Φεστιβάλ / Βραβεία

Ο Μπάμπης Μακρίδης μάς παραδίδει το εγχειρίδιο πτήσης των «Πουλιών»

στα 10

Λίγο πριν την πρώτη sold out απογείωση των «Πουλιών» στο Διεθνές Φεστιβάλ του Ρότερνταμ, συναντήσαμε στην ολλανδική πόλη τον Μπάμπη Μακρίδη για να μάθουμε πώς με πρώτη ύλη μια θεατρική παράσταση του Αριστοφάνη, κατάφερε να φτιάξει μια αυθύπαρκτη κινηματογραφική ταινία που σου δίνει φτερά για να πετάξεις.

Ο Μπάμπης Μακρίδης μάς παραδίδει το εγχειρίδιο πτήσης των «Πουλιών»

(ανταπόκριση από το Ρότερνταμ, συνεντεύξεις, φωτογραφίες: Στέλλα Πεκιαρίδη)

Ενα φιλμ-εγχειρίδιο φυγής από τον Μπάμπη Μακρίδη. 9 βήματα για να γίνεις πουλί. Ποιο είναι το πρώτο; Σπάσε το αβγό σου. Μια υβριδική ταινία, στα όρια του ντοκιμαντέρ, της μυθοπλασίας και της πολιτικής φαντασίας, από τον σκηνοθέτη Μπάμπη Μακρίδη του «L» και του «Οίκτου».

Η ταινία «The Birds or How to Be One» («Ορνιθες ή Πώς να Γίνεις Πουλί») εμπνέεται από τον αρχετυπικό μύθο του Αριστοφάνη και των «Ορνίθων», την παράσταση του Νίκου Καραθάνου και τους συντελεστές της σε παραγωγή της Στέγης του Ιδρύματος Ωνάση, κινηματογραφώντας τους εκτός σκηνής, σε πραγματικούς χώρους και φυσικά τοπία – από τα λιβάδια ηφαιστειακής λάβας στην Ισλανδία έως τα υψίπεδα της Παταγονίας και από την Times Square έως τις πυραμίδες της Αιγύπτου και το Φεστιβάλ του Ρότερνταμ, όπου η ταινία έκανε την πρεμιέρα της στο τμήμα Voices, ένα τμήμα που «παρουσιάζει φιλμ που κοιτάζουν με διακριτή ματιά τον κόσμο στον οποίο ζούμε».

Δείτε ακόμη: «Bright Future»: Οι δημιουργοί του μέλλοντος, από το Φεστιβάλ του Ρότερνταμ στο σπίτι σας

Birds

Πες μας, λοιπόν, πώς ξεκίνησαν όλα.

Κοίτα, από την πρώτη στιγμή που μας έγινε η ανάθεση, γιατί πρόκειται για ανάθεση, η πρώτη κουβέντα που κάναμε ήταν για ένα making of της θεατρικής παράστασης του Νίκου (Καραθάνου). Μες στις κουβέντες όμως, κάνοντας προτάσεις εγώ−πράγμα που έπρεπε να γίνει πάρα πολύ γρήγορα γιατί τα παιδιά ξεκινούσαν πρόβες, ετοιμάζονταν να φύγουν στη Νέα Υόρκη− κατέληξα πως έπρεπε να παρουσιάσω κάτι που δεν θα ήταν ένα απλό making of. Τρεις μέρες θα ‘ταν αυτή η διορία που είχαμε, και έκανα ένα brainstorming στο κεφάλι μου, έκανα ένα μικρό βιντεάκι, το έδειξα στη Στέγη του Ιδρύματος Ωνάση, στη Στέγη άρεσε και μου έδωσαν πλήρη ελευθερία, μου είπαν «Μπάμπη, κάνε ό,τι θέλεις». Και μιλώντας και με τον Νίκο συμφωνήσαμε να είναι κάτι άλλο αυτό που θα κάνουμε, πήρα κι από εκείνον δηλαδή ένα πράσινο φως, είναι φίλος μου κιόλας, τον ξέρω χρόνια, έπαιξε στην ταινία την προηγούμενη, είχαμε μια σχέση.
Οπότε μόλις άρχισαν οι πρόβες, πήρα δύο κάμερες και πήγα στον χώρο, κυρίως γιατί αυτό που ήθελα να πετύχω ήταν να μπω μέσα στον θίασο. Ηξερα κάποιους ανθρώπους, τον Χρήστο Λούλη, ήξερα τον Αρη Σερβετάλη, είχαμε κάνει ταινία μαζί, τη Μαρίσσα Τριανταφυλλίδου. Προσπάθησα να καταλάβω λίγο το έργο παρακολουθώντας τις πρόβες τους. Τράβηξα πάρα πολύ υλικό. Μετά πήγαμε στην Αμερική όπου κι εκεί τράβηξα πάρα πολύ υλικό, backstage, την παράσταση, κ.λπ., χιλιάδες ώρες υλικού. Συγχρόνως όμως έρχονταν ιδέες: τι είναι τα Πουλιά, με τι έχουν να κάνουν –με το ύψος, με το κάτω, με το πάνω, με την υψοφοβία… Αρχισα να έχω τέτοια πράγματα στο μυαλό μου. Οπότε, παράλληλα, δούλευα τέτοιου τύπου σκηνές. Εκανα και συνεντεύξεις με ορνιθολόγους, στην Αμερική, στην Ισλανδία. Τους πρότεινα να πάμε στην Ισλανδία ως το μέρος της γέννησης του κόσμου.

