Το τέλος του «Breaking Bad» ήταν το πιο πολυσυζητημένο φινάλε τηλεοπτικής σειράς εδώ και κάμποσα χρόνια, πιθανώς μετά από εκείνο του «Lost», για τον πολύ απλό λόγο πως έκτοτε δεν έχει τελειώσει καμία σειρά τόσο σημαντική με κάθε έννοια, και να προσφέρω τις συγγνώμες και τα σέβη μου στο «Fringe», στο «House», στο «Dexter» (LOL) και όλους τους λοιπούς αξιότιμους συντρόφους, αλλά έτσι έχουν τα πράγματα.
Οι παράγοντες που μπαίνουν εδώ είναι πολλοί. Το «Breaking Bad» σε αντίθεση με άλλες σειρές-φαινόμενα, απέκτησε μέρος της δημοφιλίας του προχωρώντας προς το τέλος. Η πορεία των αριθμών του θα αποτελέσει μελλοντικό case study, ποτέ καμία σειρά δεν είχε μέσους όρους των 2 εκατομμυρίων θεατών επί 4 χρόνια, έξυσε το ταβάνι των 3 εκατομμυρίων τον 5ο χρόνο, και ξαφνικά στον 6ο και τελευταίο οι θεαματικότητες των δύο τελευταίων επεισοδίων να είναι 6.5 και 10+ εκατομμύρια.
Είναι σειρά που όσο πλησίαζε στο τέλος, γινόταν όλο και πιο σημαντική, κι αυτό παίζει μεγάλο ρόλο όταν εκτιμάς ένα φινάλε και το ρόλο του, αντί να το κοιτάξεις απλώς εκτός πλαισίου ψάχνοντας να βρεις το καλύτερο gimmick.
Η λογική των σειρών της καλωδιακής (ή, για να μιλήσουμε ευρύτερα, η λογική ‘σειρών καλωδιακής’) αφορά μια αφήγηση με έμφαση στην κατεύθυνση και στο φινάλε εξίσου μεγάλη με το ταξίδι προς τα εκεί. Κι αυτό εξηγεί γιατί οι σειρές που ακολουθούν στη λίστα είναι κυρίως σύγχρονες: Αποτελούν κατακλείδες μιας ιστορίας που πηγαίνει κάπου, που σε οδηγεί οργανικά σε ένα τέλος, κι όχι απλά εβδομαδιαίες ιστορίες που απλώς κάποια στιγμή κλείνουν με κάποιο έξυπνο τρικ.
Περισσότερη «καλή» τηλέοραση εδώ.
Κοινώς, στην ιστορία της τηλεόρασης έχουν υπάρξει πολλά έξυπνα φινάλε, σειρών που δεν τα δικαιολογούσαν απαραιτήτως, σειρών που θα μπορούσαν να έχουν τελειώσει με σχεδόν οποιοδήποτε προηγούμενο επεισόδιό τους - η χιονόμπαλα στο «St. Elsewhere» το διασημότερο εξ αυτών. Αλλά αντί να ασχοληθούμε με εξωτερικής φύσεως κλεισίματα του ματιού στους πιστούς θεατές (γεια σου, Μπομπ Νιούχαρτ!) θελήσαμε να εστιάσουμε σε σειρές που πήραν ιστορίες, μοτίβα και θεματικές και τις οδήγησαν στο τέρμα με συνέπεια και τόλμη.
Προς τιμήν του κυρίου Γουάιτ που μας υποχρέωσε να ανατρέξουμε στη λίστα με τα αγαπημένα μας φινάλε, αυτή είναι μια -εκ των πραγμάτων ακραία υποκειμενική- καταγραφή των 10 αγαπημένων μας τελευταίων επεισοδίων.
Διαβάστε ακόμη: Βραβεία Emmy 2014 / Ο θρίαμβος του «Breaking Bad» αλλάζει τις προσδοκίες από το τηλεοπτικό δράμα
Προφανώς ακολουθούν spoilers για την εκάστοτε σειρά.
