Το νέο ντοκιμαντέρ του Δημήτρη Αθυρίδη «exergue on documenta 14» αφορά στη δημιουργία της ομότιτλης έκθεσης, που πίσω στο 2017 έγινε για πρώτη φορά ταυτόχρονα σε δύο μέρη, στο Κάσελ και στην Αθήνα. Τα 868 λεπτά του - είναι χωρισμένο σε 14 κεφάλαια - ξεκινούν ήδη από την ανάληψη των καθηκόντων του καλλιτεχνικού της διευθυντή, Ανταμ Σίμτσικ και φτάνει μέχρι την επεισοδιακή αυλαία της το 2017, σε ένα συναρπαστικό roller coaster που διατρέχει διαφορετικά επίπεδα αφήγησης.
Η σύγχρονη Τέχνη, ο ρόλος της, ο τρόπος με τον οποίο οργανώνεται ένα πρότζεκτ απαιτήσεων, μικρές και μεγάλες στιγμές μιας μεγάλης διαδρομής, μπαίνουν μέσα στο μικροσκόπιο μιας παρατήρησης χρόνων που είδε τη documenta 14 να αντανακλά όχι μόνο το ταραγμένο τοπίο σε Ελλάδα και Γερμανία πίσω στα μισά της δεκαετίας που άλλαξε την Ευρώπη αλλά και τον πρωταγωνιστή της, Ανταμ Σίμτσικ να παγιδεύεται μέσα σε ένα κλοιό διαπραγματεύσεων, συμβιβασμών, απογοητεύσεων που κατέληξαν στο σκάνδαλο με την υπέρβαση του budget που στιγμάτισε και τον ίδιο και την έκθεση από εκείνα τα χρόνια και μετά.
Στο Flix ο Δημήτρης Αθυρίδης μιλάει ανάμεσα στις δύο προβολές του ντοκιμαντέρ-ποταμού του στη Berlinale, στο τμήμα Berlinale Special, σίγουρος πως κάθε έργο τέχνης είναι σύγχρονο όταν σε αναγκάζει να εξετάζεις από την αρχή αυτά που θεωρούσες δεδομένα.
Η γνώμη του Flix για την ταινία: 848 πολύτιμα λεπτά στο «exergue - on documenta 14» του Δημήτρη Αθυρίδη
O Ανταμ Σίμτσικ, ο Δημήτρης Αθυρίδης και η ομάδα της ταινίας στη Berlinale
Δεν ξεκινάω ποτέ να κάνω ταινίες πάνω σε ένα θέμα. Ξεκινάω πάντα εμπνευσμένος από έναν χαρακτήρα. Πάντα ένας χαρακτήρας με οδηγεί στο ταξίδι του. Είναι πάντα ένα μεγάλο ρίσκο γιατί ουσιαστικά παρατηρείς τον άλλον χωρίς σενάριο, χωρίς σχέδιο. Ρίσκο και για τον κινηματογραφιστή και για τον παραγωγό. Πρέπει να έχεις πίστη σε αυτό το πράγμα. Δεν ξέρεις ποτέ τι θα βγει. Δεσμεύεσαι σε ένα σκοπό χωρίς να γνωρίζεις τι θα συμβεί. Από την άλλη υπάρχει μεγάλη ελευθερία. Ημουν τυχερός και ευγνώμων που συνάντησα τη Faliro House. Είχε την πίστη, τη δύναμη και πήρε το ρίσκο να στηρίξει αυτήν την προσπάθεια. Αλλιώς δεν θα είχε συμβεί ποτέ. Στην αρχή στήριξα εγώ το πρότζεκτ πιστεύοντάς το, με τα τελευταία μου χρήματα, αλλά θα αναγκαζόμουν να το εγκαταλείψω αν δεν υπήρχε κάποια στήριξη. Είχα ξεκινήσει και γνώριζα ήδη πως θα έκανα γυρίσματα για δύο χρόνια...
Ολα ξεκίνησαν το 2015 όταν γνώρισα τυχαία τον Ανταμ Σίμτσικ στη Θεσσαλονίκη κατά τη διάρκεια της Biennale. Με έναν τρόπο ήρθε αυτός και με συνάντησε. Δεν πήγα εγώ να τον ψάξω. Δεν ήξερα καν ότι υπήρχε. Είχαν έρθει στα εγκαίνια της Biennale. Εκείνη την εποχή δεν είχαν ακόμη γραφεία στην Αθήνα και η ομάδα αποφάσισε να συναντηθεί στη Θσσαλονίκη σε μια τέτοια συγκυρία γύρω από την ελληνική σκηνή για να συζητήσουν τα δικά τους και να δουν και την έκθεση. Η Μαρινα Φωκίδη, μέλος της ομάδας και παιδική μου φίλη μου πρότεινε να τους συναντήσω. Ηταν η εποχή που η Ελλάδα ζούσε στο ρυθμό των Eurogroup, με την αγωνία του τι θα συμβεί. Εβλεπα τηλεόραση μέχρι αργά και αποφάσισα να πάω να συναντήσω την ομάδα της documenta. Εκεί είδα τον Ανταμ Σίμτσικ για πρώτη φορά. Στην ταβέρνα που βρεθήκαμε στην τηλεόραση έδειχνε τα νέα για την Ελλάδα. Παρατηρούσε και ο ίδιος με ενδιαφέρον. Και έτσι μου γεννήθηκε η ιδέα. Την άλλη μερά βρεθήκαμε και του πρότεινα να τον παρατηρώ ενώ παρατηρεί... Και δέχθηκε αμέσως.
