Η αγαπημένη μου ιστορία για τον Τζον Χιουζ έχει -φυσικά- να κάνει με το prom του. Όταν έφτασε στην είσοδο μαζί με την τότε κοπέλα του, Νάνσι, φορώντας καουμπόικες μπότες, δεν του επετράπη η είσοδος επειδή δε συμβάδιζε με το dress code. Δεν τον ένοιαξε αρκετά ώστε να συμμορφωθεί με τους κανόνες, αλλά τον ένοιαξε αρκετά ώστε να δημιουργήσει μια ολόκληρη κινηματογραφική καριέρα πάνω σε τραύματα σαν αυτό.
Θα μπορούσε κανείς να πει πως ο Χιουζ στην πραγματικότητα δεν αποφοίτησε ποτέ από το λύκειο (σχετικό ή άσχετο: η Νάνσι μετά έγινε και γυναίκα του) και αν αυτό είναι αλήθεια, τότε του είμαστε όλοι υπόχρεοι γι’αυτό. Διότι χάρη σε αυτόν έγινε βίωμα για όλες τις γενιές εφήβων που ήρθαν μετά.
Είναι πολύ δύσκολο να εντοπίσεις τι ακριβώς συνιστά επίδραση Τζον Χιουζ, ίσως επειδή το είδος της ιστορίας που αφηγήθηκε στα ‘80s, καθορίζοντάς την για πάντα, υπερέβη τόσο πολύ τα χρονικά και τα γεωγραφικά δεσμά της που καθιερώθηκε άμεσα ως κανόνας στην νεανική δραμεντί.
«Είναι μάλλον γελοίο να ακούς ανθρώπους να μιλάνε για τις ταινίες που κάνουμε, με αυτό το συνδυασμό εξωφρενικού χιούμορ και ευαισθησίας, λες και είναι καμιά πρωτότυπη ιδέα,» είχε πει ο Τζαντ Άπατοου τη μέρα του θανάτου του Χιουζ, αναφερόμενος στο δικό του εργοστάσιο παραγωγής κωμωδίας με καρδιά. «Ήταν όλα εκεί στις ταινίες του Τζον Χιουζ. Είτε μιλάμε για το “Freaks and Geeks” ή για το “Superbad”, η όλη ιδέα του να έχεις outsiders ως πρωταγωνιστικούς χαρακτήρες, όλα ξεκίνησαν με τον Χιουζ.»
Και όχι μόνο αυτό.
Αβέβαιοι έφηβοι που ανακαλύπτουν τον εαυτό τους, νέοι που επαναπροσδιορίζουν ή αναζητούν την δική τους ταυτότητα, επαναστατούν, έρχονται σε σύγκρουση με τις προσδοκίες και τις ετικέτες που τους έχουν ήδη φορεθεί από ένα αραχνιασμένο status quo της γενιάς των γονιών τους. H ιδέα της ιστορίας ενηλικίωσης ως μια κούρσα συναισθημάτων που ξεκινά από δειλά αγγλίγματα στο σχολικό προαύλιο και φτάνει ως ξέφρενα καραόκε στους δρόμους μεγαλουπόλεων. Η εφηβική απόδραση ως τεταμένη πραγματικότητα που μπορεί να είναι αλήθεια ή να είναι μια φαντασίωση ή να είναι ένα fever dream. Νέοι άνθρωποι που δεν αφήνουν τους άλλους να τους καθορίσουν- ή να τους τιμωρήσουν για αυτό που επιλέγουν να είναι. Αλλά και η ταξική προέλευση ως αποφασιστικός παράγοντας στο σχηματισμό χαρακτήρα, αναφορών και αισθητικής.
Αυτή η κληρονομιά που δημιούργησε ο «φιλόσοφος της εφηβείας» (όπως κάποτε τον χαρακτήρισε ο Ρότζερ Έμπερτ) στα ‘80s με τη Μόλι Ρίνγκουολντ και το «Breakfast Club» και τον Φέρις Μπιούλερ δεν είναι κάτι που μπορεί πλέον να μετρηθεί. Η συμβολή του ήταν τόσο αποφασιστική που επί της ουσίας πλέον οτιδήποτε διαδραματίζεται σε αυτό το συγκεκριμένο σκηνικό και επιχειρεί μια κάποια ισορροπία γέλιου και καρδιάς, δε μπορεί παρά να είναι απόγονος.
«Είναι ο Τζέι Ντι Σάλιντζερ της γενιάς μας,» είπε γι’αυτόν ο Κέβιν Σμιθ κάποτε. «Άγγιξε μια γενιά και μετά αποχώρησε. Αν δεν ήταν αυτός δε θα έκανα αυτό που κάνω. Οι ταινίες μου είναι βασικά ταινίες Τζον Χιουζ αλλά με βρισιές.» Ο Κέβιν Σμιθ είναι μόνο ένας από πάρα πολλούς δημιουργούς που κάνουν «ταινίες Τζον Χιουζ αλλά με--». Όπως και σειρές.
Με αφορμή την επιστροφή του υπέροχου «Awkward.» του MTV, της αγνότερης ίσως όλων των Χιουζ-ικών εκφράσεων σήμερα, καταγράφουμε 10 ακόμα σειρές που βλέποντάς τις νιώσαμε μετά την ανάγκη να σβήσουμε ξανά τα «Sixteen Candles», να γκαρίξουμε το «Twist and Shout», να υψώσουμε τη γροθιά μας στον αέρα.
«Community»
H κατεξοχήν σειρά-Τζον Χιουζ, όπου ο Νταν Χάρμον ουσιαστικά δημιούργησε ένα ποπ αριστούργημα τριών σεζόν σαν άσκηση ύφους πάνω στην πρόταση «Αποδομήστε την ποπ κουλτούρα με βάση τις σκηνές της απομόνωσης του “Breakfast Club”.» Οι χαρακτήρες ακολουθούν τους ίδιους προσδιορισμούς της τυπικής Χιουζ-ικής πεντάδας (το μυαλό, ο αθλητής, ο τρελός, η πριγκίπισσα, ο εγκληματίας) σε διάφορους συνδυασμούς. Αναγκάζονται να ανεχτούν ο ένας τον άλλον ως ενός είδους κοινωνική τιμωρία, προτού αποδεχτούν πως αυτή η απομόνωση, αυτό το απόγευμα στην κόλαση που κράτησε 3 σεζόν στο δημοτικό κολέγιο της συμφοράς, δεν ήταν τιμωρία αλλά λύτρωση. Και προτού συνειδητοποιήσουν πως ναι, όλοι τους είναι μυαλά, αθλητές, τρελοί, πριγκίπισσες και εγκληματίες. ΟΚ, κυρίως τρελοί.
Ο πιλότος της σειράς προβλήθηκε 41 μέρες μετά τον θάνατο του Τζον Χιουζ και κλείνει με αφιέρωση σε αυτόν. Δεν χρειαζόταν καν.
«The O.C.»
To popmatters έγραψε πως το «O.C.» έχει γίνει «μια ταινία Τζον Χιουζ για τα ‘00s» και το λατρεύω γι’αυτό επειδή α) αγαπώ τον Τζον Χιουζ, β) αγαπώ το «O.C.» και γ) αγαπώ τα ‘00s. Η σειρά δουλεύει πολύ πάνω στην μετάδοση πρώτου προσώπου οπτικής για όλους τους βασικούς χαρακτήρες σε ίσο βαθμό, παίζοντας πολύ με την ιδέα του τι ακριβώς ορίζει τον outsider σήμερα. Επίσης είναι κεντρικό κι αναπόσπαστο στοιχείο της υπόστασής του το κοινωνικό κομμάτι, μεταφέροντας στο κέντρο της σκηνής τις διαφορές στις συμπεριφορές, τις προσδοκίες και τον ίδιο τον τρόιπο που ονειρεύονται οι διάφοροι χαρακτήρες ανάλογα με το πού και πώς έχουν μεγαλώσει. Είναι κάτι που οι περισσότεροι απόγονοι του Χιουζ αφήνουν απ’έξω, αλλά όχι ο Σβαρτζ.
