Φέτος το Διεθνές Φεστιβάλ του Ρότερνταμ έκλεισε αισίως τα 49 και έναν χρόνο μόλις πριν το ιωβηλαίο του μπορεί να καυχιέται ότι έχει κατορθώσει να γίνει ένας από τους πιο ενδιαφέροντες, ανήσυχους και πραγματικά διεθνείς θεσμούς του κινηματογράφου επί ευρωπαϊκού εδάφους. Το δε γεγονός ότι το ίδιο το Ρότερνταμ είναι μια πολύχρωμη Lego-land, ο ορισμός της δυτικής πολυπολιτισμικής μητρόπολης αποτελεί καθοριστικό παράγοντα για την ατμόσφαιρα του IFFR. Για τους κατοίκους της πόλης είναι ένα πολυαναμένομενο ραντεβού, που κάνει τον ολλανδικό χειμώνα πιο υποφερτό – ενδεικτική η περίπτωση ντόπιου φαν που μας εξομολογήθηκε περιχαρής ότι αφιέρωσε τις 10 ημέρες από την ετήσια άδειά του για να δει 53 ταινίες. Για τους συμμετέχοντες κινηματογραφιστές, δημιουργούς και παραγωγούς, είναι μια πρώτης τάξεως πλατφόρμα για να δοκιμαστούν σ’ ένα πολύ ανοιχτόμυαλο, αλλά και απαιτητικό κοινό, από επαγγελματίες και μη επαγγελματίες θεατές.
Aπό τις 22 Ιανουαρίου έως και τις 2 Φεβρουαρίου, το πρόγραμμα του IFFR προσέφερε μεγάλες συγκινήσεις, με αποτέλεσμα να μην ξέρει κανείς πού να πρωτοβρεθεί, από τις προβολές στις τεχνικά άρτιες αίθουσες του παλιού και του νέου Luxor, του Kino, του Lantaren Venster και του Pathé, και του μνημειακού Cinerama, έως τις συναρπαστικές ομιλίες των καλεσμένων δημιουργών και τις πολυμεσικές και μουσικές εκδηλώσεις σε όλους τους αξιόλογους καλλιτεχνικούς θεσμούς της πόλης.
Το IFFR φέτος, περισσότερο από ποτέ, υπήρξε πολιτικό, με τον τρόπο που μόνο το κινηματογραφικό μέσο μπορεί να πετύχει – όχι απλώς με τη θεματολογία των ταινιών και τις χώρες που εκπροσωπήθηκαν, αλλά και με τα προφίλ των δημιουργών και των συντελεστών, και τα θέματα των παράλληλων εκδηλώσεων.
Σε διαφορετικά πλαίσια ακούστηκε πάρα πολύ η επιτακτική ανάγκη του «συλλογικού»: Ο απερχόμενος διευθυντής του IFFR Μπέρο Μπέγιερ έκανε από το καλωσόρισμά του κιόλας λόγο για τη συλλογική ευθύνη που επιβάλλει πλέον η κινηματογραφική δημιουργία. Σκαρώθηκε ένα masterclass σχετικά με τη συλλογική συγγραφή σεναρίου με αφορμή το συγκλονιστικό «Rocks» της Σάρα Γκαβρόν, όπου, με αφορμή τη συν-δημιουργία του σεναρίου με τους μη επαγγελματίες ηθοποιούς, δόθηκε έμφαση στη συλλογικότητα ως τη μόνη διαδικασία για όποιον θέλει να αφηγηθεί ιστορίες για μια κοινότητα, είτε ανήκει σ’ αυτήν είτε όχι.
