«Για μένα, το σινεμά έχει να κάνει με τις προσωπικότητες, τους ανθρώπους που είναι ίδιοι σε κάθε ταινία, σαν τον Κλιντ Ιστγουντ και τον Τζον Γουέιν, αυτό το είδος του σταρ του σινεμά που δεν είναι πολύ της μόδας σήμερα. Δεν με ενδιαφέρει τι κάνει η κάμερα, αρκεί να αξίζουν οι άνθρωποι που δείχνει,»
Βρίσκομαστε το 1968. Η Βαλερί Σολάνας έχει αποπειραθεί - ευτυυχώς όχι με επιτυχία - να δολοφονήσει τον Αντι Γουόρχολ και ο Πολ Μόρισεϊ, που έχει γνωρίσει τον μεντορά του αλλά και τον Τζο Νταλεσάντρο λίγο πριν δίνοντας του τον πρώτο του ρόλο στο «Loves of Ondine», με προυπηρεσία στο Factory και παραγωγές μικρού και μεγάλου μήκους, ετοιμάζει κρυφά την πρώτη του μεγάλου μήκους δική του ταινία που θα άλλαζε τα στάνταρτ του underground cinema, όπως το γνωρίζουμε σήμερα.
Το «Flesh» θα κοστίσει 4.000 δολάρια, σε παραγωγή του Αντι Γουόρχολ, θα γίνει τεράστια - αναλογικά με το κόστος του - επιτυχία στην Δυτική Γερμανία και ουσιαστικά θα μεταφέρει στο σινεμά αυτούσια τη ζωή ενός hustler, χωρίς κανένα ενοχικό σύνδρομο αλλά με την ποπ σιγουριά μιας εικονογράφησης που θα χωρούσε έκτοτε στο ντεμπούτο των The Smiths και ενδιάμεσα στις φαντασιώσεις μιας ολόκληρης γενιάς που ήθελε το σινεμά της ακατέργαστο, σούπερ σέξι και όμως με εκείνη την ηδυπάθεια που έδινε νόημα σε στίχους ο Λου Ριντ τραγουδώντας το «Walk on the Wild Side».
Ενας ολόκληρος κόσμος φτιαγμένος από rock 'n' roll, Velvet Underground, μικρούς Τζο και αμέτρητα πεντάλεπτα διασημότητας, έμπνευση και επίδραση ταυτόχρονα στα θρυλικά χρόνια του Factory και των Superstars που θα ζούσαν για λίγο ακόμη μέχρι τα ζοφερά τέλη των 70s γράψουν τη δική τους - πιο σκοτεινή αν και πάντα glam - ιστορία.
Γεννημένος στο Μανχάταν το 1938, ο Πολ Μόρισεϊ, γιος Ιρλανδών καθολικών που υπήρξαν μάλλον όσο καταπιεστικοί όφειλε η καταγωγή τους, πήγε και σε καθολικό σχολείο και στο στρατό, πριν ανοίξει μια μικρή ταινιοθήκη στο σημείο που η 36η συναντούσε την 4η οδό με πρόγραμμα underground ταινιών, ντοκιμαντέρ και πρώιμου Μπράιαν Ντε Πάλμα. Ταυτόχρονα, θα ξεκινούσε και τη μεγάλη περιπέτεια του στο σινεμά με αυτοσχέδια μικρού μήκους 16άρια, μέχρι που συνάντησε μέσω του ποιητή Ζεράρ Μαλάνγκα τον Αντι Γουόρχολ, ο οποίος τον κάλεσε στο Factory για να τον βοηθήσει με τα κινηματογραφικά του... ατοπήματα. Μαζί θα υπέγραφαν εμβληματικά κομμάτια της κληρονομιάς του Αντι Γουόρχολ όπως το «The Velvet Underground and Nico: A Symphony of Sound (1966), το «More Milk, Yvette» (1966), το «Chelsea Girls» (1966) και το «Lonesome Cowboys» (1968).
Με τον Αντι Γουόρχολ το 1968
O Πολ Μόρισεϊ με τον Αντι Γουόρχολ, την Τζάνις Τζόπλιν και τον Τιμ Μπάκλεϊ στη Νέα Υόρκη το 1968
Με τον Αντι Γουόρχολ, τη Νίκο και τον Ζεράρ Μαλάνγκα στα χρόνια του Factory
Tην κοσμογονική επέλαση της «Σάρκας» θα ακολουθούσαν ακόμη δύο ταινίες, η «Κάψα» και τα «Σκουπίδια», σε μια τριλογία που όμοιά της δεν γνώρισε ποτέ το παγκόσμιο σινεμά.
