O Αλσαλέχ από τη Συρία και ο Τζασίμ από το Ιράκ, βρίσκονται κρατούμενοι στη φυλακή ανηλίκων του Βόλου με τη βαριά κατηγορία της διακίνησης παράτυπων μεταναστών. Μέσα από τη φυλακή μιλάνε στους γονείς τους και παρακολουθούν τις εξελίξεις του πολέμου ενώ προσπαθούν να σώσουν τους εαυτούς τους. Οι ιστορίες τους ξετυλίγονται στη φυλακή και στο δικαστήριο, αποκαλύπτοντας πώς νέοι αθώοι πρόσφυγες πέφτουν θύματα εξαναγκασμού των διακινητών, εμπλέκονται στη διακίνηση και τελικά καταλήγουν να εκτίουν βαρύτατες ποινές, ενώ οι ίδιοι οι διακινητές συνεχίζουν να δρουν ανενόχλητοι. Αν το δικαστήριο αποφανθεί πώς οι Αλσαλέχ και Τζασίμ είναι ένοχοι, η ποινή φυλάκισής τους μπορεί να είναι 25 χρόνια.

Η πραγματική φυλακή μέσα στην οποία είναι κλεισμένοι οι δύο κεντρικοι ήρωες του συγκλονιστικού ντοκιμαντέρ της Μαριάννας Οικονόμου δεν είναι η φυλακή ανηλικών στο Βόλο (με συνθήκες ανθρώπινες ελπίζουμε όχι μόνο επειδή η κάμερα ήταν ανοιχτή), αλλά η απόσταση που χωρίζει την κοινή λογική από τον ακραίο παραλογισμό που ζουν δυο παιδιά εγκλωβισμένα ανάμεσα σε μια χώρα από την οποία έχουν ξεφύγει για να ζήσουν μια καλύτερη ζωή και μια χώρα που τους παγιδεύει μέσα σε ένα σύστημα ικανό να τα συντρίψει οριστικά και για πάντα.

Οι ιστορίες του Τζασίμ από το Ιράκ και του Αλσαλέχ από τη Συρία – και οι δύο κατηγορούνται για διακίνηση παράτυπων μεταναστών - δεν διαφέρουν από τις χιλιάδες ιστορίες που γράφονται καθημερινά πλέον πάνω στις διαδρομές των προσφύγων και των μεταναστών που περνάνε στην Ελλάδα για να συνεχίσουν το ταξίδι τους προς τη Γη της Επαγγελίας χτυπώντας πάνω σε κλειστά σύνορα και ακόμη πιο κλειστά μάτια.

Αν κάτι, όμως, τις κάνει να μοιάζουν ακόμη πιο σκληρές και απάνθρωπες – και όχι μόνο στα αυτιά ενός όχι εξοικειωμένου εξωτερικού και δη Δυτικού παρατηρητή – είναι η φυσικότητα με την οποία συμβαίνουν, σαν να είναι κάτι απόλυτα καθημερινό για ένα παιδί να μπει στη φυλακή στα 17 του χρόνια για κάτι που δεν έκανε, χωρίς να έχει την παραμικρή δυνατότητα να το αποδείξει – εγκλωβισμένο ακόμη πιο πολύ ανάμεσα στην αδυναμία του να μιλήσει τα ελληνικά, να κατανοήσει τους αρτηριοσκληρωτικούς ρυθμούς της ελληνικής δικαιοσύνης, να βρει μια απάντηση στο γιατί κυνηγημένος από εκεί που έφυγε για να μην πεθάνει πρέπει να αποδεχτεί το τέλος της ζωής του στον τόπο που βρέθηκε για να σωθεί.

Μοιάζει πραγματικά αδύνατον να μην συγκινηθείς μπροστά στην αγωνία ενός παιδιού να αποδείξει ότι όχι μόνο δεν είναι διακινητής μεταναστών και προσφύγων αλλά ότι υπήρξε θύμα ενός διακινητή και του εκβιασμού του που έφτασε να απειλήσει μέχρι και τη ζωή του. Μοιάζει αδύνατον να μην νιώσεις απόγνωση καθώς προσπαθεί να αποδείξει ότι είναι ανήλικος, αλλά δεν έχει κανένα χαρτί πάνω του που να το βεβαιώνει, κινδυνεύοντας να δικαστεί πιο σκληρά ως ενήλικος. Μοιάζει αδύνατον να μην οργιστείς με τη δύναμη που απαιτείται να επιδείξει ένα παιδί που βρίσκεται μακριά από την οικογένειά του, μακριά από το μέρος που γεννήθηκε, ένας ξένος στο no man’s land μιας χώρας που τον αντιμετωπίζει ως εγκληματία.