Οπότε τα locations ήταν δικές σου προτάσεις;

Ναι, όλα. Κατανοώντας το έργο. Πήγα στην πηγή. Μελέτησα το κείμενο του Αριστοφάνη, έκανα σημειώσεις. Είδα πρόζες που με ενδιέφεραν να μπουν ως κείμενο μέσα στην ταινία, να δοθούν απ’ τη σκηνή. Και τότε ταξίδευα με τον Οίκτο σ’ όλο τον κόσμο, έχοντας πάντα μια μικρή καμερούλα μαζί μου – πρώτη φορά το έκανα αυτό και ένιωσα μια απόλυτη ελευθερία – και τραβούσα ό,τι έχει σχέση με την πτήση, με τα σύννεφα κ.λπ.

birds

Σε τεχνικό επίπεδο δεν φαίνεται καθόλου αυτή η διαφορά.

Ναι, η ταινία φτιάχτηκε ουσιαστικά με μια καλή κάμερα και αυτή τη μικρή που είχα πάντα μαζί μου. Τα φέραμε έτσι όμως στο colour correction ώστε να μη φαίνεται η διαφορά. Στο μεταξύ, ο Νίκος μου αναφέρει έναν φίλο του από τον στρατό, ο οποίος έχει φύγει από την Ελλάδα εδώ και πολλά χρόνια και ζει μόνος του στην Παταγονία. Οπότε εγώ άρχισα να κάνω παραλληλισμούς με τον βασικό χαρακτήρα του έργου, τον Εποπα, που είναι ο άνθρωπος που έφυγε από τον κόσμο των ανθρώπων για να γίνει πουλί. Μου λέει, λοιπόν, ο Νίκος «Πάμε στην Παταγονία». Εγώ του λέω πως δεν μπορούσα – είχα δουλειά εκείνη την περίοδο. «Θα πας εσύ» του λέω. Του έδωσα μια κάμερα, πήγε, είχαμε συνέχεια επαφή μέσω skype. Τον άνθρωπο τον γνώρισα μέσω what’s app, γίναμε φίλοι ιντερνετικοί. Εδινα ερωτήσεις στον Νίκο να του κάνει. Ο Νίκος δεν ήξερε τι είναι η κάμερα. Τα πρώτα πράγματα που μου έστελνε ήταν στραβά κάδρα. Στην πορεία κατάλαβε ότι μπορεί να στήσει την κάμερα σ’ ένα βράχο και να ‘ναι σταθερή. Είχε πολλή πλάκα αυτό. Και έφερε ένα υλικό για τον Στράτο πολύ ενδιαφέρον. Κάνεις ολόκληρο ντοκιμαντέρ ανεξάρτητο γι’ αυτό τον άνθρωπο. Κι έτσι απέκτησε ξαφνικά ένα σκελετό η ταινία, ότι υπάρχει ο Έποπας και πάνε δύο άνθρωποι να τον βρούνε. Μετά προέκυψε και η ιδέα της Ισλανδίας, σκέφτηκα να τους βάλουμε σ’ ένα τζιπάκι να ταξιδεύουν, στο απόλυτο τίποτα, σ’ αυτή τη No Man’s Land.
Παράλληλα άρχισε ο Μάριος, ο μοντέρ μου, να μοντάρει κάποιες ξεχωριστές σκηνές χωρίς να υπάρχει άξονας. Φτιάξαμε κάποια κεφάλαια. Προσπαθούσαμε να βρούμε έναν αφηγηματικό άξονα για να μπορεί να παρακολουθήσει ο θεατής. Στα πρώτα cut που είχαμε κάνει δεν μπορείς να καταλάβεις τι γινόταν. Ήταν πάρα πολύ ωραία, είχαν μια ποιητικότητα, αλλά κάναμε προβολές σε φίλους, σκηνοθέτες, μοντέρ, και μας λέγανε «παιδιά, πολύ ωραίο, αλλά λίγο να παρακολουθήσουμε τι γίνεται». Εμένα μου ήρθε η ιδέα του πώς να γίνεις πουλί, κι έτσι προέκυψαν τα βήματα που παρουσιάζουμε στην ταινία.