10, «Twin Peaks» (Episode 29)
Τη σειρά αυτή την είδα πρώτη φορά στην τηλεόραση προτού αρχίσουμε να πολυψάχνουμε τα πράγματα στο ίντερνετ, οπότε δεν είχα καμία περαιτέρω γνώση, δεν ήξερα πόσες σεζόν είναι, πόσα επεισόδια, τι έχει γραφτεί, κλπ. Ηξερα ό,τι έβλεπα. Οταν είδα το τελευταίο επεισόδιο είχα ενθουσιαστεί με αυτή τη νέα, απίστευτη τροπή που πήρε η σειρά, καθώς έκλεινε με τον Πράκτορα Κούπερ να έχει καταληφθεί από τον Μπομπ και να κουτουλάει το κεφάλι του στον καθρέφτη του μπάνιου. Χαμός! ΚΑΙ ΤΩΡΑ ΤΙ!
Την επόμενη νύχτα συντονίστηκα για να δω το επόμενο επεισόδιο, μόνο για να διαπιστώσω πως κάτι τέτοιο δεν υπήρχε. Είναι η πρώτη φορά που έγινα έξαλλος με μια σειρά, αλλά σταδιακά στη διάρκεια των χρόνων εκτίμησα την τέχνη πίσω από την ατελή παράνοια που είχε παραδώσει ο Ντέιβιντ Λιντς. Ως ανήσυχο (και ελαφρώς παλαβό) πνεύμα, έπαιξε με τη σύμβαση του τι ιστορία και πώς, μπορούμε να αφηγηθούμε στο τηλεοπτικό μέσο, εισάγοντας την ιδέα πως μια σειρά είναι απλώς το παράθυρό μας σε έναν κόσμο και πως στο φινάλε απλώς αυτό κλείνει. Ο κόσμος συνεχίζει να υπάρχει.
Και ο κόσμος που δημιούργησε ο Λιντς είναι από τους πιο αξέχαστους στην ιστορία της τηλεόρασης, με ένα φινάλε που υπογραμμίζει όλα τα ξεχωριστά, σουρεάλ, εφιαλτικά του στοιχεία, μέχρι τελευταίου, αποστομωτικού, πλάνου. Ο Λιντς είναι μια ονειρική ιδιοφυία, και εδώ ολοκλήρωσε την πρώτη τηλεοπτική σειρά που αληθινά προκάλεσε τα όρια και τους τηλεοπτικούς κανόνες, βάζοντάς μας ουσιαστικά σε έναν νέο κόσμο. Απότομη ωρίμανση; Μπορεί, αλλά χωρίς αυτό δε θα είχαμε πάει πουθενά.
9, «Seinfeld» (The Finale)
Μακράν το πιο παρεξηγημένο φινάλε στην ιστορία της τηλεόρασης. H παρέα των 4 συλλαμβάνεται και φυλακίζεται επειδή αντί να βοηθήσουν έναν άτυχο συνάνθρωπό τους κάθονται στην άκρη και κάνουν αστειάκια εις βάρος του, δηλαδή εν ολίγοις έχουμε όλη την ουσία της σειράς σε μια σκηνή. Η αποθέωση του χιούμορ κυνικά αποστασιοποιημένης παρατήρησης, σε κοινωνικό context.
Ακολουθεί μια δίκη που αποτελεί αφορμή να παρελάσουν από την οθόνη ουσιαστικά όλοι οι κατά καιρούς ξεχωριστοί guest stars και αξιομνημόνευτοι χαρακτήρες, πριν η παρέα κριθεί ένοχη στην κατηγορία πως “δεν έκαναν τίποτα” και φυλακιστεί για ένα χρόνο. Φυσικά η τελευταία σκηνή είναι στο κελί, όπου οι 4 τους αρχίζουν πάλι να μιλάνε περί ανέμων και υδάτων, επαναλαμμβάνοντας μάλιστα ατάκες από τον πιλότο της σειράς, σηματοδοτώντας έναν κύκλο χιουμοριστικής ανουσιότητας.
Ο Λάρι Ντέιβιντ επέστρεψε μετά από 2 χρόνια για να γράψει το φινάλε της σειράς και ως σήμερα δε σταματά να το υπερασπίζεται με πάθος, και καλά κάνει. Είναι το απόλυτα συνεπές συμπέρασμα από μια σειρά 9 χρόνων «για το τίποτα» που είχε ως κεντρικό μήνυμα και αποστολή την ιδέα πως οι άνθρωποι δεν αλλάζουν, δεν εξελίσσονται, είναι για πάντα δέσμιοι των χειρότερών τους ενστίκτων και αργά ή γρήγορα παραδίδονται ξανά στα ίδια, γνώριμα μοτίβα. Κορόιδευε τον θεατή; Ναι, υποθέτω. Αλλά για τον Λάρι Ντέιβιντ μιλάμε. Πιο ταιριαστό φινάλε δε θα μπορούσε να υπάρξει.
8, «The Wire» (–30–)
Εχω πολλές ενστάσεις για το κλείσιμο της σειράς, τόσο για το τελευταίο επεισόδιο (λιγότερες) όσο και γενικότερα για την τελευταία σεζόν (περισσότερες), αλλά ειδικά στο πέρασμα των χρόνων αυτό που μένει είναι αγάπη και εκτίμηση απέναντι στο μοτίβο. Δεν έχει νόημα να συνοψίσουμε μία προς μία τις εξελίξεις για όλο το μωσαϊκό χαρακτήρων που συνέθεσε ο Σάιμον στη διάρκεια αυτού του μαγικού 5ετούς στόρι, αλλά μεγαλύτερη αξία να θυμηθούμε πως τίποτα δεν τελείωσε.
Με την έννοια πως δεν υπήρχε καμία καθαρότητα, καμία τελεία σε αυτή την πολύπλοκη ιστορία, άλλωστε κάτι τέτοιο θα ερχόταν σε αντίθεση με όλα όσα αντιπροσωπεύει ο Σάιμον και τα σύγχρονα έπη που αφηγείται. Αλλοι χαρακτήρες πέφτουν πιο βαθιά στο λάκο τους, άλλοι σώζονται (αν δεν έκλαψες για τον Μπαμπλς δε θέλω να σε ξέρω), άλλοι παραμένουν σε μια ενδιάμεση κατάσταση κολαστηρίου, άλλοι θριαμβεύουν με τα ψέμματα, άλλοι καταβαραθρώνονται με τις αλήθειες.
Το σύμβολο –30– του τίτλου του επεισοδίου είναι το κωδικό σύμβολο που σηματοδοτεί το τέλος μιας ιστορίας στη δημοσιογραφία, κι ο πρώην ρεπόρτερ Σάιμον το χρησιμοποιεί για να μας πει πως να, εδώ φτάνει το τέλος της δημοσιογραφικής του καταγραφής, αλλά πως η ιστορία, η αληθινή ιστορία των αληθινών ανθρώπων για τους οποίους μας μιλούσε τόσα χρόνια, δεν τελειώνει ποτέ. Το κάθε μέλος της fictional κοινωνίας ζει το δικό του φινάλε (και όλα μετράνε), αλλά η Μηχανή θα συνεχίζει για πάντα.
7, «Life On Mars» (Episode 8)
Αυτό μου το έχει χαλάσει λίγο η σειρά spin-off / sequel / whatever «Ashes to Ashes» γιατί οι πολλές εξηγήσεις μπορούν να χαλάσουν τη μαγεία της ασάφειας, αλλά τελοσπάντων, θα προσποιηθώ πως δεν έχει υπάρξει τίποτα άλλο μετά το τέλος της σειράς.
Διότι εκεί, μεμονωμένα, βρίσκεται ίσως το πιο ανατριχιαστικό φινάλε που έχουμε δει ποτέ στην τηλεόραση, ειδικά όσο παραπάνω το σκέφτεσαι. Εχεις την ιστορία του μπάτσου που πέφτει σε κώμα και μες στο κεφάλι του ζει τα στυλάτα ‘70s για 2 σεζόν ιστοριών. Οταν καταφέρνει να βρει το φως και να δραπετεύσει από αυτή την κατάσταση, ξυπνά στο σήμερα, μόνο για να βρει και να συνειδητοποιήσει πως η ζωή του δεν έχει πλέον τίποτα να του δώσει. Λένε πως όταν πεθαίνουμε βλέπουμε τη ζωή μας να περνά μπροστά από τα μάτια μας, όμως ο Σαμ Τάιλερ όταν πέθαινε, δημιούργησε μια φανταστική ζωή για τον εαυτό του που ήταν ακριβώς το αντίθετο της αληθινής του.
Οταν ξυπνά βλέπουμε το γιατί. Δεν έχει τίποτα εκεί. Είναι όλα ψυχρά και μακρινά. Ο Σαμ ζει για λίγο αλλά τελικά αποφασίζει πως το νόημα εξακολουθεί να του λείπει. Στην συνταρακτική σκηνή κορύφωσης, παίρνει φόρα από μια ταράτσα και υπό τους ήχους του Ντέιβιντ Μπόουι βουτά στο κενό. Στο κώμα που ξαναπέφτει (στιγμιαία; ποιος ξέρει) συναντά ξανά τους χαρακτήρες που τον συντρόφευσαν στο προηγούμενο προσωρινό του τέλος. Πήρε φόρα, έπεσε από ψηλά, και τους συνάντησε ξανά. Βασικά αυτοκτόνησε. Ο κεντρικός χαρακτήρας αυτοκτόνησε στο φινάλε της σειράς και παρόλ'αυτά όταν πέφτουν οι τίτλοι τέλους έχουμε υποψία χαμόγελου. Αν αυτό δεν είναι το πιο αρρωστημένο κατόρθωμα από καταβολής τηλεόρασης, τότε δεν ξέρω ποιο είναι.
6, «Deadwood» (Tell Him Something Pretty)
Κάποιες φορές είσαι απλώς τυχερός. Δηλαδή μην παρεξηγηθώ, προφανώς και δεν είμαστε τυχεροί που το ΗΒΟ αποφάσισε να κόψει το «Deadwood» πριν την τελευταία του προγραμματισμένη, 4η σεζόν που θα ολοκλήρωνε όλα τα σχέδια του Ντέιβιντ Μιλτς. Υπήρχαν ακόμα πράγματα να δούμε, αλλά πια αυτό είναι κάτι που έχουμε αποδεχτεί όταν μιλάμε για τις σειρές της μεγαλύτερης λογοτεχνοτηλεοπτικής ιδιοφυίας δημιουργού.
Πού ήμασταν λοιπόν τυχεροί; Στο ότι ανάμεσα στις άπειρες σειρές που κόβονται, και εν είδει φινάλε παίρνουμε κάτι συμπιεσμένους επιλόγους (τα συγκινητικά τελευταία 90” του «Pushing Daisies») ή ταινίες (το «Firefly» γέννησε το «Serenity»), εδώ το φινάλε που ο Μιλτς έγραφε χωρίς να ξέρει ότι το γράφει, είναι ένα τέλειο κλείσιμο σειράς. Οχι τέλειο ‘δεδομένου ότι’. Αλλά τέλειο. Ετσι ακριβώς όπως είναι.
Στην πορεία της σειράς ο Αλ Σουέραντζεν παρέδωσε την ανθρωπιά του για να χτίσει μια κοινότητα, είτε το έκανε συνειδητά είτε όχι. Και στο τέλος της σειράς, όλη αυτή η κοινότητα συγκεντρώνεται υπό έναν κοινό σκοπό, αφότου ο Αλ έχει παραδώσει κάποια τελευταία του κομμάτια στον Τζορτζ Χερστ ώστε να τη σώσει. Και, απολύτως ταιριαστά και δραματικά, επιστρέφουμε για ένα τελευταίο πλάνο, με τον Αλ να καθαρίζει, μόνος, το αίμα από το πάτωμα του γραφείου του. Πόσο πιο ταιριαστά θα μπορούσαν να έχουν τελειώσει όλα; Ελάχιστα. Αυτό το κλείσιμο είναι όσο τέλειο και ποιητικό κλείσιμο θα μπορούσε να υπάρξει για αυτή τη σειρά.
