Ο Νέρο είναι ένας 17χρονος Μεξικανός που περνάει τα σύνορα με την Καλιφόρνια προκειμένου να καταταγεί στον αμερικανικό στράτο και να αποκτήσει την πράσινη κάρτα, εκμεταλλευόμενος ένα νόμο (ο οποίος ονομάζεται ειρωνικά «The Dream Act» και εισήχθη από τον Τζορτζ Μπους) που επιτρέπει στους μετανάστες να αποκτούν άδεια παραμονής στη χώρα αν έχουν υπηρετήσει στο στρατό σαν να ήταν εξαρχής Αμερικάνοι πολίτες.
Η πρώτη στάση του Νέρο θα είναι στη χολιγουντιανή έπαυλη που νομίζει ότι ζει ο αδερφός του (ενώ ο δεύτερος στην πραγματικότητα βρίσκεται εκεί απλά για να την προσέχει) και ο τελικός του προορισμός του θα είναι η έρημος στο κέντρο της Μέσης Ανατολής, φύλακας κι αυτός νοητών συνόρων ανάμεσα σε υποτιθέμενους (και συνήθως αόρατους) εχθρούς.
Η επαγωγή που κάνει ο Ιρανός Ράφι Πιτς (πιο γνωστος από το «The Hunter» του 2010 που ήταν και αυτό υποψήφιο για τη Χρυσή Αρκτο στη Berlinale) είναι προφανής, σχεδόν όσο και ολόκληρη η ταινία του που, χωρισμένη σε δύο ευδιακριτα μέρη προσπαθεί να καταδείξει τον μάταιο κύκλο που θα κάνει ο ήρωάς του κυνηγώντας το αμερικάνικο όνειρο σε τελείως λάθος μέρη, αλλά και την πρακτική μιας Αμερικής που χρησιμοποιεί τους μετανάστες για να ενισχύσει τις στρατιωτικές της αποστολές και στη συνέχεια του απελαύνει σαν να μην φόρεσαν ποτέ τη στολή του αμερικανικού στρατού.
Με οδηγό την ενέργεια του νεαρού πρωταγωνιστή του, ο οποίος κρύβει στο προσωπό του όλη την αγωνία, τον ενθουσιασμό και τη μελαγχολία για κάτι που θα μπορούσε να είναι η νέα του ζωή, ο Ράφι Πιτς είναι δηκτικός για τη σχέση των Αμερικάνων με τα όπλα (στην πρώτη μεγάλη σκηνή της συνάντησης του Νέρο με έναν τρελαμένο οδηγό που θα τον οδηγήσει στην Καλιφόρνια), υπερβολικός στην ηθελημένα χυδαία απεικόνιση της πολυτέλειας στη χολιγουντιανή έπαυλη και εμφανώς συμβολικός στο τελευταίο και πιο ενδιαφέρον μέρος στην έρημο.
Σχεδόν στα όρια του σινεμά καταγγελίας, το «Soy Nero» συνυπογράφουν στο σενάριο ο Ράφι Πιτς μαζί με τον Ρουμάνο Ραβζάν Ραντουλέσκου (του «4 Μήνες, 3 Εβδομάδε και 2 Μέρες»), αλλά τίποτα στην προφανή αφήγηση δεν θυμίζει τον υπόκωφο κοινωνικό ρεαλισμό του νέου ρουμάνικου σινεμά. Ακόμη και η φωτεινή φωτογραφία του Χρήστου Καραμάνη που διαγράφει με αυθεντικότητα τη «σκοτεινή» διαδρομή του Νέρο, μοιάζει να χάνει τη διαύγειά της κάτω από το βάρος μιας ταινίας που θέλει να είναι πιο σημαντική από την ιστορία του ήρωά της.
Περισσότερες κριτικές από την Berlinale 2016:
- Berlinale 2016: O Τόμας Βίντερμπεργκ δοκιμάζει την ελεύθερη αγάπη των 70s στο «The Commune»
- Berlinale 2016: Τα τείχη της Ευρώπης είναι οι ανάλγητοι πρωταγωνιστές στο ντοκιμαντέρ «Those Who Jump»
- Berlinale 2016: Τίποτα το ιδιοφυές στο «Genius» του Μάικλ Γκράντατζ
- Berlinale 2016: «Indignation» - Μην αγανακτείτε, ο Φίλιπ Ροθ είναι εδώ
- Berlinale 2016: To «Maggie's Plan» δεν κάνει τη Ρεμπέκα Μίλερ Γούντι Αλεν
- Berlinale 2016: Mαγικός ρεαλισμός απαράμιλλης ομορφιάς στο «Crosscurrent» του Γιανγκ Τσάο
- Berlinale 2016: «Alone in Berlin», αντιναζιστικό δράμα για όλη την οικογένεια
- Berlinale 2016: «Θάνατος στο Σαράγεβο», ζωή σε μας;
- Berlinale 2016: Ο Αντρέ Τεσινέ είναι μάλλον πολύ μεγάλος για να μας πει πώς είναι να είσαι 17 ετών
- Berlinale 2016: Οταν ο Κιγιόσι Κουροσάουα λέει «Creepy» το εννοεί
- Berlinale 2016: Αν μία ταινία πυροδοτεί συζητήσεις, αυτή είναι το «24 Βδομάδες»
- Berlinale 2016: «Fuocoammare». Στη Λαμπεντούζα οι ψαράδες μαζεύουν μόνο κορμιά
- Berlinale 2016: H Σύνθια Νίξον είναι συγκλονιστική στο «A Quiet Passion» του Tέρενς Ντέιβις
- Berlinale 2016: Η Ιζαμπέλ Ιπέρ κοιτά «Το Μέλλον» (και βλέπει πιθανό βραβείο)
- Berlinale 2016: Οταν ο Κιγιόσι Κουροσάουα λέει «Creepy» το εννοεί
- Berlinale 2016: Ο Ντενίς Κοτέ χτυπάει (και καλά) τον καπιταλισμό στο αφελώς ανώφελο «Boris sans Beatrice»
- Berlinale 2016: Οσα κρύβονται στο υπόγειο στο «Lily Lane» του Μπενς Φλίγκαόυφ
- Berlinale 2016: Στο «Midnight Special», ο Τζεφ Νίκολς υπερφωτίζει ένα γοητευτικό sci-fi b-movie
- Το «Χαίρε Καίσαρ!» των αδελφών Κοέν είναι μια σαχλαμάρα φτιαγμένη με πολλή αγάπη