Σκηνή από το «The End Will Be Spectacular»
Συλλογική και η απόπειρα της ομάδας Rojava Film Commune που δημιούργησε το «The End Will Be Spectacular», το οποίο αν και έφτασε στο φεστιβάλ ως ταινία μυθοπλασίας, ο στόχος του ήταν ακτιβιστικός: η παρουσίαση στο ευρύ κοινό της τουρκικής πολιορκίας του Συρ στη Βόρεια Συρία το 2015, από την πλευρά των κούρδων ανταρτών, με ορισμένους από τους επιζήσαντες να υποδύονται τους εαυτούς τους.
Η κινηματογράφηση ως μέσο αυτό-οργάνωσης ισχύει και στην περίπτωση της Karrabing Film Collective, μιας ομάδας ιθαγενών Αυστραλών που με δημιουργούν ταινιάκια μέσω iphone, με στόχο την ανάδειξη των σύγχρονων κοινωνικών ανισοτήτων και της σκιάς της αποικιοκρατικής εξουσίας που βαραίνει τη ζωή των ανθρώπων αυτών.
Τρεις συλλογικότητες από την Αφρική, η Nest Collective από την Κένυα, η Negrume από το Πράσινο Ακρωτήρι και η Geração 80 από την Ανγκόλα είχαν κι αυτές μια θέση με αναθέσεις που τους έγιναν από το φεστιβάλ έναν χρόνο πριν. Το αποτέλεσμα ήταν μια ταινία μικρού μήκους, ένα ντοκιμαντέρ και μία ταινία μεγάλου μήκους, αντιστοίχως. Όλα τους με εξαιρετικό ενδιαφέρον και επενδυμένα με τη σημασία της εκπροσώπησης της υποσαχάριας Αφρικής σε ευρωπαϊκό κινηματογραφικό φεστιβάλ τέτοιας κλίμακας.
Σκηνή από το «A Perfectly Normal Family»
Η Λίντια Λαντς σε σκηνή από το «The War is Never Over»
Μια επιπλέον σημείωση ως προς τον πολιτικό χαρακτήρα της φετινής διοργάνωσης: είναι αξιοσημείωτος ο τρόπος με τον οποίο αρθρώθηκε αντιπατριαρχικός λόγος με διάφορα μέσα. Από τη μια, είχαμε την προβολή και βράβευση με το Big Screen Tour του «A Perfect Normal Family» της Δανέζας Μαλού Ρέιμαν, μιας ταινίας με αυτοβιογραφικά στοιχεία που περιγράφει τη σχέση ενός διεμφυλικού πατέρα με την κόρη του. Από την άλλη, είχαμε ομιλίες όπως εκείνη με θέμα Sacred Beings: On Gendering, με βασικό ομιλητή τον Αναραά Νιαμντόρζ, queer ακτιβιστή από τη Μογγολία, καθώς και εκείνη με θέμα Sex & Power in Visual Language, όπου ακούστηκαν πολλά σημαντικά για το πώς διεθνώς αναγνωρισμένοι σκηνοθέτες έχουν συμβάλει με τον τρόπο τους σε μια κουλτούρα σεξουαλικού εκφοβισμού.
Την παράσταση, ωστόσο, έκλεψε η Λίντια Λαντς, η οποία βρέθηκε στο Ρότερνταμ για την προώθηση του «The War is Never Over», βιογραφικού ντοκιμαντέρ που δημιούργησε η φίλη και συνεργάτιδά της, Beth B. Πέρα από μια εκρηκτική rock n’ roll παρουσία κι έναν ζωντανό θρύλο, η Λαντς τόσο μέσα από το ίδιο το ντοκιμαντέρ όσο και στη θεαματική ομιλία της, αφηγήθηκε με τον παροιμιώδη τσαμπουκά της το πώς μετουσίωσε το προσωπικό τραύμα της κακοποίησης από τον ίδιο της τον πατέρα σε στάση ζωής: «Χρησιμοποίησα το σεξ εναντίον των αντρών» μας λέει, μεταξύ άλλων, «Υπήρξα μια επιτυχημένη θηρεύτρια». Και με τη μαεστρία της Beth B, χωρίς ίχνος εκβιασμού συναισθήματος, η μουσική βιογραφία της Lunch καταλήγει ένα μανιφέστο σχετικά με την εξουσία, την υποταγή και τη χειραγώγηση. Επιπλέον, η σκηνοθέτρια επιμελήθηκε μια σειρά ταινιών ιδανικών να πλαισιώσουν το ντοκιμαντέρ. Δείτε μια εύστοχη φεμινιστική φιλμογραφία προτεινόμενη από την Beth B εδώ.
Από το masterclass του Μπονγκ Τζουν-χο
Στο μεταξύ, ενόσω ο πανικός για τον κοροναϊό κατέκλυζε τον υπόλοιπο πλανήτη προκαλώντας ρατσιστικό παροξυσμό, το μικρό γαλατικό χωριό του Ρότερνταμ βουτούσε με όρεξη στο ασιατικό κινηματογραφικό κύμα που έσκασε στο φεστιβάλ. Πρωτοστάτης, όπως ήταν αναμενόμενο, υπήρξε ο απόλυτος αστέρας των ημερών, ο Μπονγκ Τζουν Χο, ο οποίος έδωσε ένα απολαυστικό masterclass, με αφορμή την παγκόσμια πρεμιέρα της ασπρόμαυρης εκδοχής των «Παρασίτων» –εκεί πληροφορηθήκαμε, μεταξύ άλλων, ότι από την προβολή των Παρασίτων πέρσι στις Κάνες μέχρι και εκείνη τη μέρα είχε δώσει περίπου 570 συνεντεύξεις, οπότε και ήταν διατεθειμένος να απαντήσει μονάχα σε ερωτήσεις που δεν του έχουν γίνει ήδη…
Σχετικά με τους λόγους της παράλληλης ασπρόμαυρης κυκλοφορίας δεν είχε βέβαια και πολλά να πει: «Ολοι οι μεγάλοι μετρ, από τον Ακίρα Κουροσάβα και τον Ζαν Ρενουάρ έως τον Αλφρεντ Χίτσκοκ και τον Τζον Φορντ είχαν την ασπρόμαυρή τους περίοδο. Η δική μας γενιά δεν είχε την ευκαιρία να κάνει ασπρόμαυρες ταινίες. Χάρη στην ψηφιακή τεχνολογία, με ένα πολύ μικρό μπάτζετ, μπορούμε να φτιάξουμε μια B&W εκδοχή σαν κι αυτή […] Ο ίδιος την είδα δύο φορές. Την πρώτη φορά που την είδα, είχα την αίσθηση ότι βλέπω μια παλιά ταινία παρότι η ιστορία εκτυλισσόταν στη σύγχρονη εποχή, μια απόσταση που μου έκανε να νιώσω μια ασφάλεια. Η δεύτερη φορά ήταν παράξενη γιατί ένιωσα την ταινία πιο έντονη. Και πιο σκληρή. […] «Είμαι σίγουρος ότι ο καθένας θα έχει και από μια διαφορετική άποψη σχετικά μ’ αυτή την εκδοχή. Προσωπικά ,θεωρώ ότι οι χαρακτήρες δείχνουν ακόμα περισσότερο αιχμηροί, και ότι οι διακρίσεις ανάμεσα στους τρεις διαφορετικούς χώρους όπου ζουν οι οικογένειες, με όλες τις σκιάσεις του γκρι, είναι ακόμα πιο τραγικές. Πάνω απ’ όλα όμως ανυπομονώ για τις αντιδράσεις του κοινού του Ρότερνταμ».
Από τη βράβευση με το Tiger Award του «The Cloud in the Room»
Από την ευρύτερη «ασιατική εισβολή» ξεχωρίζουν οπωσδήποτε:
To «The Cloud in Her Room», το κάπως Τζαρμουσ-ικό ντεμπούτο της Κινέζας Ζενγκ Λου, ένα οπτικό ημερολόγιο μιας 22χρονης που επιστρέφει στην προετοιμαζόμενη για τους Ολυμπιακούς Χανγκζού, το οποίο κέρδισε με τυμπανοκρουσίες και το φετινό Tiger Award.