Το ντοκιμαντέρ της Μαριάννας Οικονόμου είναι πολλά πράγματα. Είναι μια ανατριχιαστική πτυχή του προσφυγικού/μεταναστευτικού που οι περισσότεροι αγνοοούμε. Ενα θρίλερ που εξελίσσεται μπροστά στα μάτια μας και διαθέτει όλα εκείνα τα στοιχεία του σασπένς που σε κάνουν να στέκεσαι στην άκρη του καθίσματός σου. Ενας χάρτης μιας κατάστασης που ξεπερνάει όχι μόνο τη λογική αλλά και κάθε μικρή η μεγάλη σταθερά που θα έπρεπε να ισχύει σε αυτόν τον κόσμο όταν μιλάμε για ανθρώπινες τραγωδίες και εφήβους. Μια αποκαλύπτική ματιά που κερδίζει όχι μόνο την εμπιστοσύνη των ηρώων της αλλά και του θεατή καθώς αυτός γίνεται μάρτυρας μιας καθημερινότητας που αποκολλάται από την ηδονοβλεψία για να γίνει μάλλον ένας συνοδοιπόρος σε μια διαδρομή με αβέβαιο τέλος. Μια καταγγελία που δεν γράφεται με τους συνήθεις λαϊκίστικους όρους και απλώνεται σε ένα μεγάλο – περισσότερο από κατηγορώ – ερωτηματικό για το πόσο ακόμη πιο μακρύς και βασανιστικός θα γίνει ο δρόμος αυτών των ανθρώπων.

Με την κάμερα ανοιχτή, η Οικονόμου καταγράφει τη γέννηση μιας μεγάλης φιλίας ανάμεσα στα δύο αγόρια. Εισβάλλει στις προσωπικές τους στιγμές αφήνοντας ελεύθερη τη σπαρακτική μελαγχολία τους. Στέκεται στα καλώδια των τηλεφώνων που φέρνουν με παράσιτα και τρομαγμένες φωνές τα νέα από τις οικογένειες των παιδιών πίσω στις εμπόλεμες ζώνες. Ακούει τις απίστευτες ιστορίες που τους έφεραν μέχρι την Ελλάδα και τις αγωνίες για εκείνες που κανονικά θα τους στείλουν ακόμη πιο μακριά. Και χωρίς ίχνος μελοδραματισμού, φτηνού συναισθηματισμού ή υπερβολής αφηγείται με καθαρότητα μια σκληρή ιστορία βίαιης ενηλικίωσης που δεν συνοψίζεται μόνο στα γένια που ο Αλσαλέχ συνειδητοποιεί ότι έχει βγάλει περιμένοντας 15 μήνες για να γίνει η δίκη του.

Τα μάτια του Τζασίμ καθώς κοιτάζει απορημένος τον Εισαγγελέα που τον κατηγορεί ως διακινητή μέσα στο δικαστήριο της Κομοτηνής – ένα παιδί που δεν καταλαβαίνει τη γλώσσα στην οποία αμφισβητείται η αξιοπιστία του και κρίνεται το μέλλον του - είναι το αποτύπωμα ενός δρόμου που δεν είναι μόνο μακρύς αλλά και εγκληματικά λανθασμένα σηματοδοτημένος. Ενας δρόμος που ολοένα μακραίνει και σε εγκλωβίζει αντί, όπως θα έπρεπε, να σου δείχνει την έξοδο κινδύνου.

[Το ντοκιμαντέρ «Ο Πιο Μακρύς Δρόμος» θα προβληθεί από το Cinedoc στις 20 Απριλίου στις 20.00 στο Αμφιθέατρο του Γαλλικού Ινστιτούτου και το Σάββατο 23 και την Κυριακή 24 Απριλίου στον κινηματογράφο Δαναός.]