Οταν λέμε επιστροφή στο παρελθόν του Ντέιβιντ Κρόνενμπεργκ, κυριολεκτούμε. Ο σπουδαίος, υπερβατικός auteur ανατρέχει σε μια μεσαίου μήκους ταινία με τον ίδιο τίτλο που έκανε το 1970, παίρνει από αυτή ένα μέρος και το αναπτύσσει σε μια τελολογική εξτραβαγκάντσα. Οπως παλιά. Αλλά όχι όπως... σήμερα.
Σ' ένα κοντινό μέλλον, φρικιαστικά παρόμοιο με το παρόν, ο άνθρωπος έχει μεταλλαχθεί εκ των έσω: ο πόνος έχει εκλείψει, τα τραύματα προκαλούν μια σχεδόν σεξουαλική αναστάτωση, οι άνθρωποι κρύβονται σε σκοτεινά σοκάκια για να κόψουν ο ένας τον άλλον, σαν να χτυπάνε ηρωίνη. Το σώμα δημιουργεί νέα, πρωτοφανή όργανα και η αφαίρεσή τους είναι μόδα, το «χειρουργείο είναι το νέο σεξ». Η νέα σάρκα, ο νέος άνθρωπος, δεν έχει συναίσθημα, είναι επίπεδος, άτονος, είναι ένας καρκίνος χωρίς συνέπειες: η «συνέπεια» έχει προηγηθεί. Ανάμεσα σ' αυτούς, τους ανθρώπους που δεν νιώθουν, ζει ο Σολ Τένσερ (ιδανική... ενσάρκωση ο Βίγκο Μόρτενσεν): performance artist με φανατικούς θαυμαστές, ο Σολ πονάει, κάποιες στιγμές, μάλιστα, πολύ - κι ας κοιμάται κι ας κάθεται στα ειδικά κατασκευασμένα οργανικά έπιπλα που μοιάζουν σαν το Alien να γέννησε καρέκλα. Το σώμα του, που συσπάται και ταλανίζεται, είναι ο καμβάς για τα έργα τέχνης που ο ίδιος κι η σύντροφός του, Καπρίς (λίγες φορές η Λεά Σεντού δείχνει τόσο όμορφη, τόσο θεία, στην οθόνη), παρουσιάζουν μπροστά σε μαγεμένο κοινό: χειρουργικές επεμβάσεις από σκελετόμορφα μεταλλικά εργαλεία, σα μικροί τοκετοί, σα μικροί οργασμοί.
Ο Σολ και η Καπρίς καταδιώκονται διακριτικά από δυο δημοσίους υπαλλήλους της Υπηρεσίας Καταγραφής Νέων Οργάνων (η Κρίστεν Στιούαρτ σε μια ερμηνεία-παρωδία που μάλλον ξεφεύγει σε υπερβολή), αλλά κι από έναν πατέρα που θέλει να μετατρέψει τη σορό του γιου του (τόσο μεταλλαγμένου που τρεφόταν με κομμάτια πλαστικού), σε μια παράσταση ανατομίας με κοινό. Η πλοκή του Κρόνενμπεργκ συστρέφεται κι αυτή, σαν το κορμί του Σολ και, κυκλικά, με πόνο, γεννά ένα μύθο απολύτως δικό του, ταυτόσημο με την κινηματογραφική φιλοσοφία του: έναν μύθο όπου η αγάπη είναι το σημαντικότερο αγαθό, αλλά η τεχνολογία το πιο συναρπαστικό κι ισοπεδωτικό.
Αυτή είναι η γοητεία, αυτή και η αδυναμία της νέας ταινίας του Κρόνενμπεργκ. Γυρισμένο στην Αθήνα (με συμπαραγωγό τους Αργοναύτες του Πάνου Παπαχατζή, έναν εξαιρετικό δεύτερο ρόλο για τον Γιώργο Πυρπασόπουλο, μια κομψότατη πόζα από την Πηνελόπη Τσιλίκα), το φιλμ περιπλανιέται, άχρονα και άτοπα, στις εγκαταλελειμμένες αποθήκες της άκρης του λιμανιού του Πειραιά, αλλά και στην τόσο ταιριαστή «πολιτιστική παρακμή» του Μπαγκείου. Η νουάρ πλευρά του, η ερωτική πλευρά του, οι οδύνες και το πνεύμα του σκορπούν σαγήνη. Εγκεφαλικό όπως όλο το σινεμά του Κρόνενμπεργκ, στήνει αινίγματα και προσκαλεί για τη λύση τους, δημιουργεί βιώματα και τα κάνει ανατριχιαστικά οικεία.
Ταυτόχρονα, όμως, η προβληματική του μοιάζει κολλημένη εκεί απ' όπου ξεκίνησε, στο '70 και στο '80, στο σκηνογραφικό ενός b-movie, στον τρόμο απέναντι στην τεχνολογία με μια λογική παρωχημένη. Η ταινία επιμένει στο οργιαστικό της παρέμβασης του σίδερου στο σώμα, στα εσωτερικά όργανα, αλλά δεν έχει την ίδια απήχηση στο σημερινό κοινό του σκηνοθέτη, απλώς γιατί εμείς έχουμε αλλάξει. Εκείνο που το body-horror του Κρόνενμπεργκ προφήτευε, ακόμα και με το «Crash» και με το «Existenz», έχει αμβλυνθεί, έχει γίνει ρουτίνα, δεν εκπλήσσει, δεν τρομάζει - κι εκείνος μοιάζει να έχει μείνει ένα βήμα πίσω.
Μπορεί η μουσική του Χάουαρντ Σορ να προκαλεί ρίγη με... χειρουργική ακρίβεια, μπορεί η Σεντού να μην έχει ποτέ αποτυπωθεί τόσο όμορφη στην οθόνη, ο Βίγκο Μόρτενσεν ποτέ τόσο κοντά στη λαβωμένη ευαισθησία ενός Ρούτγκερ Χάουερ στο «Blade Runner» ή, ναι, του Μαξ φον Σίντοφ στην «Εβδομη Σφραγίδα», μπορεί το συναίσθημα για τον Κρόνενμπεργκ, τους ήρωές του και την υπαρξιακή δυστυχία τους να λειτουργεί αυθόρμητα, όμως η συλλογιστική του εκφράζει, πια, το παλιό κι όχι το νέο. Δηλαδή, long live the... old flesh.