Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ποπ κουλτούρα αγαπά τους serial killers. Σχεδόν δεν μπορείς να ανοίξεις την τηλεόρασή σου, δίχως να πέσεις πάνω σε μια σειρά για κάποιον ιδιοφυή δολοφόνο που μεταμορφώνει κάθε έγκλημα σε ένα art installation, το μεγαλείο του οποίου μπορεί να αντιληφθεί μόνο ο ίδιος κι ο αστυνομικός που τον καταδιώκει. Και ίσως κι ο ψυχολόγος του. Εκτός κι αν ο ψυχολόγος του είναι κι αυτός serial killer -και ίσως μαθητής του Φεράν Αντριά.
Σε έναν τηλεοπτικό κόσμο όμως όπου κάθε κατά συρροή δολοφόνος που σέβεται τον εαυτό του μπαίνει στον κόπο να σκοτώσει με προμελέτη που προϋποθέτει ότι δεν έχει πρωινή δουλειά ή καμιά άλλη ασχολία στον κόσμο, όπου οι τόποι των εγκλημάτων μοιάζουν με εκθέματα σε γκαλερί και η ανάλυσή τους είναι γεμάτη από ψίχουλα που οδηγούν σε ένα ψυχαναλυτικό ταξίδι στο σκοτάδι, κάτι μοιάζει να έχει χαθεί.
Κι αυτό δεν είναι άλλο από τον πρωταρχικό τρόμο που θα έπρεπε να γεννά σε κάθε θεατή ένας φόνος, από την επαφή με έναν κόσμο όπου μια μαχαιριά πονά ακόμα, το πηχτό αίμα κολλά στα παπούτσια, όπου η απόσταση ανάμεσα στην καθημερινότητα και την «βραδινή εργασία» ενός δολοφόνου δεν είναι τόσο μεγάλη όσο θα περίμενε κανείς.
To «The Fall», η σειρά του Αλαν Κάμπιτ για το Ιρλανδικό κανάλι RTÉ One και το BBC δεν θα μπορούσε να βρίσκεται πιο μακριά από αυτό το τηλεοπτικό (κι όχι μόνο) παράδειγμα που τείνει να γίνει ο κανόνας στον τρόπο που απεικονίζεται ένας serial killer στην οθόνη.
Απόλυτα αληθοφανές, κολλημένο στην πραγματικότητα, τοποθετημένο στο Μπέλφαστ το οποίο με τον τρόπο του καθορίζει τους χαρακτήρες και την συμπεριφορά τους, κατοικημένο από χαρακτήρες που δεν μοιάζουν απλά με αποκυήματα μιας δημιουργικής φαντασίας, το «The Fall» δεν κάνει σχεδόν τίποτα με τον τρόπο που θα περίμενες, από μια σειρά που χρειάζεται τα νούμερα της τηλεθέασης για να επιβιώσει με την ίδια ανάγκη, που ο ήρωας της χρειάζεται να σκοτώσει.
Στη σειρά του Κάμπιτ, το ενδιαφέρον μοιράζεται ανάμεσα σε δύο πόλους. Από την μια στον Πολ Σπέκτορ, τον δολοφόνο που παρακολουθεί και σκοτώνει μελαχρινές νεαρές κοπέλες στα ίδια τους τα σπίτια, αφήνοντάς τες καθαρές, και με τα νύχια τους φρεσκοβαμμένα. Από την άλλη, η Στέλα Γκίμπσον, μια ντετέκτιβ της βρετανικής αστυνομίας που φτάνει στο Μπέλφαστ για να βοηθήσει στην έρευνα ενός φόνου και η οποία θα είναι η πρώτη που θα αναγνωρίσει τα σημάδια ενός έργου που μοιάζει να έχει συνέχεια σε δυο φαινομενικά ασύνδετους φόνους.
Αυτό που κάνει και τους δύο τόσο ενδιαφέροντες, αυτό που τους καθορίζει, δεν είναι το είδος της δουλειάς που κάνουν, το γεγονός ότι ένας σκοτώνει κι η άλλη τον κυνηγά, όσο το περιβάλλον τους, ο τρόπος που η σειρά τους προσδιορίζει, το ψυχολογικό τους πορτρέτο που μοιάζει το ακριβές αντίστροφο της τυπικής ψυχολογίας δύο τέτοιων χαρακτήρων.
