
Η Κάρλα Σιμόν, Καταλανή, μια ήδη αγαπητή σκηνοθέτης που, εκφρασμένα, χρησιμοποιεί το ταλέντο της στη σκηνοθεσία για να διερευνήσει και να ξορκίσει το οικογενειακό παρελθόν της, επιστρέφει στο ίδιο τερέν αλλά με το πιο αδύναμο, ως τώρα, ταξίδι της.
Μετά το «Ενα Αξέχαστο Καλοκαίρι» που μας τη σύστησε και το «Οι Ροδακινιές του Αλκαράς» που της χάρισε τη Χρυσή Αρκτο, η Σιμόν χτίζει μια ηρωίδα σε «προσκύνημα», που είναι η μετάφραση του «romería», στους κάθε άλλο παρά άγιους τόπους των γονιών της.
Η 18χρονη Μαρίνα έχει μεγαλώσει στη Βαρκελώνη με τους παππούδες της από την πλευρά της μαμάς. Ο μπαμπάς της πέθανε, ξέρει, στα τέλη του '80, η μαμά λίγα χρόνια αργότερα και τώρα η Μαρίνα, στην αιχμή της ενηλικίωσης, ταξιδεύει στα πατρογονικά εδάφη, στη θαλασσοδαρμένη από τον Ατλαντικό Γαλικία, εκεί όπου οι γονείς της γνωρίστηκαν και τη συνέλαβαν, για να έρθει σε επαφή με τους συγγενείς της και να μάθει περισσότερα για τους ανθρώπους που την έφεραν στη ζωή.
Οσα θα μάθει για τους γονείς της δεν θα είναι ευπρόσδεκτα, όπως ευπρόσδεκτη δεν είναι, ακριβώς, κι η Μαρίνα για το σόι της. Η κοπέλα που, έτοιμη για τις κινηματογραφικές σπουδές της, τραβά την καθημερινότητα και τα πρόσωπα γύρω της με μια κάμερα, θα μάθει γρήγορα ότι οι γονείς της, ερωτευμένοι με πάθος, ελεύθερα πνεύματα, ηδονιστές, αγαπημένοι, εθίστηκαν στην ηρωίνη και πέθαναν από AIDS - κι αυτό είναι μόνο το ένα από τα μυστικά που θα αποκαλυφθούν στο άγριο τοπίο της οικογένειας.
Αυτή την ενδιαφέρουσα, με αρχέγονα και οικουμενικά στοιχεία, ξέρουμε ότι η Κάρλα Σιμόν θα μπορούσε να τη μεταφράσει σ' ένα δυνατό στην ψυχή, απαλό στην όψη, δράμα, αλλά αυτή τη φορά περιπλέκει αχρείαστα τα πράγματα. Οι συναντήσεις της Μαρίνα με τους συγγενείς της και η διαδρομή της αναζήτησής της, θα φέρουν, στο δεύτερο μέρος της ταινίας, «πίσω» τους γονείς της (τη μαμά ενσαρκώνει, όπως και τη Μαρίνα, η Λουσία Γκαρσία με το διαπεραστικό βλέμμα, τον μπαμπά ο Μιτς Μαρτίν, όπως και τον ξάδελφο της Μαρίνα στο παρόν), εικονοποιώντας μια ανάμνηση με αμήχανα αποτελέσματα.
Στη διχοτόμηση συμμετέχει και η φωτογραφία της μετρ Ελέν Λουβάρ που μοιράζει την αισθητική της ταινίας ανάμεσα σε μια ονειρική καλοκαιρινή ανάμνηση και στη σκληρή εικόνα της κάμερας της ηρωίδας. Κι έτσι μια ιστορία που έχει από μόνη της δύναμη, έστω κι αν όχι μοναδικότητα, μεγαλώνει φλύαρα και πλατειάζει, σ' ένα «προσκύνημα» που δεν βρίσκει τον τελικό στόχο του, μάλλον γιατί τον έχει προσπεράσει ήδη στην αρχή.