Έτσι, το «O.C.» καταφέρνει να κοιτάζει σαν outsider τον Ράιαν (το φτωχό παιδί με τα προβλήματα προσαρμογής και συμπεριφοράς), τον Σεθ (ο geek άβολος έφηβος), αλλά και τη Σάμερ, την πριγκίπισσα που ουσιαστικά παραδίδει τον τίτλο της έχοντας πάρε-δώσε με τους υπήκοους. Για μιάμιση σεζόν στην αρχή και μία στο τέλος, το «O.C.» είναι άξιος απόγονος. Όπως θα έλεγε ο Κέβιν Σμιθ, είναι μια ταινία Τζον Χιουζ αλλά με indie μουσική. (Άλλο ένα θετικό.)
«Glee»
«To “Glee” είναι σαν μια ταινία του Τζον Χιουζ που μετατράπηκε σε μιούζικαλ τραγουδισμένο από τζούκμποξ,» έγραφαν μετά την πρεμιέρα της σειράς οι New York Times κι αυτό είναι η ακριβέστερη περιγραφή που μπορεί έτσι κι αλλιώς να κάνεει κάποιος γι’αυτήν. Θεματικά δεν έχει τρομερές αποχωρήσεις από τη βασική Χιουζ-ική σχολική σύνθεση των απομονωμένων outsiders με τα γνωστά χαρακτηριστικά της πεντάδας του «Breakfast Club».
Στην πορεία βέβαια προκύπτει πως δεν έχει ιδέα τι να κάνει με αυτή τη φόρμουλα και πρακτικά την εγκαταλείπει, ενώ καταφέρνει να είναι προοδευτικό αλλά με έναν τρόπο που αποδεικνύει πως δεν έχει ιδδιαίτερη κοινωνική αίσθηση. (Οι χαρακτήρες είναι οχήματα πλοκής και μηνύματος.) Τελοσπάντων, σαφώς το μετράμε και σαφώς μας διασκέδασε πολύ στην αρχή.
«Skins» (3η γενιά)
Από τις πιο ενδιαφέρουσες περιπτώσεις Χιουζ-ικού δανείου, διότι ξεκινά από στοιχεία καθαρά φορμαλιστικά πριν καταλήξει να χρησιμοποιήσει και χαρακτήρες. Η όλη ιδέα των «Skins» είναι πως μέσα από τα φρενήρη POV επεισόδια, παρουσιάζουν την εφηβεία σαν ένα αγχωμένο όνειρο πυρετού όπου όλα είναι ακραία ζητήματα θριάμβου ή καταστροφής γεμάτα υπερβάσεις και υπερβολές. Δηλαδή είναι ο Φέρις Μπιούλερ αλλά με σεξ και ναρκωτικά αντί για μουσεία και μουσικές παρελάσεις.
Αυτό μέχρι να φτάσουμε στην 3η γενιά χαρακτήρων, όπου οι σεναριογράφοι πειραματίζονται και επιχειρούν να αλλάξουν το παιχνίδι τους: Οι νέοι ήρωες δεν έχουν καμία σχέση με τους Τόνι και τις Έφι και τους Κουκ, παρά είναι βγαλμένοι κατευθείαν μέσα από ένα σημερινό, αγγλικό «Breakfast Club». Δειλά και διόλου υστερικά, ψηλαφίζουν διστακτικά τον περίγυρό τους μέχρι να βρουν που ταιριάζουν και πώς. Η 5η σεζόν είχε φυσικά πολύ μικρότερη επιτυχία από τις προηγούμενες (περίπτωση «Sopranos»: πιο πολύς κόσμος συντονιζόταν για την οπτική ακρότητα παρά για τα ονειρικά, υπερβατικά στοιχεία) αλλά χαιρόμαστε που υπήρξε.
