Η 78χρονη Λίζι βρίσκεται αβοήθητη και ντροπιασμένη στο πάτωμα. Πάλι δεν πρόλαβε να φτάσει μέχρι το μπάνιο, τα έκανε πάνω της, λέρωσε το εσώρουχο, τη νυχτικιά, το χαλί, το παρκέ. Το σώμα της κουράστηκε, διαλύθηκε με το να περιποιείται επί 20 χρόνια τον εξίσου αβοήθητο σύζυγό της Γκερντ που πάσχει από Αλτσχάιμερ. Η κουτσομπόλα γειτόνισα μπαίνει από την ανοιχτή πόρτα να διαμαρτυρηθεί - ο Γκερντ είναι πάλι στο διαμέρισμά της, γυμνός, χαμένος στο θολό του μυαλό. Δεν γίνεται να συνεχιστεί αυτή η κατάσταση. Δεν μπορούν να έρθουν τα παιδιά τους να βοηθήσουν;
Αυτό είναι μόνο το πρώτο κεφάλαιο της τρίωρης saga του Γερμανού Ματίας Γκλάσνερ, με τίτλο «Sterben» («Dying»), που στα πηγαδάκια των κριτικών ακούγεται να έχει το στιβαρό προβάδισμα για τη Χρυσή Αρκτο της 74ης Berlinale. Εχουν περάσει μόνο 10 λεπτά και ζορίζεσαι. Θα συνεχίσεις, για ακόμα 2 ώρες και 50 λεπτά, να παρακολουθείς την αδυσώπητη φθορά του ανθρώπινου σώματος; Την απάνθρωπη αποσύνθεση του μυαλού; Την μοναξιά των γερόντων που πλέον είναι σε όλους περιττοί; Ο Γκλάνσερ θέλει να μας υποβάλει στο αργό, βασανιστικό μαρτύριο του θανάτου;
Το 74ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου διεξάγεται φέτος από τις 15 μέχρι και τις 25 Φεβρουαρίου. Το Flix βρίσκεται εδώ για να σας μεταφέρει, ζωντανά, όλα όσα συμβαίνουν μέσα και έξω από τις αίθουσες.
Οχι. Κι αυτό είναι το εύρημα, αλλά και η (ακόμα πιο σαδιστική) ουσία της ταινίας. Γιατί τα επόμενα κεφάλαια θα περάσουν στα παιδιά - τον 40χρονο Τομ και την 35χρονη Ελεν. Στα δικά τους κεφάλαια θα εξετάσουμε τη ζωή, όχι το τέλος της. Τη ζωή που, κάτσε να δεις πώς μάς την λένε συνεχώς οι φιλόσοφοι, οι χριστιανοί, οι σοφοί αυτού του κόσμου: «πολύτιμη», «δώρο», «ευλογία», «οφείλεις να αδράχνεις την κάθε της μέρα».
Ο Τομ είναι μαέστρος. Βρίσκεται στην τελική ευθεία προβών για ένα μεγαλεπίβολο, φιλόδοξο, δύσκολο κονσέρτο με την συμφωνική νέων του Βερολίνου. Το έργο ονομάζεται «Sterben» και το έχει συνθέσει ο καλύτερός του φίλος - ο νευρικός, κακότροπος και βαριά καταθλιπτικός Μπέρναρντ, ο οποίος εδώ και 20 χρόνια απειλεί ότι θα αυτοκτονήσει. Παράλληλα, η πρώην σύντροφος του Τομ, ο μεγάλος του έρωτας, γεννάει το παιδί κάποιου άλλου, αλλά θέλει να το μεγαλώσουν μαζί. Ο Τομ διευθύνει με ακρίβεια, στοχασμό και απόλυτο έλεγχο ένα πολυσύνθετο κομμάτι, ακούει και την παραμικρή παραφωνία και την ξανασυντονίζει, αλλά στη ζωή του όλα συμβαίνουν ασυγχρόνα και ακούρδιστα.