Ο Πολ είναι ένας σύμβουλος για ανθρώπους που πενθούν, παντρεμένος οικογενειάρχης, τρυφερός πατέρας το πρωί, που επιστρέφοντας σπίτι μετά από κάθε έγκλημα κρύβει τα σουβενίρ και τα πειστήρια του στο ταβάνι πάνω από το κρεβάτι της μικρής του κόρης. Η Στέλα από την άλλη, είναι μια δυναμική έξυπνη γυναίκα υπερβολικά βασισμένη στον εαυτό της, ψυχρή αλλά γοητευτική με μια ζωή που την έχει μάθει να παίρνει αυτό που θέλει ακόμη κι αν μερικές φορές το κάνει με τον πιο ωμό τρόπο. Οπως το να δίνει τον αριθμό του δωματίου της στο ξενοδοχείο όπου μένει σε έναν συνάδελφό της που μόλις έχει δει για πρώτη φορά. Και να τον διώχνει από αυτό με την ίδια ευκολία λίγη ώρα μετά.
Και οι δυο τους απέχουν από οποιοδήποτε γνώριμο κλισέ με τον ίδιο τρόπο που η απουσία μιας μυθοποιημένης Αμερικής ως τόπος εξέλιξης της ιστορίας, γειώνει στη σειρά σε μια πραγματικότητα που σπάνια συναντάς στην τηλεόραση. «Καλώς ήλθες στο Μπέλφαστ. Τα πράγματα είναι διαφορετικά εδώ» προειδοποιεί την Στέλα ο ανώτερός της όταν φτάνει στην πόλη κι έχει δίκιο. Ο τόπος, οι άνθρωποι το πρόσφατο παρελθόν, δεν απουσιάζουν από το «The Fall», αντίθετα πυροδοτούν μια δευτερούσα πλοκή και ορίζουν με τον τρόπο τους την δράση και τους ήρωες.Και κυρίως προσδίδει στη σειρά την αίσθηση μιας πραγματικότητας αναγνωρίσιμης και υπαρκτής, φέρνοντας το κακό στην συνηθισμένη καθημερινότητάς μας και γι αυτό κάνοντάς το διπλά ανατριχιαστικό.
Κάτι που το οφείλει ασφαλώς και στην ερμηνεία του Τζέιμι Ντόρναν, που κατορθώνει να χωρά στον χαρακτήρα του και συχνά μέσα στην ίδια σκηνή, το τέρας και τον κανονικό άνθρωπο και που χτίζει έναν από τους πιο απειλητικούς serial killers που είδαμε ποτέ. Στον αντίποδα του η Γκίλιαν Αντερσον (που από μια ενδιαφέρουσα σύμπτωση υποδύεται την ψυχολόγο του Χάνιμπαλ Λέκτερ στην τηλεοπτική εκδοχή του «Hannibal») βρίσκει εδώ έναν από τους καλύτερους ρόλους της καριέρας της κι έναν που περιέχει περισσότερες αμφίσημες παρά ξεκάθαρες πλευρές.
Στην διάρκεια των πέντε επεισοδίων του πρώτου κύκλου της σειράς η σκηνοθεσία του Βέλγου Γιάκομπ Βερμπούγκεν δίνει στην σειρά το ύφος ενός Norcic thriller, το σενάριο του Κάμπιτ χτίζει έναν ενδιαφέροντα ιστό που ενώνει τους δύο βασικούς χαρακτήρες, προσθέτει στην πινακοθήκη της σειράς ήρωες με ενδιαφέροντα χαρακτηριστικά και συνθήκες για εξέλιξη κι αφήνει την πλοκή σε ένα cliffhanger που σε κάνει να αδημονείς για την συνέχεια. Η οποία ευτυχώς έρχεται (ελπίζουμε σύντομα) αφού ο δεύτερος κύκλος του «The Fall» έχει ήδη εγκριθεί από το BBC.
Δείτε πιο κάτω δυο τρέιλερ της σειράς, καθώς κι ένα χορταστικό making of.