5, «Freaks and Geeks» (Discos and Dragons)
Οχι πως δεν υπήρξαν ένα σωρό σειρές με φανταστικά φινάλε (μόλις μιλήσαμε για μία, ας πούμε) αλλά καμία δεν το έκανε όπως αυτή των Πολ Φέιγκ και Τζαντ Απατοου. Οι δύο παραγωγοί, διαισθανόμενοι πως το τέλος είναι κοντά, καθότι οι θεαματικότητες έξυναν τον πάτο και η σειρά είχε εξοριστεί στην άγονη γραμμή του προγράμματος, πήραν μια ασυνήθιστη απόφαση. Γύρισαν το φινάλε της σειράς (της σεζόν δηλαδή αλλά ας μη γελιόμαστε, όλοι ήξεραν τι επρόκειτο να συμβεί) και ύστερα συνέχισαν την ανάπτυξη των ενδιάμεσων επεισοδίων.
Αυτό θα πει να ξέρεις τι θες να πεις με την ιστορία σου. Φυσικά το αποτέλεσμα τους δικαίωσε σε θριαμβευτικό βαθμό. Το τέλος του «Freaks and Geeks» δεν είναι μόνο ένα από τα καλύτερα φινάλε, αλλά και ένα από τα συγκινητικότερα επεισόδια και ιστορίες ενηλικίωσης που έχουν γυριστεί ποτέ. Φέρνει τις θεματικές γραμμές που ακολουθεί η ανάπτυξη όλων των χαρακτήρων σε κορύφωση, επιτρέποντάς τους να δοκιμάσουν νέους ρόλους, να τεστάρουν τα όρια των παλιών, στην αποθέωση της ιδέας πως ένας έφηβος δεν είναι παρά ένας άνθρωπος σε διαρκή αναζήτηση ταυτότητας και, ελλείψει αρτιότερης λέξης, ‘σχήματος’.
Στη θέα της Λίντα Καρντελίνι να ανεβαίνει στο λεωφορείο έχοντας πει ψέμματα στους γονείς της, για να κατέβει λίγο αργότερα να ακολουθήσει την περιοδεία των Grateful Dead, ανατριχιάζω πάντοτε. Το μουσικό μοντάζ με το χαρακτήρα της να παίζει για πρώτη φορά το άλμπουμ «American Beauty» είναι από τις ομορφότερες μουσικές στιγμές της αμερικανικής τηλεόρασης. Η όλη ιστορία καταφέρνει να κλείσει μέσα σε 40-κάτι λεπτά όλη την ουσία του τι σημαίνει να λες μια εφηβική ιστορία: τα ψέμματα, η αβεβαιότητα, οι ήττες, οι θρίαμβοι, και καμία μα καμία ευκολία.
4, «The Sopranos» (Made in America)
Εχω βαρεθεί να διαβάζω ανασκοπήσεις και άρθρα και λίστες που όλο και περισσότερο υποκύπτουν στη χλιαρή τάση του να κρατάνε μια ξεχωριστή θέση σε αυτό το φινάλε. Εχεις μια λίστα με τα καλύτερα ή με τα χειρότερα (κάθε άποψη σεβαστή προφανώς) και κάπου θα δεις “η πιο ιδιαίτερη περίπτωση”. Τι πάει να πει αυτό; Δεν κατέγραψε ποτέ κανείς ιστορία με τις επιφυλάξεις κύριοι. Για να τελειώνουμε. Το τέλος των «Sopranos» δεν είναι το πιο πολυσυζητημένο ή το πιο ξεχωριστό ή αυτό που δίχασε πιο πολύ. Δηλαδή ναι, είναι όλα αυτά, αλλά για τις ανάγκες μιας συζήτησεις όπου πρέπει να πάρουμε θέση, είναι κάτι άλλο πολύ πιο ουσιαστικό: Είναι σπουδαίο.