birds

Κατά βάση είμαι λίγο γειωμένος – και γι’ αυτό κάνω αυτό που κάνω, για να μπορώ λίγο να σηκώνομαι. Και η ταινία αυτή ήταν ένας βατήρας. Κι έφτασα, ας πούμε, στον τρίτο όροφο. Ελπίζω να φτάσω μελλοντικά ακόμα παραπάνω.»

birds

Το εγχειρίδιο.

Ναι, το εγχειρίδιο Πτητικής, ας πούμε. Πώς θα φύγεις, πώς θα γίνεις πουλί. Ουσιαστικά όμως τα βήματα αυτά, αν το δεις πιο βαθιά, παρουσιάζουν την εξέλιξη του ανθρώπου κατά κάποιον τρόπο: γεννιέται, μαθαίνει να μιλάει, γίνεται μέλος ενός κοινωνικού συνόλου… Κι έτσι έγινε αυτό που μ’ ενδιέφερε, δηλαδή να μιλάμε για πουλιά χωρίς να υπάρχουν πουλιά στην ταινία. Με βάση αυτό τον παραλληλισμό και βρίσκοντας τον άξονα αρχίσαμε να ξαναμοντάρουμε, επί 6-8 μήνες ερχόταν ο Μάριος στο σπίτι μου κάθε μέρα, πάρα πολλή δουλειά, παράλληλα προβολές. Το σενάριο βρέθηκε στο μοντάζ, εν ολίγοις −το οποίο εμένα μου έδωσε μια απόλυτη ελευθερία.
Κάποια στιγμή είχαμε εφεύρει έναν χαρακτήρα, έναν ποιητή – που δεν τον βάλαμε στο τέλος –, ο οποίος υποτίθεται ότι έγραφε μόνο για το ύψος, είχε ζήσει στην Αίγυπτο, είχε ερωτευθεί μια λυρική τραγουδίστρια, είχε αυτοκτονήσει. Είχαμε γράψει ποιήματα, για την υψοφοβία, για τον ίλιγγο, και τα βάζαμε εμβόλιμα. Κάναμε δηλαδή διάφορες τρέλες, συνδεδεμένες πάντοτε με τα πουλιά. Υπήρχαν πολλά πράγματα, άλλα μπαίνανε, άλλα βγαίνανε, και τελικά έμεινε αυτό που έμεινε. Πολλά πράγματα δεν μπήκανε, και στο τέλος κατέληξε στην ταινία η παράσταση να έχει διάρκεια 4-5 λεπτά μόνο. Το κείμενο παίζει ίσως λίγο παραπάνω ως off. Έπειτα πήγαμε στην Ισλανδία, έβαλα τον Άρη σ’ έναν τοίχο, εκεί που μέναμε, και άρχισα να του κάνω ερωτήσεις. Δεν υπήρχε τίποτε προδιαγεγραμμένο. Και στον Νίκο έκανα μια συνέντευξη και στην Αθήνα, όπου έλεγε πράγματα που έδιναν πάσες για το πέρασμα στην επόμενη σκηνή.

birds

Δηλαδή ο Αρης δεν είχε κείμενο στις σκηνές αυτές;

Ούτε ο Αρης ούτε ο Νίκος. Κοίτα, τον Άρη τον ξέρω και περισσότερο γιατί η πρώτη ταινία που κάναμε ήταν τελείως αυτοσχεδιαστική και ήξερα τι μπορεί να δώσει. Του δε Νίκου έπαιξαν και κομμάτια off που μου είπε, κυρίως εμπειρίες από ταξίδια του. Και ουσιαστικά αυτό το πράγμα κούμπωσε και φτιάχτηκαν τα 9 βήματα του πώς να γίνεις πουλί, που είναι στην ουσία το πώς να γίνεις άνθρωπος. Και κατά περίεργο τρόπο, ενώ ξεκίνησε από μια ανάθεση, άρχισε να γίνεται το πρότζεκτ πολύ προσωπικό, έβλεπα να βγαίνουν και δικά μου πράγματα στην επιφάνεια. Η απόδραση πάντα μ’ ενδιέφερε, ας πούμε. Μετά όταν μοντάραμε, βλέπαμε ότι μας έλειπε μια σκηνή. Έπαιρνα τον Μάριο, τον ανέβαζα στην ταράτσα, τον τραβούσα πλάτη και την ενθέταμε. Ο Μάριος μετά έτυχε να πάει στην Αίγυπτο. Είχε πάρει μια κάμερα μαζί του, μου έφερε τρία πρόσωπα, τα οποία τα βάλαμε μέσα. Ύστερα πήγα κι εγώ στην Αίγυπτο, με αφορμή ένα φεστιβάλ, πήρα κι εγώ κάποια πλάνα, από τις Πυραμίδες π.χ. Τραβούσαμε πλάνα που είχαν να κάνουν και με την ουτοπία, και κάπως με το ταξίδι.