«Parker Lewis Can’t Lose»
Αυταπόδεικτο. Προφανώς όλοι έχουμε μια μακρινή ανάμνηση αυτού του χαριτωμένου, έξυπνα γυρισμένου, και γεμάτου ενέργεια ανεπίσημου spin-off του «Ferris Bueller’s Day Off».
«Girls»
Δεν είναι μόνο ένα αλλά πολλά μικρά στοιχεία που κατά καιρούς μοιάζουν να έχουν ξεπηδήσει από κάποια ταινία του Τζον Χιουζ. Η σχέση της Σοσάνα με τον Ρόι, το φινάλε της 2ης σεζόν (ειδικά η σκηνή επανένωσης Άνταμ-Χάνα), όλο το επεισόδιο με τους γονείς της Τζέσα. Οι αναφορές είναι σαφέστατες από μέρους της Ντάναμ, της οποίας εξάλλου η meta-αυτοπροσδιοριστική ατάκα «είμαι μια φωνή... μιας γενιάς» από τον πιλότο, πλέκει χαρακτήρα και ύφος πάνω στο πατρόν της κληρονομιάς του Τζον Χιουζ, που θεωρείται η κατεξοχήν Φωνή Μιας Γενιάς του αμερικάνικου σινεμά.
Βεβαίως ο κυριότερος παραλληλισμός έχει να κάνει με την ίδια την αποστολή της σειράς: Χαρακτήρες που πασχίζουν να ξεφύγουν από τα κουτάκια στα οποία τους έχουν κλείσει οι γονείς τους και όλη τους η γενιά, ώστε να φτιάξουν μόνοι τους το δρόμο που θα ακολουθήσουν και που θα καθορίσει το ποιοι στ’αλήθεια είναι. Μπορεί η σειρά να περπατά στις νεοϋορκέζικες λεωφόρους του «Sex & the City» αλλά ονειρεύεται τον Τζον Χιουζ. Ο παραγωγός Τζαντ Άπατοου σίγουρα θα συμφωνούσε. Και μιας και τον αναφέραμε...
«Freaks and Geeks»
Το καλύψαμε ήδη από την εισαγωγή του κειμένου, αλλά επειδή δεν μπορεί να τονιστεί αρκετά, το ξαναλέμε: To «Freaks and Geeks» είναι ο απόλυτος συνεχιστής του Τζον Χιουζ. Μπήκε στα φτωχά και τα διαλυμένα σπίτια των πρωταγωνιστών του, κατέγραψε τις ανησυχίες και τις αβεβαιότητές τους, παρέλυσε μπροστά στα ανικανοποίητα κι ανέκφραστα συναισθήματά τους, μας έκανε να γελάσουμε και να κλάψουμε με τους θριάμβους και -κυρίως- τις ήττες τους.
Το τέλος της σειράς πάει το μάντρα του «Breakfast Club» ένα βήμα παραπέρα. Οι καμμένοι γίνονται φρικιά, η πριγκίπισσα ντύνεται ροκ, οι ταμπέλες δεν καταργούνται γιατί, ανατροπή, δεν υπήρχαν ποτέ.
«Gilmore Girls»
H Έιμι Σέρμαν Παλαντίνο προφανέστατα λατρεύει τον Χιουζ σε ανθυγειινό βαθμό. Δεν είναι μόνο οι συνεχείς αναφορές σε σκηνές από τις ταινίες του και στην Μόλι Ρίνγκουλντ και την ‘80s βασιλεία της- είναι η αίσθηση σε ένα γενικότερο επίπεδο πως κάθε γωνιά του κόσμου που έχει χτίσει στο Σταρς Χόλοου έχει γεννηθεί σε ένα όνειρο γενεθλίων της Σαμάνθα στο «Sixteen Candles». Επίσης, ανάθεμα κι αν η Ρόρι δεν είναι το μυαλό και η πριγκίπισσα και η τρελή, που ερωτεύεται τον αθλητή και τον εγκληματία.