Ο Ντέιβιντ Τσέις ολοκλήρωσε τη σειρά με τόνους συμμετρίας (στο τέλος της 1ης σεζόν η οικογένεια του Τόνι τρώει στο ιταλικό εστιατόριο του Αρτι, στο τέλος της σειράς τρώει στο all-american diner, είναι πλέον ‘made in america’), έχοντας φέρει τον Τόνι στο τέρμα της διαδρομής ως αμερικανότατο μαφιόζο πλήρους συνείδησης (οι θεραπείες νά’ναι καλά) που έχει την οικογένειά του στο πλάι του, με την Μέντοου στο τσακ του να παρκάρει κι αυτή εκεί, έτοιμη δικηγόρος πλέον προστασίας του πατερούλη και των συμφερόντων της φαμίλιας.
Το σκηνικό έχει στηθεί, και φυσικά εκεί είναι που η ιστορία ολοκληρώνεται. Ο Τόνι βεβαίως σκοτώνεται στο τέλος (τα στοιχεία είναι όλα εκεί), αλλά ο Τσέις δεν το δείχνει επειδή η ιστορία έχει τελειώσει. Δραματουργικά όλα έχουν φτάσει στο τέλος τους τη στιγμή που η Μέντοου καταφέρνει να παρκάρει και ανοίγει την πόρτα του εστιατορίου. Σε εκείνο το σημείο το παράθυρό μας στις ζωές των χαρακτήρων κλείνει, δεν υπάρχει λόγος να κοιτάμε άλλο. Ακραίος; Ναι. Προβοκάτορας; Προφανώς. Δημιούργησε το απόλυτο φινάλε; Το πιο πολυσυζητημένο; Το πιο ξεχωριστό; Αυτό που δίχασε πιο πολύ; Το σημαντικότερο; Φυσικά.
3, «Six Feet Under» (Everyone’s Waiting)
Οπως ήδη αναλύθηκε παραπάνω, αλλά και φαίνεται με μια ματιά στις άλλες σειρές στο -έστω- τοπ-4 αυτής της λίστας, πραγματικά προτιμώ την τηλεόραση όταν δεν τα τυλίγει όλα στο τέλος με μια όμορφη κορδέλα και τακτοποιήσει το δωμάτιο και το αφήσει να λάμπει. Τίποτα δεν πρέπει να τελειώνει οριστικά, καθαρά κι απόλυτα. Τότε γιατί αυτό το φινάλε είναι εδώ;
Γιατί πάνω απ’όλα, μετράει η συνέπεια και το πώς ένα τέλος υπηρετεί την ιστορία που έχει προηγηθεί. Το «Six Feet Under» ήταν ανέκαθεν μια σειρά για το τέλος. Κάθε του επεισόδιο ξεκινούσε με έναν θάνατο και τον παρουσίαζε ως μαύρο αστείο- δε θα ήταν δυνατόν να τελειώσει με άλλο τρόπο από το να σου δείξει πως τα πάντα, και όλοι, τελειώνουν. Το κλασικό μουσικό μοντάζ του τελευταίου εξαλέπτου, υπό τους ήχους του «Breathe Me» της Sia, στέλνει την Κλερ (ό,τι πιο κοντά σε κέντρο βάρους της σειράς) σε μια μακρά διαδρομή με την οικογενειακή νεκροφόρα προς τον ορίζοντα, να οδηγά μέχρι το τέλος του κάθε ενός από τους συγγενείς της.
Εκτός από συναισθηματική απελευθέρωση δίχως προηγούμενο, σε μια σειρά όπου κάθε συναίσθημα και κάθε ξέσπασμα πάντα εκφραζόταν με σιωπή και πνιγηρή ένταση, αυτό το οριστικό, αμετάκλητο και απόλυτο τέλος, δεν είναι παρά ο οριστικός θεματικός μονόδρομος για τη σειρά. Η σειρά θανάτων όλων των Φίσερ στο τέλος αποκαλύπτει ουσιαστικά αυτή τη μαύρη κωμωδία 5 σεζόν ως το αρρωστημένο αστείο της πρώτης σκηνής κάθε επεισοδίου που αντιστοιχεί στην ίδια την οικογένεια του Γραφείου Κηδειών.