Τo «Only You Alone» του Κινέζου Ζου Ζου, ένα τρυφερό πορτρέτο μια επιληπτικής νεαρής γυναίκας με σπουδαία ερμηνεία από την πρωταγωνίστρια και συν-σεναριογράφο , το οποίο και έλαβε το βραβείο της διεθνούς επιτροπής Fédération Internationale de la Presse Cinématographique, ως η καλύτερη ταινία των ενοτήτων Bright Future και Voices.
To «Beasts Clawing at Straws» του Νοτιοκορεάτη Κιμ Γιονγκχούν, ένα συναρπαστικό αστυνομικό θρίλερ με στοιχεία μαύρης κωμωδίας και all-star καστ, βασισμένο σ’ ένα ιαπωνικό μυθιστόρημα. Κέρδισε φανατικούς οπαδούς κατά τη διάρκεια του φεστιβάλ και απέσπασε το Ειδικό Βραβείο Επιτροπής.
Το «Moving On» της επίσης Νοτιοκορεάτισσας Γιουν, ένα μικρό ήσυχο αριστούργημα που περιγράφει την -αναγκαστική- συμβίωση των τριών γενεών μιας φτωχής οικογένειας κάτω από την ίδια στέγη. Απέσπασε το βραβείο Bright Future.
Το «Nasir» του Ινδού Αρούν Κάρτικ, ένα ατόφιο «διαμαντάκι» που καταπιάνεται με το πορτρέτο ενός μουσουλμάνου Ινδού σε μια Ινδία όπου ο ινδουιστικός εθνικισμός ισοπεδώνει τα πάντα. Έλαβε το βραβείο NETPAC, που δίνεται στο καλύτερο ασιατικό φιλμ από επιτροπή με μέλη του Δικτύου για την Προώθηση του Ασιατικού Κινηματογράφου
Τζάνις Ραφαηλίδου
Οι ελληνικές συμμετοχές φέτος ήταν ιδιαίτερες και κέρδισαν τις εντυπώσεις αμφότερες:
Η πρώτη ήταν οι «Ορνιθες (ή πώς να γίνεις πουλί)» του Μπάμπη Μακρίδη, η οποία που έκανε την sold-out πρεμιέρα της στο πλαίσιο του φεστιβάλ. Πρόκειται για την πρώτη κινηματογραφική παραγωγή του Ιδρύματος Ωνάση, μια υβριδική ταινία με πρώτη ύλη την ομώνυμη θεατρική παράσταση της Στέγης σε σκηνοθεσία του Νίκου Καραθάνου, η οποία ωστόσο αποτελεί ένα αυτόνομο και αυθύπαρκτο ποιητικό κινηματογραφικό εγχείρημα, το οποίο άνετα μπορεί να πάρει τον δικό του, αυτόνομο δρόμο για τις αίθουσες. Μπορείτε να διαβάσετε εδώ μια αναλυτική παρουσίαση από τον ίδιο τον σκηνοθέτη.
