισθό του από τους «Δυο Ληστές» και θα ονόμαζε για χάρη της ταινίας του Τζορτζ Ρόι Χιλ «Sundance» θα έστηνε το Φεστιβάλ που άλλαξε για πάντα την εικόνα της ανεξάρτητης παραγωγής παγκοσμίως, πιστώνοντας στον ιδρυτή του - οριστικά, αμετάκλητα και διαχρονικά - τη μεγαλύτερη επαναστατική ιδέα που είχε ποτέ άνθρωπος της βιομηχανίας για να δημιουργήσει χώρο για νέες φωνές, νέες ιδέες (φεύ όχι ιδεολογίες), νέους τρόπους να αφηγούμαστε ιστορίες που αφορούν όλους.
Το 1992 με τον - άτυπο διαδοχό του - Μπραντ Πιτ στο «Ποτάμι Κυλάει Αναμεσά μας»
To 1994 στο Φεστιβάλ του Sundance
Το Φεστιβάλ του Sundance θα γινόταν το φυτώριο του αμερικανικού σινεμά που βλέπουμε ακόμη και σήμερα, θα άλλαζε μορφές μέσα στις δεκαετίες, χάνοντας από πολλαπλές πλευρές την «ανεξαρτησία» του, αλλά θα διατηρούσε πάντα το σύνθημα του Ρόμπερτ Ρέντφορντ για τις νέες φωνές που δεν θα έβρισκαν πουθενά άλλου «μικρόφωνο». Με φόντο το χιονισμένο τοπίο του Salt Lake, η εικόνα του Ρέντφορντ μέσα στα χρόνια να περιφέρεται ως μοναχικός καουμπόη στους χώρους του Φεστιβάλ, διακριτικά αλλά και με μια αίσθηση συνειδητοποίησης πως «όσα ήταν να αλλάξουν, αλλάζουν». Για τα υπόλοιπα, θα έχουμε πάντα το σινεμά…
Στο Φεστιβάλ του Sundance
Με τον Τζ. Σι. Τσάντορ στα γύρισματα του «All is Lost»
Flash forward στο 2013, όταν ο Τζ. Σι. Τσάντορ, ο μοναδικός μέσα σε όλες τις δεκαετίες σκηνοθέτης που ανδρώθηκε στο Φεστιβάλ του Sundance που πρότεινε πρωταγωνιστικό ρόλο στον «ιδρυτή» του, δίνει στον Ρόμπερτ Ρέντφορντ μια ευκαιρία ζωής: να πρωταγωνιστήσει μόνος του, χωρίς τον παραμικρό διάλογο στο «All is Lost», σε μια ταινία επιβίωσης, σε αυτό που θα ήταν ο τελευταίος του μεγάλος ρόλος και η μεγάλη χαμένη ευκαιρία της βιομηχανίας να του δώσει ένα - όχι τιμητικό - Οσκαρ ερμηνείας. Τότε στα 77 του χρόνια, ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ είχε μόλις στηρίξει την προεκλογική καμπάνια του Μπαράκ Ομπάμα και λίγα χρόνια μετά θα έμπαινε ως quote στο οπισθόφυλλο του «Crippled America» του Ντόναλντ Τραμπ. Διατηρώντας αλώβητη την διάφανη πολιτική του στάση να βρίσκεται ανάμεσα σε ιδεολογίες, ανάμεσα σε πολιτικά παιχνίδια, με το βλέμμα του στραμμένο αποκλειστικά στην ουσία της κοινωνικής συνύπαρξης, της οικολογικής ενσυναίσθησης, της υπέροχης παλέτας που βρίσκεται στη γκρίζα γραμμή των πραγμάτων και κάνει τον κόσμο να πάει λίγο παραπέρα…
Με τον Ρέιφ Φάινς στα γυρίσματα του «Quiz Show»
Flash back στο 1994. Είναι η χρονιά που ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ σκηνοθετεί μια από τις ωραιότερες ταινίες του, το «Quiz Show», για το πραγματικό σκάνδαλο που αποκαλύφθηκε πίσω από τα παραασκήνια του τηλεπαιχνιδιού «Twenty-One» στην Αμερική των 50s.
