Φεστιβάλ / Βραβεία

Οι αδερφοί Ταβιάνι στην πρώτη μεγάλη ταινία της Berlinale!

στα 10

Στην όγδοη δεκατία της ζωής τους, οι αδερφοί Πάολο και Βιτόριο Ταβιάνι παραδίδουν ένα μικρό αριστούργημα, την πρώτη μεγάλη ταινία της φετινής Berlinale, αποδεικνύοντας πως αντίθετα με τον «Καίσαρα», οι μεγάλοι σκηνοθέτες δεν πεθαίνουν ποτέ!

Οι αδερφοί Ταβιάνι στην πρώτη μεγάλη ταινία της Berlinale!

Η συμμετοχή των αδερφών Ταβιάνι στο Διαγωνιστικό Τμήμα του 62ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου με το «Ο Καίσαρας Πρέπει να Πεθάνει» αντιμετωπίστηκε αρχικά ως αναπόφευκτη. Σαν ένας φόρος τιμής στους βετεράνους Ιταλούς σκηνοθέτες που μεσουράνησαν τη δεκαετία του '70 και του '80 ποτίζοντας τις νεορεαλιστικές τους ρίζες με έναν πρωτόγνωρο μαγικό ρεαλισμό, κερδίζοντας το Χρυσό Φοίνικα για το αριστουργηματικό «Padre Padrone» το 1977 ανάμεσα σε πολλές συμμετοχές και βραβεύσεις σε διεθνή Φεστιβάλ για τα «Αλοζανφάν», «Χάος» και «Η Νύχτα του Σαν Λορέντζο».

Δεκάεξι χρόνια μετά τις «Εκλεκτικές Συγγένειες», την τελευταία τους ταινία που θύμιζε ελαφρά κάτι από το «μυθικό» παρελθόν τους, οι Ταβιάνι (αν και δεν έχουν σταματήσει να σκηνοθετούν για το σινεμά και την τηλεόραση - η τελευταία τους ταινία χρονολογείται από το 2007 με τίτλο «La Μasseria Delle Allodole» για τη γενοκτονία των Αρμενιών) βρίσκονται πλέον στην όγδοη δεκαετία της ζωής τους - ο Πάολο είναι 81 ετών και ο Βιτόριο 83.

Και, αντίθετα με τις προβλέψεις και τη σαρκαστικότητα με την οποία αντιμετωπίζονται οι υπέργηροι δημιουργοί της Γηραιάς Ηπείρου, οι Ταβιάνι βρίσκονται στο Διαγωνιστικό Τμήμα της φετινής Berlinale όχι για το παρελθόν τους, αλλά για το μεγαλειώδες παρόν τους.

Το «Ο Καίσαρας Πρέπει να Πεθάνει» ξεκίνησε τυχαία, όπως υποστηρίζουν οι ίδιοι οι αδεφοί Παόλο και Βιτόριο, όταν επισκέφθηκαν τη φυλακή Ρεμπίμπια, στα προάστια της Ρώμης και συνάντησαν κρατούμενους που συμμετείχαν σε μια εκδήλωση ποίησης με επίκεντρο αποσπάσματα της «Κόλασης» του Δάντη.

«Ανακαλύψαμε ότι οι περισσότεροι απ' αυτούς ήταν φυλακισμένοι της πτέρυγας Υψίστης Ασφαλείας, που βρίσκονταν εκεί κυρίως για τη σχέση τους με τη μαφία και την Καμόρα, οι περισσότεροι ισόβια. Το ενστικτώδες «παίξιμο» τους ήταν κυριευμένο από μια δραματική ανάγκη να πουν την αλήθεια. Οταν φύγαμε από τις φυλακές συνειδητοποιήσαμε ότι θέλαμε να μάθουμε περισσότερα γι' αυτούς και τις ιστορίες που τους οδήγησαν στη φυλακή. Ξαναπήγαμε και τους ρωτήσαμε αν ήθελαν να συμμετάσχουν σε μια κινηματογραφική διασκευή του «Ιουλίου Καίσαρα» του Γουίλιαμ Σαίξπηρ. Η απάντηση των κρατουμένων και του υπεύθυνου της καλλιτεχνικής τους αναμόρφωσης ήταν άμεση: "Ας ξεκινήσουμε αμέσως".»

Ο,τι βλέπουμε στα 76 λεπτά του «Ο Καίσαρας Πρέπει να Πεθάνει» είναι αυτή η παράσταση, η προετοιμασία της, οι οντισιόν για τους πρωταγωνιστικούς ρόλους, η εισβολή του σαιξπηρικού έργου μέσα στα κελιά της φυλακής και πιο βαθιά στη ψυχοσύνθεση των πρωταγωνιστών του, ο ρόλος της Τέχνης όχι σαν μέσο αναμόρφωσης αλλά ως η πιο ασφαλής οδός προς την...ελευθερία.

Δεν είναι μόνο ότι οι Ταβιάνι σκηνοθετούν σαν να μην είναι παρόντες εκμεταλλευόμενοι στο έπακρο τις δυνατότητες των περιφραγμένων προβών των κρατούμενων, χτίζοντας στην πραγματικότητα μια θεατρική σκηνή που πάλλεται κινηματογραφικά από την καθημερινότητα της ζωής στις φυλακές

Είναι περισσότερο η μελέτη τους πάνω στα πρόσωπα των πρωταγωνιστών τους που δεν χρειάζεται να εξομολογηθούν τις λεπτομέρειες που τους οδήγησαν στη φυλακή, αφού σε κάθε τους έκφραση και κίνηση αντιλαμβάνεσαι σαν «ανοιχτό βιβλίο» όλα όσα σκέφτονται, κουβαλούν και νιώθουν για την κατάσταση τους.

Μα πάνω απ' όλα είναι ο ίδιος ο «Ιούλιος Καίσαρας», ένα έργο τόσο αυθεντικά σύγχρονο που μοιάζει να γράφτηκε για να εκφράσει με χειρουργική ακρίβεια τις μικρές ιστορίες εξουσίας και προδοσίας που βρίσκονται στην καρδιά αυτού του ανορθόδοξου θιάσου.

Μέσα από τις κλασικές σκηνές του έργου του Σαίξπηρ (και ελάχιστες παρεμβολές από καθημερινούς διαλόγους), οι Ταβιάνι μεταφέρουν το μύθο της ανόδου και της πτώσης μιας αυτοκρατορίας στο πλαίσιο ενός δοκιμίου για τη σημασία της Τέχνης και της ελευθερίας, ολοκληρώνοντας στην πραγματικότητα μια μικρή καθημερινή τραγωδία που διασχίζει την ύβρη και φτάνει στην κάθαρση με τον πιο κινηματογραφικό και γι'αυτό βαθιά ανθρώπινο τρόπο.

Οταν στο τέλος η παράσταση έχει τελειώσει και κάθε ένας από τους πρωταγωνιστές πρέπει να επιστρέψει στους τέσσερις τοίχους του κελιού του η διαπίστωση πως «Τώρα που γνώρισα το μεγαλείο της Τέχνης, αυτό το κελί μοιάζει με φυλακή» δεν μπορεί παρά να σε κάνει να ανατριχιάσεις.

Και μαζί να χειροκροτήσεις μέσα από την καρδιά σου δύο σκηνοθέτες που δημιουργούν όχι από την αγωνία να νικήσουν τον χρόνο, αλλά από την ανάγκη να τον επιμηκύνουν...

Διαβάστε περισσότερα για το Διαγωνιστικό Πρόγραμμα της 62ης Berlinale