Η δεύτερη ήταν το «Kala Azar» της Τζάνις Ραφαηλίδου, που συζητήθηκε πολύ και εν τέλει διακρίθηκε μεταξύ άλλων εννιά συμμετοχών στον διαγωνισμό Tiger, αποσπώντας το Βραβείο Ολλανδών Κινηματογραφικών Συντακτών διότι σύμφωνα με την επιτροπή «πρόσφερε το κλειδί για την κατανόηση θεμάτων που εμφανίστηκαν και σε άλλες ταινίες. Όπως και οι περισσότερες ταινίες που επιλέχθηκαν, το Kala Azar αφορά τη διαταραγμένη ισορροπία, τη σύγκρουση και κόσμους που βρίσκονται σε παρακμή. Αποτελεί ένα ρέκβιεμ των ανθρώπων για τα ζώα, αλλά ίσως να είναι εξίσου ένα ρέκβιεμ των ζώων προς τους ανθρώπους. Η ιστορία ξετυλίγεται με τρόπο που μόνο η γλώσσα του σινεμά μπορεί να το επιτύχει. […] Η ταινία δημιουργεί το δικό της σουρεαλιστικό σύμπαν, το οποίο δίνει τη δυνατότητα στη δημιουργό να κάνει ένα αδιόρατο σχόλιο σχετικά με το νοσηρό καθεστώς του κόσμου και την πιθανή οικολογική μας κατάρρευση». Μια αποκλειστική προ της βράβευσης κουβέντα με τη σκηνοθέτρια και τον ένα εκ των πρωταγωνιστών, Δημήτρη Λάλο, μπορείτε να διαβάσετε εδώ..
Η τρίτη ήταν οι δύο συμμετοχές στην κατηγορία του Διαγωνιστικού Τμήματος των Ταινιών Μικρού Μήκους, με το «Ρουζ» του Κωστή Θεοδοσόπουλου και το «Phélia» της Ελιας Καλογιάννη στο τμήμα Voices Short, δύο νέες φωνές που ταξιδεύουν ήδη στον κόσμο και μεταφέρουν το σινεμά που γίνεται στην Ελλάδα τώρα.
Σκηνή από το «Rosa Pietra Stella» του Μαρτσέλο Σανίνο
Αξιόλογες συμμετοχές από τη μεσογειακή μας γειτονιά:
Το «Rosa Pietra Stella» του Μαρτσέλο Σανίνο: καλό σύγχρονο ιταλικό σινεμά στα χνάρια της νεορεαλιστικής παράδοσης με φόντο τη σύγχρονη Νάπολι-προορισμό καταφυγής προσφύγων, και ηρωίδα μια γυναίκα που πασχίζει να επιβιώσει μαζί με την κόρη της.
Το ευλόγως ήδη βραβευμένο στο Λοκάρνο «Vitalina Varela» του Πορτογάλου Πέντρο Κόστα – ο οποίος στο masterclass μάς αποκάλυψε ότι αρνήθηκε την πρόσκληση του Sundance για να παραστεί στο IFFR γιατί θεωρεί ότι ο κόσμος εκεί σκαμπάζει περισσότερα από σινεμά από ό,τι στην Αμερική. Απολαυστικό ολόκληρο το συγκεκριμένο masterclass και διαθέσιμο εδώ.
Ο παραπάνω σύντομος απολογισμός δεν περιέλαβε τις ταινίες που θα βγουν ούτως ή άλλως στις ευρωπαϊκές αίθουσες, αλλά κοντοστάθηκε σε κάποια επιλεγμένα από τη γράφουσα, πιο εσωτερικά, σημεία της φετινής διοργάνωσης που περιλάμβανε 273 ταινίες μεγάλου μήκους, 301 μικρού και μεσαίου και 37 ομιλίες. Εξάλλου, όπως επέμεινε ο Πέντρο Κόστα:
«Στον κινηματογράφο χρειάζεσαι μια κάποια ιδιωτικότητα και ίσως και λίγη μοναξιά. Ο κινηματογράφος καθαυτός έχει να κάνει με τη μοναξιά πάντοτε: όταν τον κάνουμε, όταν τον βλέπουμε στην αίθουσα. Ακόμα κι αν θεωρείτε ότι μοιράζεστε κάτι με άλλους 10.000 ή 10 ανθρώπους που βλέπουν μαζί σας, το αγόρι σας, το κορίτσι σας. Έχει να κάνει μ’ εσάς, με τη μοναξιά σας».
Δείτε εδώ ολόκληρη την τελετή λήξης του 49ου Διεθνούς Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Ρότερνταμ