Οχι σε επίπεδο εμπορικής επιτυχίας, ούτε καν σε επίπεδο αρτιότητας, αλλά σε αυτό το σημαντικότερο μιας τόλμης που ήθελε το σινεμά να σηκώνει το τρίτο δάχτυλο σε κάθε σύμβαση, συντήρηση και συνθήκη, επιτρέποντας μια ελευθερία που κατάφερνε να υπερβεί τα όρια της τέχνης, σχεδόν και τα ίδια αυτά τα τολμηρά του underground προκειμένου να αναδειχθεί σε μια πραγματικά πολιτική κίνηση, επαναστατική όσο ένα μωρό που κάποιος θέλει να το πετάξει από το παράθυρο ή όσο οι γυμνοί κοιλιακοί του Τζο Νταλεσάντρο να γίνονται εμβληματικά σύμβολα μια νέας αμερικανικής πατριδογνωσίας.
Αν κατάφερε κάτι ο Πολ Μόρισεϊ, στην προσπαθειά του να τιμήσει τον μέντορά του, αλλά κυρίως τις «προσωπικότητες» των πραγματικών αντι-ηρώων που στάθηκαν χωρίς ρούχα μπροστά στη καμερά του, ήταν αυτό το μείγμα μελαγχολίας και αποθέωσης, η ταυτόχρονη λατρεία και ο οίκτος μιας ολόκληρης γενιάς, τελικά μια κίνηση ουμανισμού μέσα στον κυνισμό όπως τον αντιλήφθηκαν τα στερεότυπα της εποχής, χαρακτηρίζοντας τις ταινίες του πορνογραφικές ή, πιο ήπια λες, βγαλμένες από την υποκουλτούρα του μοντερνισμού.
Flesh
Trash
Ειρωνικά, οι δύο ταινίες για τις οποίες ο Πολ Μόρισεϊ θα γινόταν περισσότερο γνωστός - και διάσημος διαχρονικά, ήταν αυτές που γύρισε εκτός του Factory, στη Ρώμη, ορίζοντας και για τον ίδιο τις απαρχές των αμείλικτων, αιματηρών 70s. Ηταν τα εμπορικά αποτυχημένα «Flesh for Frankenstein» του 1973 και το «Blood for Dracula» του 1974, με τον Τζο Νταλεσάντρο αντικείμενο του πόθου ξανά και για τελευταία φορά τον Αντι Γουόρχολ παραγωγό. Θα ακολουθούσε και το υπερ-φιλόδοξο «The Hound of the Baskervilles», σχεδόν ως εμπορική ταφόπλακα σε αυτό που θα σηματοδοτούσε την οριστική πτώση του άστρου του Πολ Μόρισεϊ.
Flesh for Frankenstein
Ο Πολ Μόρισεϊ θα συνέχιζε να γυρίζει ταινίες με την τελευταία του να καλοσωρίζει τα 2010s. Ήταν το «News from Nowhere», μια επανατοποθέτηση των περιθωριακών ηρώων του σε μια Αμερική και ένα σινεμά που έμοιαζε πια να μην τους χωράει.
Φωτογράφηση για τη Vogue, 1970
Οπως ιδανικά έχει παρατηρήσει ο Τζορτζ Κιούκορ, σε ένα απόσπασμα που κρατάει περήφανα τη θέση του στη Wikipedia - που ο Πολ Μόρισεϊ θα λάτρευε ως μέρος της ποπ φαντασμαγορίας του εφήμερου που αποθέωσε όσο λίγοι:
«Ο Πολ Μόρισεϊ φτιάχνει ένα υπέροχο είδος κόσμου και ένα θαυμάσιο είδος αταξίας, δεν κρατά τίποτα πίσω και απλώς το βλέπει να συμβαίνει. Η "προσωπική έκφραση" είναι μια πολύ κακοποιημένη έκφραση, αλλά αυτές οι ταινίες είναι πραγματική έκφραση... Κανείς δεν έχει κάνει κάτι παρόμοιο. Η επιλογή των ανθρώπων, το casting, είναι απολύτως σπουδαίο και αναιδή. Η ζωή που βλέπουν, το περιθώριο που αντικρίζουν ή ο κόσμος που βλέπουν είναι τόσο αστείος και αγωνιώδης, και το βλέπουν τόσο ζωντανά, με τόσο πρωτότυπο χιούμορ.»
Ο Πολ Μόρισεϊ πέθανε σε ηλικία 86 ετών. Σε ένα νοσοκομείο στο Μανχάταν. Ας ξεκινήσει τώρα η διαδικασία της επανεκτίμησής του ως έναν από τους σπουδαιότερους του μοντέρνου σινεμά.