Είχες δηλαδή λέξεις-κλειδιά, που σου τις δίνει το έργο το ίδιο, ο Αριστοφάνης εξ αρχής.

Ακριβώς. Πάνω στις λέξεις-κλειδιά δομήθηκε η ιστορία. Και έγινε ουσιαστικά μ’ ένα συνειρμικό τρόπο αλλά πάνω σ’ έναν άξονα. Ξέρεις, άμα συνεχίζαμε να μοντάρουμε δεν θα τελείωνε ποτέ αυτό.

Πότε είπες «τώρα σταματάω να μαζεύω υλικό»;

Η όλη διαδικασία κράτησε ουσιαστικά ενάμιση χρόνο, αλλά παράλληλα με το μοντάζ. Δηλαδή μοντάραμε, βλέπαμε τι μας λείπει και το τραβάγαμε. Η ταινία τελείωσε πριν από ένα μήνα, όπου και έγινε ο τελικός ήχος.

Και με το περισσευούμενο υλικό μπαίνεις στον πειρασμό να κάνεις κάτι;

Αμα μπεις στον πειρασμό, δεν τελειώνεις ποτέ. Πρέπει να πεις «σταματάω», αλλιώς θα τρελαθείς. Με το υλικό που έμεινε δεν πρόκειται να ξανασχοληθώ γιατί το θεωρώ αναμάσημα. Νομίζω ότι διαλέξαμε τα καλύτερα και νομίζω ότι μπορεί και να μη διαλέξαμε τα καλύτερα. Μια ταινία δεν τελειώνει ποτέ. Πρέπει όμως κάπως να μπορείς να κοιμηθείς το βράδυ.

birds

Τι κρατάς από αυτή την εμπειρία, λοιπόν;

Βρήκα ένα ενδιαφέρον στην ελευθερία που σου δίνει αυτή η υβριδική μορφή, που μ’ ενδιαφέρει να το κάνω φόρμα και σε μια fiction ταινία.

Το μεγαλύτερο εμπόδιο που συνάντησες;

Να βρεθεί αυτός ο άξονας και να δαμαστεί αυτό το χαοτικό υλικό.

Και, τέλος, πώς ήταν η προσωπική σου πτήση καθ’ όλη τη διάρκεια της δημιουργίας των Πουλιών;

Ελευθερώθηκα, έφυγα λίγο από το έδαφος. Κατά βάση είμαι λίγο γειωμένος – και γι’ αυτό κάνω αυτό που κάνω, για να μπορώ λίγο να σηκώνομαι. Και η ταινία αυτή ήταν ένας βατήρας. Κι έφτασα, ας πούμε, στον τρίτο όροφο. Ελπίζω να φτάσω μελλοντικά ακόμα παραπάνω. Και ξέρεις τι άλλο έγινε; Εγώ πρώτη έφερα έμπλεξα μ’ ένα θίασο. Είδα τους ανθρώπους του θεάτρου, οι οποίοι είναι πολύ ιδιαίτερα πλάσματα. Ήμουν μαζί τους ώρες, κάναμε τρέλες, γελούσαμε. Έζησα δηλαδή και το λεγόμενο «καμαρίνι», που δεν ήξερα τι είναι, το άγχος τους. Είδα τον Νίκο να πέφτει και να χτυπάει το κεφάλι του στην παράσταση, ν’ ακούγεται ένα γκνταπ, και να συνεχίζει. Είδα ένα πάθος απερίγραπτο. Να πετάνε τούρτες ο ένας στον άλλο, να χτυπιούνται, να χορεύουν, να παθαίνουν θλάσεις, να βάζουν αλοιφές για να μπορέσουν ν’ αντέξουν στη σκηνή. Κατάλαβα τι είναι ο ηθοποιός στο θέατρο. Και μάλιστα σε μια παράσταση υψηλών επιδόσεων.