Ομως ο Τομ ήταν ανέκαθεν ο επιτυχημένος, ο λαμπερός, ο αγαπημένος των γονιών. Η δική του η ζωή είναι ζηλευτή. Ή έτσι πάντα την έβλεπε και συνθλιβόταν στον αντικατοπτρισμό η μικρότερη αδελφή του, το μαύρο πρόβατο της οικογένειας, η αυτοκαταστροφική, αλκοολική Ελεν. Κι εκείνη έχει μία υπέροχη τζαζ φωνή, αλλά της επιτρέπει να βγαίνει από τον λάρυγγά της μόνο όταν τον έχει ποτίσει αρκετό αλκοόλ. Το πρωί βαριεστημένη σπουδάστρια οδοντιατρικής, τα βράδια ξέφρενη βασίλισσα των μπαρ, το ξημέρωμα κάτοικος διπλών κρεβατιών που δεν αναγνωρίζει το χανγκόβερ της. Είναι νέα, ωραία κι ατυχής. Την περίοδο που χτυπάει το τηλέφωνο με τα νεότερα των γονιών της, η δική της ζωή διαλύεται από έναν ακόμα μάταιο έρωτα.
Ο Γκλάσνερ κρατάει την κάμερα και παρατηρεί τους ήρωές του υπομονετικά - με γενναιοδωρία στην φλυαρία, την ένταση, τους ρυθμούς ή την ακινησία των ζωών τους. Ολοι πεθαίνουμε, κάθε μέρα και πιο πολύ. Αλλά τι κάνουμε μέχρι την τελευταία μας ανάσα; Πώς ζούμε; Αντίθετα όμως με το θέμα ή τα φιλοσοφικά ερωτήματα, ο τόνος της ταινίας δεν είναι ούτε σοβαροφανής, ούτε πομπώδης, ούτε μελοδραματικός. Είναι τόσο τραγικός, όσο και οι καθημερινότητες των ανθρώπων. Ομως ο Γκλάσνερ βρίσκει μαύρη κωμωδία, αφηγηματική ειρωνία και δαιμόνιο χιούμορ στην ανθρώπινη αποτυχία, την ανασφάλεια, την απελπισία. Διασκεδάζει και με την δική μας αμηχανία - κάθε φορά που αναγνωρίζουμε ότι οι ανθρώπινες σχέσεις δεν είναι αυτό που φαίνονται. Χωρισμοί είναι μικροί θάνατοι. Αυτοθυσία και φροντίδα για τον άλλον, μπορεί να κρύβουν μεγάλη οργή. Κανένα ταλέντο δεν εξασφαλίζει ευτυχία. Τίποτα δεν μπορείς να ελέγξεις, τίποτα δεν σου εξασφαλίζεται. Ολα μπλέκονται σε μία δίνη στην οποία απλώς προσπαθείς να κρατάς το κεφάλι σου πάνω από το νερό.
«Σας αρέσει το έργο μου;» ουρλιάζει αγριεμένος ο Μπέρναρντ σ' ένα από τα συνηθισμένα ξεσπάσματά του προς τους μουσικούς τους. «Είναι ωραίο, αλλά μεγάλο» ξεστομίζει μέσα στην απελπισία της μία μουσικός. «Γιατί να το παρακολουθήσει το κοινό μέχρι τέλους; Δεν έχει ελπίδα» πετάγεται κάποιος από το βάθος. «Ο θάνατος δεν έχει ελπίδα. Το έργο μου δεν έχει ελπίδα. Η ελπίδα κρύβεται στο ότι το έργο μου υπάρχει. Στο ότι είμαστε εμείς εδώ και το φτιάχνουμε...»
Αυτή η σκηνή είναι μόνο μία από τις πολλές που ο Γκλάσνερ τραβάει την κουρτίνα της αυτοαναφορικότητας. Εχει κατασκευάσει ένα δύσκολο, τρίωρο κινηματογραφικό κονσέτο, με μήνυμα και ματζόρε τονικότητα, με pianissimo ρυθμούς και κάποια, ελάχιστα, επικά κρεσέντο, όπου κάθε νότα του αγγίζει χειρουργικά την καρδιά του θεατή. Αν την ανοίξει - μαζί με μάτια και αυτιά, για να το ακούσει. Γιατί η μόνη απάντηση στην αγριότητα του θανάτου και τη βαρβαρότητα της ζωής είναι η αγάπη και η τέχνη. Μόνο αυτά μάς μετακινούν από το χάος της κακοφωνίας μας, μόνο εκεί βρίσκεται η αρμονία, η μελωδία, η ψυχική ανάταση.
Το 74ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου διεξάγεται φέτος από τις 15 μέχρι και τις 25 Φεβρουαρίου. Το Flix βρίσκεται εδώ για να σας μεταφέρει, ζωντανά, όλα όσα συμβαίνουν μέσα και έξω από τις αίθουσες.
Ευχαριστούμε την Aegean Airlines για την παροχή των εισιτηρίων του ταξιδιού στο 74ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου.