Ο Σάσα είναι ένας 35χρονος άντρας που λίγα χρόνια πριν είχε εγκαταλείψει την πόλη για να εκμεταλλευτεί τις ευκαιρίες που πρόσφερε το κράτος στους νέους που θα επένδυαν στην αγροτική ζωή. Είχε καταθέσει προκαταβολή, είχε πάρει δάνεια, είχε βρει τους ντόπιους εργάτες και εκμεταλλευόταν τα χωράφια που του παραχώρησε η κυβέρνηση με σκοπό να τα κάνει κερδοφόρα. Οι οικονομικές ισορροπίες στην Ευρώπη άλλαξαν, η αγροτική ζωή στη Βόρεια Ρωσία βούλιαξε, το κράτος άλλαξε γνώμη. Τώρα ήθελε πίσω τη γη. Συναντάμε τον Σάσα στη στιγμή που πρέπει να επιλέξει: ή θα βάλει την υπογραφή του, θα πάρει μία μικρή αποζημίωση και θα φύγει με την αγάπη της ζωής του για ένα νέο μέλλον στην γειτονική πόλη, ή θα μείνει να αγωνιστεί δίπλα στους εργάτες του που τον παρακινούν να αντισταθεί στην κυβέρνηση.
Ο Μπορίς Κλεμπνικόφ κινηματογραφεί περισσότερο συναισθηματικά, παρά αφηγηματικά την ιστορία του. Από την πρώτη νυχτερινή σεκάνς του «A Long and Happy Life» (Dolgaya Schastlivaya Zhizn) - μίας μεγάλης φωτιάς που καταστρέφει το γειτονικό σπίτι του ήρωα, η κάμερά του τρέχει, βουτάει στις φλόγες, πάλλεται σαν χτυποκάρδι, απελπίζεται. Ο Σάσα είναι ορμητικός, αγωνίζεται να σβήσει τη φωτιά, να οργανώσει τους γείτονες. Ταυτόχρονα είναι μικρός απέναντι στην καταστροφή.
Εχοντας συστήσει έτσι τον ήρωά του ο Κλεμπνικόφ ξεδιπλώνει μία «μόνος εναντίον όλων» ιστορία, μία τραβηγμένη στα όρια παραβολή για την μάταιη αντιπαράθεση του πολίτη στο κράτος, αλλά και τις ευθύνες της μάζας που ξεσηκώνονται σε αγώνες που δεν έχουν την συνέπεια να συνεχίσουν. Οσο όλοι σταδιακά τον εγκαταλείπουν, τόσο εκείνος τρελαίνεται, πεισμώνει, αυτοκαταστρέφεται.
Η αδυναμία του Κλεμπνικόφ όμως είναι να περιγράψει με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και σαφήνεια τις προθέσεις του ήρωα. Εναποθέτει όλην την εμπιστοσύνη του στην ερμηνεία του πρωταγωνιστή του, Αλεξάντερ Γιατσένκο και στην ένταση με την οποία καταγράφει τις σιωπές του, στον τρόπο που τον καδράρει μέσα στο ξύλινο σπίτι του που μοιάζει έτοιμο να παρασυρθεί στον όλεθρο από το γειτονικό ορμητικό ποτάμι.
Οσο ο Σάσα ξαπλώνει στο κρεβάτι του με τα άγρια νερά να τραντάζουν την εικόνα και τις σκέψεις μας, η ειρωνεία του τίτλου της ταινίας είναι σαφής. Σαν ένας άλλος Γκάρι Κούπερ στο δικό του «High Noon» επιχείρησε να αντισταθεί στην μοίρα, αλλά δεν υπάρχουν ηρωϊκά happy ends στην Αγρια Ανατολή.
Tags: berlinale 2013