«Αν ένας χαρακτήρας μπλέκεται σε μια σύγκρουση που καταλήγει να είναι μια ανθρώπινη σύγκρουση, που έχει να κάνει με δυνάμεις που μπορεί να υπερβούν τα δικαιώματά του - το δικαίωμά τους να είναι άτομο, οποιαδήποτε σύγκρουση ανάμεσα στον καπιταλισμό και την ηθική, όπως σίγουρα συμβαίνει στο Quiz Show (1994), που αφορά έναν αιώνιο αγώνα — η ηθική συνήθως χάνει. Και αυτά τα συστήματα — οποιοδήποτε σύστημα έχει τη δύναμη να υπερβεί είτε τα δικαιώματά μας είτε εμάς ως άτομα με ενδιαφέρει δραματικά.»
Περισσότερο ίσως και από τις πιο γνωστές ταινίες που σκηνοθέτησε ή έπαιξε, αλλά και από οποιαδήποτε δημόσια δήλωση ή στάση του μέσα στις δεκαετίες, η σκηνοθετική βιρτουοζιτέ στο «Quiz Show» - που το νιώθεις ότι είναι σαν να προσπαθεί να ανακαλύψει την αλήθεια χωρίς να προδώσει ποτέ την ανθρώπινη ανάγκη να επιβληθεί - μοιάζει να πηγάζει από αυτήν την πηγαία του αίσθηση πως το βλέμμα ενός καλλιτέχνη οφείλει να είναι στραμμένο σε αυτό που δεν μπορείς να δει με γυμνό μάτι: όχι με σκοπό να αποκαλύψεις αλλά να φωτίσεις μια άλλη αλήθεια.
Με τη Μπάρμπρα Στρέιζαντ στα γυρίσματα του «Καλύτερα μας Χρόνια», 1974
Λίγο flash back ακόμη στο 1974 για να επιστρέψουμε στην αρχή. Στα «Καλύτερα Μας Χρόνια», όταν ο Χάμπελ Γκάρντινερ θα χωρίσει (μια από τις πολλές φορές και μια στο τέλος οριστικά) με την Κέιτι Μορόφσκι, μια βαθιά πολιτικοποιημένη γυναίκα που βάζει την ιδεολογία πάνω ακόμη και από τον ίδιο τον (μεγάλο) έρωτα τους. Τι ειρωνία, όταν, εκτός από την ίδια τη θρυλική Μπάρμπρα Στρέιζαντ, ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ υπήρξε το αντίθετο από αυτό που υποδύθηκε τόσο σπουδαία στην ταινία.
Σε ένα σημείο της ταινίας, έχοντας φτάσει στο όριο του με την πολιτικοποιημένη ύπαρξη της Κέιτι, θα της απευθύνει το κλασικό: «Ο,τι συμβαίνει στον κόσμο δεν συμβαίνει σε σένα προσωπικά».
Το 2015, σε φωτογράφηση για το περιοδικό της Wall Street Journal
Από τη γέννηση του στην Καλιφόρνια μέχρι το θάνατο του - στον ύπνο του - στη Γιούτα σε ηλικία 89 ετών, ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ έζησε προσωπικά οτιδήποτε συνέβη στην Αμερική και τον κόσμο όλα τα χρόνια που προσπαθούσε να πείσει άλλους ότι δεν είναι απλά ένας ξανθός (σ.σ. ο πιο) όμορφος ηθοποιός και άλλους ότι δεν έχει σημασία να είσαι ρεπουμπλικάνος ή δημοκρατικός αν αυτό που πιστεύεις βρίσκεται πάνω από μικροπολιτικές, όπως ακριβώς δεν έχει σημασία αν παίζεις στους «Avengers» ή στον «Υπέροχο Γκάτσμπι» αν είσαι το ίδιο επαγγελματίας και στις πιο ριψοκίνδυνες ταινίες που θα συνεχίσεις - μάταια - να πιστεύεις ότι μπορεί να αλλάξουν τον κόσμο.
Σε ένα κόσμο εκεί έξω, που όση ώρα γράφονται αυτές οι γραμμές, υπάρχουν νέοι που δεν ξέρουν ποιος είναι ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ, γίνεται τόσο έντονη αυτή η απώλεια. Οι ιστορίες για το πόσο αθόρυβος υπήρξε στα κινηματογραφικά σετ, σαν να μην ήταν καν ένας από τους μεγαλύτερους σταρ όλων των εποχών, παραμένουν η μεγαλύτερη - κι όμως βαθιά πολιτική - παρακαταθήκη του.
Πραγματικά, ποτέ άλλοτε δεν θα λείψει στο σινεμά τόσο πολύ ένας τόσο όμορφος άνθρωπος.
Σε διάλειμμα από τα γυρίσματα του «Οι Τρεις Μέρες του Κόνδορα»