2, «Angel» (Not Fade Away)
Μάλλον το διασημότερο cliffhanger-που-δεν-υποτίθεται-ότι-είναι-cliffhanger. Και πάλι, όπως και σε προηγούμενη περίπτωση φινάλε της λίστας, πράγματα που ακολούθησαν (κάτι μέτρια κόμικς από τον ίδιο τον Γουίντον εν προκειμένω) χάλασαν κάπως αυτό που υποτίθεται πως αντιπροσωπεύεται εδώ, οπότε υποθέτω ο καθένας το διαβάζει όπως θέλει και λαμβάνει υπόψιν ό,τι θέλει. Αλλά για τους σκοπούς αυτού του κειμένου, αυτή η σειρά τελείωσε σε αυτό το επεισόδιο, σε αυτό το βρεγμένο σοκάκι.
Επειδή η μάχη μεταφέρθηκε στους Partners-εξουσιαστές, με την ομάδα επαναστατών εντός του συστήματος (δηλαδή ο Angel κι η παρέα του) να υψώνουν ανάστημα, ένα τέτοιο τέλος θα ερχόταν σε μία από δύο κατακλείδες. Είτε ο αδύναμος θα θριάμβευε, είτε θα κατατροπωνόταν. Το faux-cliffhanger που γράφουν όμως οι Γουίντον και Μπελ καταφέρνει κάτι διαφορετικό, δηλαδή να πετύχει τον ακριβή τόνο θυσίας και συνεχιζόμενου, διαρκούς αγώνα για τον οποίο είχε πάει προηγουμένως και η «Buffy», μη πετυχαίνοντας απόλυτα.
Οι απώλειες είναι εκεί και πονάνε (η τελευταία σκηνή Γουέσλι-Ιλίρια-Φρεντ είναι σπαρακτική), οι αναφορές στα ξεκινήματα σημαντικές (ο Angel χρησιμοποιεί τα δόντια του ξανά ύστερα από σεζόν) και εν τέλει όλα καταλήγουν στο ερωτηματικό που πάντα θα πλανάται. Οι ομάδες outsiders του Γουίντον πάντοτε ασκούν πράξεις αντίστασης που δεν ξέρουμε τι αποτέλεσμα θα επιφέρουν (και αν), όμως πάντα τις ασκούν όπως και νά’χει. Οι συνέπειες είναι μια άλλη συζήτηση, αλλά το μόνο ηθικά σωστό είναι η μάχη. Πεθαίνουν αυτοί οι ήρωες στο σοκάκι; Αν ρωτάτε εμένα, τότε εμφανώς ναι. Αλλά από την άλλη, το νόημα δεν είναι αυτό. Είναι πως, «Personally, I kinda wanna slay the dragon».
1, «The Shield» (Family Meeting)
Τουλάχιστον δίκαιο ότι η πιο σταθερά ανταποδοτική σειρά που έχει υπάρξει ποτέ, θα παρέδιδε και το πιο τίμιο και στιβαρό φινάλε. Ιστορίες αντι-ηρώων πολλοί επέλεξαν να αφηγηθούν, όμως ελάχιστοι ήξεραν πώς να τις κλείσουν με το σωστό τρόπο. Δεν είναι καθόλου απλό. Αφενός, έχεις έναν ήρωα που ξέρεις πως πρέπει κάπως να τιμωρήσεις ή τελοσπάντων να μην επιβραβεύσεις. Είναι τέρας. Το ξέρουν όλοι, και κομμάτι του κλεισίματος της ιστορίας είναι η συνειδητοποίηση από όλους πως αυτό το τέρας δεν είναι κάτι που μπορεί πλέον να συντηρηθεί.
Εδώ μπαίνει λοιπόν η άλλη παράμετρος. Οπως πολλοί χαρακτήρες της σειράς ανέχθηκαν τον Βικ επειδή τους εξυπηρετούσε σε κάτι, γνωρίζοντας πως διαπράττουν ηθικό στραβοπάτημα, έτσι κι εμείς, κι ο Σον Ράιαν, και οι πάντες, έχουμε απολαύσει αυτές τις βρώμικες περιπέτειες. Παραείναι καθαρό το να απαιτούμε τιμωρία, λες δεν ήταν οι (αν μη τι άλλο) ανθρωπολογικά συναρπαστικές πράξεις βίας του Μάκι που μας τράβηξαν εδώ εξαρχής.
Πώς ισορροπείς αυτές τις δύο φαινομενικά αντίθετες δυνάμεις; Ο Σον Ράιαν το βρήκε, κεντώντας ένα φινάλε που καταφέρνει να ισορροπεί ανάμεσα στο αδύνατο, χάρη σε όσα δείχνει και σε όσα υπονοεί. Εδώ, ο Βικ βρίσκει ένα παραθυράκι που εκμεταλλεύεται (επειδή φυσικά και θα έβρισκε) όμως αυτή τη φορά αφήνει πίσω τους πάντες. Τον Σέιν νεκρό μαζί με όλη του την οικογένεια, τον Ρόνι φυλακή, την Κορίν σε προστασία μαρτύρων, μακριά του. Στάθηκε όρθιος μόνο αυτός και έπεσαν όλοι οι άλλοι. Τιμωρία, σωστά;
Ναι, αλλά και όχι. Γιατί ο Βικ είναι κοινωνιοπαθής, και ήδη στην τελευταία σκηνή τον βλέπουμε να έχει αρχίσει να φιλτράρει την πραγματικότητα προς όφελός του. Οι φωτογραφίες που κρατά είναι του Λεμ (‘θύματος’ των κακών πρώην συντρόφων του) και των παιδιών του. Οι υπόλοιποι, τα αληθινά θύματά του, δεν βρίσκονται πουθενά. Ο Βικ δεν έχει αρκετή συνείδηση για να αποτελεί γι’αυτόν τιμωρία αυτή η κατάσταση. Ο Βικ δεν είναι τιμωρήσιμος.
(Ό,τι κοντινότερο παίρνουμε σε αληθινό θρίαμβο, είναι το σοκ του Βικ καθώς η Κλοντέτ του δείχνει 'τι άφησε ο ήρωας πίσω'. Αληθινά συγκλονιστική στιγμή, και μία που υποχρεώνει ακόμα και τον Μάκι να φανερώσει το σοκ πίσω από το αγέρωχα επιθετικό παρουσιαστικό του.)
Δες και το άλλο. Ως μέρος της συμφωνίας ασυλίας, βρίσκεται σε ένα κουβούκλιο, γραφειοκράτης με κοστούμι και γραβάτα, μακριά από το δρόμο όπου μπορεί να κάνει το παιχνίδι του. Αν παραβιάσει τη συμφωνία, μπαίνει φυλακή. Κόλαση, σωστά;
Ναι, αλλά και όχι. Γιατί ο Βικ είναι καρχαρίας, και ήδη στην τελευταία σκηνή τον βλέπουμε να κρατά το όπλο (που φυσικά έχει μαζί του) και να ορμά προς το δρόμο τη στιγμή που ακούει μια σειρήνα (δηλαδή μυρίζεται αίμα). Τι θα κάνει εκεί; Θα τον πιάσουν; Θα δείρει κακοποιούς για να ξεδώσει; Θα σπρώξει ηρωίνη; Θα απειλήσει μάρτυρες; Θα ακυρωθεί η συμφωνία του; Ποιος ξέρει. Μένουμε μετέωροι, απέναντι σε ένα μεγάλο ‘ίσως’, αλλά στην πραγματικότητα ξέρουμε. Ο Βικ πάντα θα συνεχίσει να ελίσσεται, και ποτέ δε θα συναντήσει εμπόδιο που (όπως τότε με τον φράχτη στον πιλότο) δε θα καταφέρει να γκρεμίσει με το ίδιο του το κορμί.
Ο Σον Ράιαν έχοντας πλήρη συναίσθηση του χαρακτήρα που έγραφε για 7 σεζόν, και του σύμπαντος εντός του οποίου αυτός ενεργούσε, έγραψε το τέλειο φινάλε.
Διαβάστε ακόμη: