Η καλύτερη ομάδα τα τελευταία 3-4 χρόνια στο ΝΒΑ είναι οι Golden State Warriors, μια πραγματικότητα που έχει ανάψει πολλά πάθη γιατί οι Warriors κάνουν κάτι πολύ ενδιαφέρον στο παιχνίδι που παίζουν: κατά βάση σουτάρουν. Είναι μια ‘jump shooting team’ όπως περιφρονητικά τη χαρακτήρισε ο Τσαρλς Μπάρκλεϊ, σα να λέει ότι κοίτα να δεις που δεν πήρα πρωτάθλημα εγώ και το πήρε μια ομάδα που κατεβαίνει το γήπεδο κι απλά σουτάρει συνέχεια. Είναι να σε κάνει έξαλλο, το καταλαβαίνω. Αλλά οι Warriors ευστοχούν, οπότε δεν έχει σημασία τι στυλ μπάσκετ αγαπά ο καθένας σε ατομικό επίπεδο, γιατί στην πράξη έχεις μια ομάδα που υπηρετεί έναν σκοπό και είναι σχεδόν αλάνθαστη σε αυτόν. Είναι μια ομάδα που απλά σουτάρει. Και είναι μια ομάδα που απλά τα βάζει. Τι να πεις σε αυτό;
Μείνε λίγο μαζί μου γιατί θέλω να καταλήξω κάπου με αυτό.
Αν έχεις έναν φίλο που αγαπά με πάθος το Αμερικάνικο ‘80s σινεμά, και είναι πραγματικά πολύ εύκολο να έχεις έναν τέτοιον φίλο γιατί ποιος δεν έχει, τότε σίγουρα θα το έχει παρει το αυτί σου, το μάτι σου, το facebook feed σου. Το «Stranger Things» είναι τα ‘80s σε μια πρακτική συσκευασία 8 επεισοδίων και μια υποψία original ιστορίας κάπου μες στις αναφορές. Άνθρωποι το βλέπουν και κλαίνε και θυμούνται και ξαναβλέπουν τον «Ε.Τ.» και τα «Goonies».
Είναι σχεδόν εκτός θέματος το να αναρωτηθείς αν είναι καλό, γιατί είναι απλά τόσο εύστοχο. Σε βομβαρδίζει με ένα μπαράζ αναφορών-τριπόντων. Έχει σίγουρα αξία να αναρωτηθούμε τι είδος μυθοπλασία είναι αυτή που υπηρετεί, τι συστήματα εκτελεί, τι διαφορετικό και καινούριο έχει να προσφέρει, αλλά ειλικρινά νομίζω πως όλα αυτά πάνε σε δεύτερη μοίρα γιατί σε πρώτο επίπεδο, η αλήθεια είναι αυτή: Ευστοχεί στα πάντα. Κάθε στιγμή, κάθε ατάκα, πλάνο, ιδέα αυτής της σειράς 8 επεισοδίων που το netflix εξαπέλυσε ένα γλυκό καλοκαιρινό απόγευμα, πετυχαίνει το στόχο της.
Διαβάστε ακόμη: Το «Roadies» του Κάμερον Κρόου, μια ματιά στους... σχεδόν διάσημους των συναυλιακών παρασκηνίων
Στο «Stranger Things» ένα μικρό αγόρι μια μέρα εξαφανίζεται κι αυτό διαταράζει τις ισορροπίες όλου του (μικρού) κοινωνικού του περίγυρου, από τη μητέρα που ψάχνει μανιωδώς να τον βρει παρότι όλοι της λένε ότι καλύτερα να μην ελπίζει, μέχρι τους φίλους του που ενώνουν τις δυνάμεις τους με ένα μυστηριώδες κορίτσι για να ανακαλύψουν τα ίχνη του- και να διαλευκάνουν το μυστήριο που εμφανώς περιβάλει την όλη υπόθεση.
Είναι όλα αυτά πάρα πολύ «Altered States» γυρισμένα σαν το «Stand By Me» αν το είχε σκηνοθετήσει ο Στίβεν Σπίλμπεργκ μια μέρα αφού είχε πρωτοδεί το «Alien» (προσθέστε κι εσείς τη δική σας αναφορά, αυτή η φράση θα μπορούσε να συνεχιστεί για τρεις παραγράφους), και όχι απλά μπορείς να τις δεις τις επιρροές της σειράς απλωμένες περήφανα σε κάθε μικρό της DNA σύνδεσμο, αλλά στην πραγματικότητα αυτός είναι κι ο ίδιος ο λόγος ύπαρξης της σειράς. Δεν είναι μια ιστορία περιλουσμένη με αναφορές, είναι μια οντότητα ‘80s νοσταλγίας που έχει έρθει στη ζωή. Έχει ενδιαφέρον υπό αυτή την έννοια, γιατί τα πάντα εδώ είναι αντίδραση σε κάτι προϋπάρχον, με τρόπο που θυμίζει αρκετά και το «Super 8» του Τζέι Τζέι Έιμπραμς. (Που προσωπικά αγαπώ.)
Η παρέα των παιδιών μοιάζει να ξεπήδησε κατευθείαν από κάποια ‘80s ταινία ενηλικίωσης, από αυτές τις περιπέτειες που μοιάζουν να μην γερνάνε ποτέ μέσα μας. Φακοί μες στη νύχτα, ποδήλατα, ράγες του τρένου, οι αδιάφορες αρχές, η αύρα μυστηρίου και απειλής και ενθουσιασμού σε ένα αμάλγαμα, ήρεμα προάστια που κρύβουν το άγχος της γενιάς των γονέων απέναντι στα πιτσιρίκια που θέλουν να χαράξουν το δικό τους δρόμο. Είναι όλα εκεί.
Το πρώτο στοιχείο ενδιαφέροντος, που έρχεται και πάλι ως αντίδραση στην σύνηθη αντίστοιχη αφήγηση, έχει να κάνει με το σημείο εκκίνησης της ιστορίας. Πάντα σε αυτές τις ταινίες, ας τις πούμε ‘ταινίες «Ε.Τ.»’ για να συνεννοούμαστε, ακολουθούμε αγόρια στα όρια της εφηβείας καθώς προσπερνούν τους φόβους και τα όρια των μεγαλύτερων για να ανακαλύψουν τους εαυτούς τους με δικούς τους όρους. Εδώ, το αγοράκι αυτό, ο Έλιοτ αν θες, είναι αυτό ακριβώς που χάνεται. Η σειρά ξεκινά με την εφαξάνιση του Γουίλ Μπάιερς, σε ένα εκπληκτικής ευστοχίας (πάλι αυτή η λέξη) ‘80s coming of age όνομα. Κι έπειτα, παρατηρούμε τον περίγυρό του και το πώς αντιδρά σε αυτή την εξαφάνιση. Εδώ, η ταινία ενηλικίωσης δεν ανήκει στον Έλιοτ, ανήκει στους φίλους του, στους γονείς του, στον Ε.Τ. Του. Ενδιαφέρον;
Διαβάστε ακόμη: Γάμοι, θάνατοι, κι ο Μάγος του Οζ: Τα καλύτερα 100ά επεισόδια σειρών
Ο Ε.Τ. εδώ είναι η Ελ, από το Eleven, όπως είναι το όνομα της κοπέλας που υποδύεται με ταιριαστή αποφασιστικότητα και δεν-σε-ρώτησα-καν-πουλάκι-μου δυναμισό η Μίλι Μπόμπι Μπράουν. (Σε μια σκηνή μέχρι που τη ντύνουν με ό,τι βρίσκουν στη ντουλάπα ώστε να μην δώσουν σημασία οι περιαστική στην παρουσία της.) Έχει αποδράσει από κάπου όπου γινόταν αντικείμενο απάνθρωπων πειραμάτων, και στο κατόπι της βρίσκεται ο Μάθιου Μοντίν, ο οποίος παίζει εδώ τον ρόλο του Πίτερ Κογιότ από το «Ε.Τ.». Η Ελ είναι τραυματισμένη, έχει δυσκολία στο να εμπιστευτεί και να κατανοήσει, εξ ου και φτιάχνει αυτό το είδος δεσμών που βασίζονται καθαρά στο ένστικτο.
Η ιστορία της, η ανάπτυξή της, καταλήγει να κυριαρχεί στη σεζόν. Οι υπόλοιποι χαρακτήρες αντικατοπτρίζονται σε εκείνην, την κατηγορούν, την υπερασπίζονται, την βοηθούν, την εμποδίζουν. Η sci-fi μυθολογία, που πολύ προσεκτικά και αποτελεσματικά αναπτύσσουν οι αδερφοί Ντάφερ, φυσικά και τρέχει τελικά γύρω της, φτάνοντας σε κορυφώσεις στο 6ο και το 8ο επεισόδιο, με κάποια σετ απίστευτα υποβλητικών και όμορφων σκηνών σε έναν κόσμο που χρωστάει εξίσου στο Dungeons & Dragons όσο και στον Γκιγιέρμο ντελ Τόρο.
Τα υπόλοιπα πιτσιρίκια κρατούν τους αναμενόμενους ρόλους τους σε διάφορους βαθμούς ενθουσιωδών αντιδράσεων του κοινού. Ας πούμε δεν ξέρω (και δεν θέλω να ξέρω) άνθρωπο που δεν λάτρεψε τον αξιολάτρευτα ψευδό Ντάστιν, τον καλύτερο φίλο του Μάικ (ό,τι πιο κοντά έχει η σειρά σε αναγνωρίσιμα κλασικό κεντρικό ήρωα), ο οποίος μεταξύ άλλων παραδίδει κι έναν συγκινητικό μονόλογο για το τι σημαίνει γι’αυτόν το να είναι φίλος ή/και καλύτερος φίλος.
Η αδερφή του Μάικ, η Νάνσι (δηλαδή η Νάνσι Γουίλερ, το όνομα της οποίας είναι επισήμως το πιο ‘80s πράγμα στη σειρά) έχει το πιο ενδιαφέρον character arc της σειράς: Έχει ως σημείο εκκίνησης ένα οικογενειακό δείπνο στο οποίο εμφανίζεται πλήρως αδιάφορη για τον αγνοούμενο Γουίλ και για τον εαυτό της ως προσωπικότητα γενικώς, για να εξελιχθεί σε μια πλήρως μάχιμη κοπέλα έτοιμη να πάει στην κόλαση και πάλι πίσω για να πάρει αυτό που πρέπει. Σε αυτό το πλαίσιο έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και μια δραματουργική επιλογή που την αφορά, επειδή είμαστε σε ένα εντελώς αφηγηματικά ‘80s πλαίσιο κι ο Τζον Χιουζ κάποτε τα έκανε συνεχώς αυτά τα εφηβικά ερωτικά τρίγωνα. Υπάρχουν συζητήσεις για το πού καταλήγει όλο αυτό, όμως νομίζω πως υπάρχει εδώ μια διάθεση διακριτικής ανατροπής εκ μέρους της σειράς.
Διαβάστε ακόμη: Το Χόλιγουντ ψηφίζει τις 100 πιο αγαπημένες του τηλεοπτικές σειρές!
Άλλη μια τέτοια ανατροπή είναι το πώς το «Stranger Things» κάνει τραγική ηρωίδα στο κέντρο του την Μητέρα της ‘ταινίας «E.T.»’, δηλαδή τον χαρακτήρα που παραδοσιακά αποτελεί έστω κι άθελά του εμπόδιο στην εξέλιξη και στην περιπέτεια των ανήλικων ηρώων. Εδώ η Τζόις Μπάιερς φτάνει σχεδόν στα όρια της τρέλας ώστε να φέρει τον γιο της πίσω, με τη Γουινόνα Ράιντερ να προσπαθεί πάρα πολύ. (Έχω διαβάσει πολλούς ύμνους για την ερμηνεία της, προσωπικά την βρήκα παντελώς εκτός κλίματος σε σχέση με όλη την υπόλοιπη σειρά.) Όπως έγραψες και κάποιος στο τουίτερ, όταν μια σειρά σε έχει φέρει στο σημείο να φωνάζεις «ΚΑΝΕ ΣΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΑ ΦΩΤΑΚΙΑ ΜΙΑ ΝΑΙ Ή ΟΧΙ ΕΡΩΤΗΣΗ», τότε κάτι πολύ σωστό κάνει αυτή η σειρά.
Από τα γνώριμα προάστια σκηνικά και τους κλασικούς χαρακτήρες που κατοικούν σε αυτά, οι αδερφοί Ντάφερ (που προηγουμένως είχαν τρέξει την 1η σεζόν «Wayward Pines», ό,τι κι αν μας λέει αυτό) δείχνουν πως αποτελούν εξαιρετικούς διαχειριστές ενός συγκεκριμένης αισθητικής και προέλευσης υλικού. Το «Stranger Things» θα αφορά, θεωρώ, κυρίως τους ανθρώπους που έχουν ήδη μια σύνδεση με την ποπ κουλτούρα των ‘80s, διότι από την αρχή ως το τέλος βρίσκεται σε απολύτως κλειστό διάλογο με την δεκαετία εκείνη.
Αυτό κάνει τη σειρά ένα ενδιαφέρον ποπ πείραμα. Δεν θα την έβαζα επ’ουδενί δίπλα σε άλλες σειρές ή ταινίες που στηρίζονται σε ποπ αναφορές για να φτιάξουν αφήγηση ή διαλόγους ή χαρακτήρες, διότι οι αναφορές αυτές δεν είναι εδώ πατερίτσα: Είναι το ίδιο το DNA της σειράς. Είναι σαν μια μελέτη των σκηνικών, των θεματικών και των tropes των κινηματογραφικών ‘80s, αλλά αντί για άρθρο ή video essay, οι Ντάφερ το έφτιαξαν σε μορφή πρωτότυπης σειράς. Είναι πολύ σπάνιο να βλέπεις κάτι που η κάθε του σπιθαμή αποτελεί αναφορά ή αντίδραση σε κάτι προϋπάρχον, από κάποιο συγκεκριμένο πλαίσιο. Δεν είναι καν το αναρχικό παστίς σινεμά του Ταραντίνο, που αποτελεί συλλογή προσωπικών εμμονών άτακτα ερριμένων- είναι κάτι πολύ πιο πειθαρχημένο.
Αυτό, υπό μία έννοια, το κάνει πιο ενδιαφέρον αλλά και λιγότερο σημαντικό την ίδια στιγμή.
Αλλά για ποια σημασία μιλάμε; Το «Stranger Things» ξέρει ακριβώς τι είναι, τι επιχειρεί, πώς να το επιχειρήσει, σε ποιον απευθύνεται, και πώς να τον κερδίσει. Σουτάρει συνεχώς, επί 8 ώρες. Και τα βάζει όλα. Αν νιώθεις πως αυτή η σειρά είναι για σένα, τότε είναι όντως για σένα και δεν υπάρχει περίπτωση να μην περάσεις καλά. Το αν θα αφήσει κάτι πίσω, είναι μια συζήτηση περισσότερο ανοιχτή.
Διαβάστε ακόμη