Μια ταινία ζουμερή και ζεστή σαν το ροδάκινο και πικρή σαν το κουκούτσι του, υπογράφει η Κάρλα Σιμόν, της οποίας το βιωματικό υπόστρωμα, την κοινωνική ματιά και την απαλή, νοσταλγική αισθητική αγαπήσαμε ήδη από το ντεμπούτο της, «Ενα Αξέχαστο Καλοκαίρι».
Καταλονία, αγροκτήματα, πιτσιρίκια που μεγαλώνουν στη φύση: ζαβολιές, φανταστικά διαστημόπλοια μέσα σε σκουριασμένα αυτοκίνητα, διαβάσματα, πρόβες για χορευτικές φιγούρες, ξυπολησιά. Τριγύρω τους, out of focus αλλά με τις κουβέντες τους να στιγματίζουν τη ζωή τους, οι μεγάλοι. Ο παππούς που δεν είχε τακτοποιήσει ποτέ τα χαρτιά του κτήματος, ο νέος γαιοκτήμονας που θέλει να ξεριζώσει τις ροδακινιές και να «φυτέψει» φωτοβολταϊκά. Τίποτα δεν αλλάζει στις ηλιόλουστες μέρες των παιδιών – μόνο το μέλλον τους.
Η Σιμόν, βραβευμένη εδώ με τη Χρυσή Αρκτο της Berlinale, σκηνοθετεί ιμπρεσιονιστικά. Αποσπάσματα διαλόγων που ακούγονται σε δεύτερο, τρίτο πλάνο, φευγαλέες ματιές σε σκηνές μιας μικρής κοινότητας, μαγειρέματα, ξεκούραση, δουλειά στα χωράφια, περάσματα ενός βιαστικού παρατηρητή, εναλλαγή ηρώων, στροφές από μουσικές, όλα μ' ένα ζεστό, καλοκαιρινό φως που ξεγελά, παριστάνοντας ένα τοπίο τρυφερό και νοσταλγικό.
Κάτω από τις βουκολικές εικόνες μιας χαμένης παιδικότητας, αυτό είναι ένα φιλμ υπαρξιακό και πολιτικό, για τη διαχρονική αξία της γης (ως εκμετάλλευση κι ως πατρίδα) σ’ έναν κόσμο που αλλάζει. Η Σιμόν παρασύρεται από το στιλιζάρισμά της, το ψηφιδωτό της γίνεται συχνά φλύαρο, οι ερασιτέχνες ηθοποιοί που θέλουν εξαιρετική καθοδήγηση για να λειτουργήσουν είναι σ' ένα βαθμό μη πειστικοί – όχι όμως και η ευαισθησία της αισθητικής της ταινίας και, κυρίως, το μήνυμά της.