«My So-Called Life»
Μέσα από τα μάτια και τα λόγια της Άντζελα παρακολουθούμε μια από τις πιο αληθινές ιστορίες ενηλικίωσης σε σχολικό περιβάλλον που έχουν βγει ποτέ, σε τηλεόραση ή σινεμά. Ως τέτοια δε θα μπορούσε παρά να χρωστά πολλά στον Χιουζ, έστω κι αν έχει μια ροπή περισσότερο προς το δράμα εκεί που η σχολή Άπατοου το πήρε προς το (πικρό έστω) χαμόγελο. Επιπλέον, η Κλερ Ντέινς, στον πρώτο μεγάλο της ρόλο, μέσα από αφήγηση μιλά απευθείας στον θεατή, ανοίγει την καρδιά του χαρακτήρα της με τρόπο που παραπέμπει στον Φέρις Μπιούλερ- απλά, και πάλι, με τόνο σαφώς λιγότερο ξέφρενο. Αν το σύμπαν του Τζον Χιουζ είναι η ανέμελη αναζήτηση της εφηβείας, η σειρά των Ζούικ και Χέρσκοβιτς θα μπορούσε να θεωρηθεί η στιγμή λίγο πριν την ενηλικίωση.
«Buffy, the Vampire Slayer»
Εξετάζοντας απλώς και μόνο το ίχνος που αφήνει πίσω της μια δημιουργίας, ξεχνώντας για λίγο τεχνικά ζητήματα, ιστορίες, ηθοποιούς κλπ, ίσως κανείς να μην ανανέωσε τόσο πολύ την αποστολή του Χιουζ όσο ο Γουήντον, του οποίου κάθε ιστορία έχει να κάνει με χαρακτήρες outsiders που δεν επιτρέπουν σε κανέναν να τους κρίνει για αυτό που είναι και να τους επιβάλλει οτιδήποτε. Ο λόγος που λειτούργησε τόσο καλά το «Avengers» ήταν επειδή ο Γουήντον προσέγγισε τον υπερηρωικό μύθο υπό το πρίσμα του «Breakfast Club»: Στην κα ρδιά του φιλμ υπάρχει μια ωριαία σεκάνς με μισή ντουζίνα φρικιά σε απομόνωση να τσακώνονται και να επανακαθορίζονται το ένα σε σχέση με το άλλο ώσπου να γίνουν ένα.
Όμως κατανοητά, η πιο καθαρή Χιουζ-ική έκφραση της καριέρας του, είναι η πρώτη του σειρά, που εξάλλου διαδραματίζεται και σε σχολείο, έχοντας το coming-of-age στοιχείο κεντρικό και αναπόσπαστο της μυθολογίας. «Στην πραγματικότητα δεν πήγα καν σε παραδοσιακό σχολείο στην Αμερική,» λέει ο Γουήντον, ο οποίος πέρασε χρόνια σπουδάζοντας στην Αγγλία. «Όμως έχω δει αρκετές ταινίες του Τζον Χιουζ ώστε να ξέρω πολύ καλά τι συμβαίνει στο λύκειο,» συνεχίζει, εντοπίζοντας την ουσία της επίδρασης του auteur της ‘80s εφηβείας, η οποία είναι αυτή:
Όλοι μας γνωρίζουμε πώς είναι να μεγαλώνεις ως έφηβος στην Αμερική κι ας μην έχουμε καν πατήσει το πόδι μας εκεί. Κι αυτό είναι κάτι που οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στις ταινίες του Τζον Χιουζ.
*Το «Awkward.» ξεκίνησε την 3η σεζόν του και σύντομα θα μιλήσουμε αναλυτικότερα για αυτό.