Την ταινία την γύρισα μόνος μου. Δεν είχα συνεργείο, βοηθό παραγωγής ή οτιδήποτε. Πήγαινα σε όποιον τύχαινε να βρεθεί μέσα στο πεδίο της παρατήρησης, συστηνόμουν και του ζητούσα την άδεια να κινηματογραφήσω. Οσον αφορά την ίδια την ομάδα της documenta ο Ανταμ είχε δώσει το στίγμα ότι θα ακολουθώ τη διαδικασία. Από κει και πέρα το ζήτημα ήταν να χτίσεις σχέσεις εμπιστοσύνης. Τους γνώρισα όλους έναν - έναν, μιλήσαμε γι' αυτό που κάνω. Αλλά είναι άνθρωποι της τέχνης και μπορούσαν να καταλάβουν την καλλιτεχνική διαδικασία αυτού που κάνω.
Οι μόνες φορές που έκλεισα την κάμερα ήταν όταν καλλιτέχνες δεν ένιωθαν άνετα να κινηματογραφήσω τη συνάντησή τους με την ομάδα της documenta. Κι αυτό λόγω δικής τους συστολής, επειδή είναι μια πολύ ευαίσθητη στιγμή. Κι αυτοί ήταν λίγοι, όμως.
**Είναι γνωστό φαινόμενο και στην Φυσική, ότι ο παρατηρητής επηρεάζει το φαινόμενο. Είναι λογικό. Δεν μεταβάλλω όμως τίποτα. Είμαι μια μάζα που υπάρχει. Συμμετέχω και δεν συμμετέχων κιόλας. Στην πραγματικότητα ήθελα να υπάρχουν στιγμές που με κοιτούν ή με κάποιον τρόπο απευθύνονται σε μένα, προκειμένου να γίνει κατανοητό πως βρίσκομαι ανάμεσά τους. Αυτό που έγινε, χωρίς να το κάνω συνειδητά, είναι ότι τελικά ενσωματώθηκα στην ομάδα. Στο τέλος μου έβγαλαν και διαπίστευση προκειμένου να μπορώ να μπαινοβγαίνω στους χώρους της έκθεσης χωρίς πρόβλημα.
Ο,τι έχω να πω για τον Ανταμ, το λέω στην ταινία. Δεν ήταν το κινητρό μου αυτό γιατί δεν θα μπορούσα φυσικά να ξέρω την εξέλιξη των πραγμάτων, αλλά αυτό που έγινε στο τέλος, αυτή η δολοφονία χαρακτήρα που του επεφύλασσε ουσιαστικά η Γερμανία ήταν κάτι πολύ σκληρό. Ο Ανταμ δεν είναι ένα δημόσιο πρόσωπο, είναι ένας ιδιώτης που βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα, να σηκώνει ένα βάρος τέτοιου μεγέθους, να βλέπει τον εαυτό του στα πρωτοσέλιδα και πρωταγωνιστή σε παιχνίδια πολιτικά και άσχετα με τη δουλειά του. Υπέφερα κι εγώ μαζί του με κάποιον τρόπο. Και το θεώρησα και άδικο. Και κάπως έτσι και η ματιά μου και η ταινία κινήθηκε προς την κατεύθυνση του μήπως πρέπει να ξαναδούμε κάπως τα πράγματα από την αρχή, μήπως πρέπει να εξετάσουμε ξανά την documenta 14, ειδικά στη Γερμανία.
Ηθελα να πω αυτήν την ιστορία: που μπορεί να οδηγηθούν τα πράγματα. Το σκάνδαλο που προέκυψε και ουσιαστικά κατέστρεψε τον Ανταμ αλλά έριξε και το ηθικό σε όλη την ομάδα της έκθεσης ήταν αποτέλεσμα πολιτικής συγκυρίας και σκοπιμότητας. Η documenta 14 χρωματίστηκε από αυτό το σκάνδαλο, σταμάτησαν οι συζητήσεις γύρω από το περιεχόμενό της. Το Κάσελ δεν ήθελε να φύγει η documenta από εκεί. Ηταν πολλά που ενόχλησαν.
H παγίδα της συγκεκριμένης διοργάνωσης είναι ότι εγκρίθηκε ένα διπλό πρότζεκτ με τα χρήματα μιας έκθεσης. Και αυτό γιατί, η οργανωτική δομή της documenta πάει ως εξής. Με το που τελειώνει η documenta 13 εγκρίνεται το budget για τη νέα documenta, χωρίς ωστόσο να έχει εγκριθεί η πρόταση που θα την αφορά. Ορίστηκε ένα budget.30 εκατομμύρια και εγκρίθηκε και το να γίνει σε Κάσελ και Αθήνα. Δεν υπολόγισαν όμως ότι μια έκθεση που θα διαρκούσε κανονικά 100 μέρες θα έφτανε τις 165. Ηδη από την αρχή υπήρχε έλλειμα δηλαδή. Δεν το υπολόγισαν. Και όταν κατάλαβαν ότι χρειάζονται αυτήν την άυξηση, δεν ήταν διατεθειμένοι να το εξασφαλίσουν. Και προσπάθησαν με μικροπολιτικές να το διορθώσουν. Η επόμενη documenta ορίστηκε ότι θα γίνει μόνο στο Κάσελ με budget 40 εκατομμύρια.
Το περιβάλλον τοξικότητας που αμαύρωσε την documenta 14 δεν λύθηκε ποτέ. Προσπάθησαν να βρουν τους αποδιοπομπαίους τράγους στα πρόσωπα στου Ανταμ και της Ανέτ. Το τοπίο δεν ξεκαθάρισε. Το ίδιο σενάριο επαναλήφθηκε για άλλους λόγους, αλλά η τοξικότητα ξεκίνησε το 2017. Τώρα - και με αφορμή την ταινία - υπάρχει μια διάθεση στη Γερμανία να εξεταστεί ξανά η documenta 14. Και κυρίως σε καλλιτεχνικό επίπεδο. Για μένα ήταν μια συγκλονιστική έκθεση. Ειδικά αν βλέπεις πως γεννιέται και τις σκέψεις, τα κίνητρα, την έμπνευση που βρίσκεται πίσω από τα έργα.
Είμαι έτσι κι αλλιώς ένας διαφορετικός άνθρωπος από τότε που ξεκίνησα να κάνω αυτήν την ταινία. Αυτό που έμαθα ωστόσο σε όλη αυτή τη διαδρομή έχει να κάνει με την Ιστορία της Τέχνης. Οτι αυτό που έχει σημασία δεν είναι η Ιστορία της Τέχνης, αλλά η Ιστορία ειπωμένη από την Τέχνη. Ξεφεύγεις με αυτόν τον τρόπο από το ηγεμονικό βλέμμα της Ιστορίας στο οποίο όλοι υποκύπτουμε με κάποιον τρόπο και βλέπεις ότι υπάρχει μια άλλη ανάγνωση: η Ιστορία ειπωμένη από τη μεριά της Τέχνης.»
Η Αθήνα την εποχή της documenta 14 είχε ένα κλειστό Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης. Φτάνοντας στην Αθήνα, ο Ανταμ Σίμτσικ ήθελε, όπως η documenta 14 ήταν ένας δημόσιος θεσμός, να συνομιλήσει με τους δημόσιους θεσμούς της Αθήνας. Το κλειστό ΕΜΣΤ συμβόλιζε την καταρράκωση του δημόσιου τομέα ή του κράτους πρόνοιας στην εποχή. Το γεγονός ότι αυτή τη στιγμή έχουμε μουσείο αλλά το κράτος πρόνοιας καταρρέει από κάθε άλλη πιθανή πλευρά, είναι κι αυτό μέρος του συμβολισμού. Και κάπου εκεί ξεκινάει και η συζήτηση με τον Πολ Πρεσιάδο (σ.σ. ένας από τους σημαντικότερους επιμελητές σύγχρονης τέχνης στον κόσμο που συμμετίεχε στην ομάδα documenta 14) για το τι είναι τελικά οι δημόσιοι θεσμοί, πόσο εμείς συμμετέχουμε σε αυτούς, πώς τους ορίζουμε και πώς πρέπει να τους προστατεύουμε και ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο. Ακόμη και η δημοκρατία σαν θεσμός είναι κάτι που πρέπει διαρκώς να το διαπραγματευόμαστε και να είμαστε στην πρώτη γραμμή. Και μαζί και με τις ήττες που θα έρθουν παράλληλα. Κάπως όλα ανάγονται και σε μια προσωπική ευθύνη.
Ας μιλήσουμε επιτέλους για το τι είναι σύγχρονο; Ο ορισμός του σύγχρονου είναι να μπορείς να βλέπεις μέσα στο σκοτάδι της κάθε εποχής. Κάτι μακρινό. Κάτι που δεν το φθείρει ο χρόνος. Ενα έργο τέχνης είναι ένα έργο τέχνης. Είτε το δεις τώρα είτε το δεις χρόνια μετά, μεταφέρει τη δύναμη του μέσα στο χρόνο. Η λειτουργία του παραμένει η ίδια. Ετσι και η ίδια η ταινία. Μιλάει για την εποχή της, αλλά ακουμπάει στο σήμερα.
Είμαι έτσι κι αλλιώς ένας διαφορετικός άνθρωπος από τότε που ξεκίνησα να κάνω αυτήν την ταινία. Αυτό που έμαθα ωστόσο σε όλη αυτή τη διαδρομή έχει να κάνει με την Ιστορία της Τέχνης. Οτι αυτό που έχει σημασία δεν είναι η Ιστορία της Τέχνης, αλλά η Ιστορία ειπωμένη από την Τέχνη. Ξεφεύγεις με αυτόν τον τρόπο από το ηγεμονικό βλέμμα της Ιστορίας στο οποίο όλοι υποκύπτουμε με κάποιον τρόπο και βλέπεις ότι υπάρχει μια άλλη ανάγνωση: η Ιστορία ειπωμένη από τη μεριά της Τέχνης. Σε μια εποχή υπερ-παραγωγής μεταπολιτικής από τα media και τα social media, η Τέχνη υποβαθμίζεται συνεχώς, δεν θεωρείται επιδραστική.
Ο Δημήτρης Αθυρίδης μαζί με τον καλλιτεχνικό Διευθυντή της Berlinale Κάρλο Τσατριάν στην παρουσίαση της ταινίας
Οταν ξεκίνησα και η αρχική μου πρόταση και το φυσικό αντανακλαστικό οποιουδήποτε επίδοξου ντοκιμαντερίστα ήταν να κάνω μια δίωρη ταινία. Στην πορεία έβλεπα ότι το υλικό που τραβούσα μεγάλωνε σε διάρκεια. Δεν μπορούσα να σταματήσω. Γίνονταν πράγματα μπροστά στα μάτια μου και ένιωθα υποχρεωμένος να τα καταγράψω. Στο τέλος κατέληξα με 800 ώρες υλικό συν άλλες 200 ώρες από αρχεία δημοσιογραφικά, ιστορικά και άλλα, τα οποία θα έπρεπε να γίνουν δύο ώρες. Δεν έχει βρεθεί ακόμη αυτός ο μοχλός συμπίεσης. Οταν αρχίσαμε να μοντάρουμε ήταν στην πολύ ευχάριστη και δυσάρεστη θέση να βλέπουμε ότι φτιάχνουμε 20λεπτες σεκάνς κάθε μέρα. Οι οποίες όχι μόνο λειτουργούσαν από μόνες τους αλλά έδιναν και πάσα για την επόμενη. Σε εκίνη τη φάση πήγα στον Χρήστο Κωνσταντακόπουλο και του είπα ότι κάτι μεγαλώνει από μόνο του. Και μου είπε να προχωρήσω. Αυτό μας έδωσε την ελευθερία να ψάξουμε και κάποια μονοπάτια αφηγηματικά τα οποία δεν θα είχαμε ποτέ σε μια μικρότερη διάρκεια. Και όταν κάνεις μια ταινία για τη σύγχρονη τέχνη είναι πολύ ταιριαστό να γίνει σε ένα περιβάλλον εμπιστοσύνης και καλλιτεχνικής ελευθερίας. Και γι' αυτό είμαι απόλυτα ευγνώμων.
Δεν ξέρω ακριβώς να απαντήσω στο πώς θα ήθελα να δει το κοινό την ταινία. Δεν είχαμε κάποια πρόθεση να αναμετρηθούμε με κάποια φόρμα. Δεν πήγαμε να κάνουμε μια σειρά. Ή μια ταινία. Ο κόσμος είναι εκπαιδευμένος να βλέπει δύο τρεις σεζόν από μια σειρά, οπότε αν θέλει να το δει όλο μαζί ή ένα επεισόδιο τη φορά, αυτή είναι δική του επιλογή. Δεν έχω κάποιο φετιχισμό να βγει σε αίθουσα ή να το δει κάποιος μόνο στην αίθουσα. Είναι ένα έργο τέχνης από μόνο του και αυτό που φτιάξαμε. Και έτσι υπάρχει εκεί έξω.
Το 74ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου διεξάγεται φέτος από τις 15 μέχρι και τις 25 Φεβρουαρίου. Το Flix βρίσκεται εδώ για να σας μεταφέρει, ζωντανά, όλα όσα συμβαίνουν μέσα και έξω από τις αίθουσες.
Ευχαριστούμε την Aegean Airlines για την παροχή των εισιτηρίων του ταξιδιού στο 74ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου.