Το χωριό Ηλιάς, στις πεδιάδες του Θεσσαλικού κάμπου, έχει 33 κατοίκους. Το σχολείο του έχει σταματήσει να λειτουργεί εδώ και 30 χρόνια. Το μικρό του νεκροταφείο είναι πιο πυκνοκατοικημένο από τους δρόμους τους. Ελάχιστοι οι νέοι άνθρωποι, ούτε ένα κατάστημα, ούτε καν ένα καφενείο. Οσοι έχουν μείνει πίσω είναι αγρότες. Γυναίκες και άντρες που παλεύουν με τη γη και καλλιεργούν σιτάρια, κριθάρια και ντομάτες. Ο 45χρονος Αλέξανδρος είναι ένας από αυτούς. Ανήκε στη γενιά που έφυγε από το χωριό, μετοίκισε, σπούδασε, αλλά επέστρεψε. «Πιάνω τη γη, το χώμα, στις χούφτες μου και το νιώθω κομμάτι του DNA μου. Μπορεί να είναι μόνο στο μυαλό μου, μπορεί να είναι ένας ακόμα μύθος. Ομως νιώθω συνδεδεμένος άρρηκτα με αυτό τον τόπο..»
Μέσα στην Ελλάδα της κρίσης, ο Αλέξανδρος, οι ξαδέλφες, οι θειάδες και οι γείτονές του ξεκίνησαν μια φιλόδοξη ιδέα. Καθώς η Αμερική και η Ευρώπη καλλιεργούσαν εδώ και δεκαετίες μεταλλαγμένα υβρίδια ντομάτας (με αποτέλεσμα να έχουν χάσει τη γεύση της), εκείνοι θα πακετάρουν σάλτσες ντομάτας, αλλά και βαζάκια με συνταγές που έχουν βάση την ντομάτα, και θα τα εξάγουν στον κόσμο. «Είναι ειρωνικό, αλλά ο Χριστόφορος Κολόμβος έφερε πρώτους τους σπόρους ντομάτας στην Ευρώπη και, 500 χρόνια μετά, ένα ελληνικό χωριό χρειάζεται να ξαναστείλει στην Αμερική πραγματικές ντομάτες..»
Ο Αλέξανδρος οργανώνει την ιδέα με έρευνα, αφοσίωση και τρέλλα: δύο ηχεία στη μέση των αγρών παίζουν μουσική στα σπαρτά. «Η ντομάτα θέλει κάτι μεγαλειώδες για να ντραπεί, να κοκκινίσει. Βάγκνερ!»
Η Μαριάννα Οικονόμου («O Πιο Μακρύς Δρόμος») έφερε το «Οταν ο Βάγκνερ Συνάντησε τις Ντομάτες» στο 69ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου του Βερολίνου, στο πλαίσιο του Culinary Cinema της Berlinale, το τμήμα του Φεστιβάλ που προβάλλει ταινίες - «τροφή για σκέψη». Κι αυτό ακριβώς προκαλεί αυτό το ντοκιμαντέρ.
Με την αφορμή αυτής της ιδέας, η κάμερά της περιπλανιέται στο χωριό, την ερημιά αλλά και την ομορφιά του. Καταγράφει τις ζωές των κατοίκων - την μοναξιά, αλλά και την έμφυτη χαρά τους. Ο φακός της δεν αποτυπώνει το προβλέψιμο: τη στέρηση, την κακουχία, τη μιζέρια της ξεχασμένης αγροτικής επαρχίας που χτυπήθηκε από την κρίση. Αντιθέτως, νιώθεις ότι αυτούς τους ανθρώπους τους αγαπά και μάς τους δείχνει με έναν τρόπο που αυτόματα τους ερωτευόμαστε κι εμείς.
Οι αγρότισσες που συσκευάζουν τα προϊόντα σε κάνουν να γελάς με την αθωότητα, την αυθεντικότητα και τα καλαμπούρια τους. Να συγκινείσαι όταν καταλαβαίνεις τις ιστορίες τους. Να γελάς με βουρκωμένα μάτια, όταν ποζάρουν στα χωράφια για την ετικέτα της συσκευασίας και ντρέπονται. Να αναγνωρίζεις την μοναδικότητα της στιγμής, όταν ταξιδεύουν στο Βέλγιο, μπαίνουν σ' ένα σούπερ μάρκετ και βλέπουν στα ράφια το αποτέλεσμα του μόχθου τους.
Ο Αλέξανδρος κινεί τα νήματα. Βλέπεις τα γρανάζια του μυαλού του που συνεχώς δουλεύουν: πώς θα πετύχει η ιδέα, μήπως να την προσαρμόσουν σε νέες συνταγές πιο φιλικές με τις διατροφικές μόδες των αγγλοσαξώνων, μήπως να τη συσκευάσουν διαφορετικά; Ακούει, επικοινωνεί (ΟΚ, κάποιες στιγμές αμπελοφιλοσοφεί, αλλά του το συγχωρείς με όλη σου την καρδιά) εμπλέκει και σέβεται όλη του την ομάδα στις αποφάσεις, τα τεσταρίσματα, τις ιδέες. Στέκεται εκεί αγκαλιά με τα ηχεία του και προσπαθεί να αντισταθεί. Να αντισταθεί σε μία πραγματικότητα που θέλει το μέλλον του, τη χώρα του, τις ντομάτες του σε αδιέξοδο. Δεν είναι οικονομική η κρίση. «Είναι ότι έχουν κλέψει τα όνειρά μας...»
Η ποίηση της κάμεράς της, το δημιουργικό της μοντάζ, αλλά πάνω από όλα η ευαισθησία και η παρατηρητικότητα της, κάνουν το ντοκιμαντέρ της Οικονόμου να ξεφεύγει από τις εύκολες συνταγές. Και να πακετάρει στη συσκευασία του κάτι που έχει ψυχαγωγική κι επιμορφωτική γεύση, αλλά ουσιαστική και εμπεριστατωμένη επίγευση. Που μένει στον ουρανίσκο και προβληματίζει. Γλυκόξινα, όπως η πραγματική ντομάτα.