Στην πρώτη σεκάνς του «Hannibal» κοιτάζουμε μαγνητισμένοι τον Γουίλ Γκράχαμ του Χιου Ντάνσι καθώς εκείνος με τη σειρά του κοιτάζει μαγνητισμένος έναν τόπο εγκλήματος. Τον σκιαγραφεί στο μυαλό του, τον γυρίζει πίσω στο χρόνο, επανασυντάσσει τη γλώσσα του εγκλήματος μπροστά στα μάτια του (και τα δικά μας) για να καταλήξει με ανατριχιαστική ακρίβεια να συμπεραίνει πώς συνέβη ο κάθε φόνος, πόσο επίπονος ήταν για το θύμα, και τι είναι αυτό που λείπει.
Δεν είναι κάτι που δεν έχουμε δει ξανά σαν ιδέα -αν μη τι άλλο η τηλεόραση είναι γεμάτη από μοναχικούς, ιδιοφυείς ντετέκτιβ που λύνουν εγκλήματα μες στο κεφάλι τους, από το «Σέρλοκ» μέχρι το «Following» μέχρι, αν θες, το «House»- όμως είναι εκτελεσμένη με καθηλωτικό τρόπο από τον σκηνοθέτη του πιλότου Ντέιβιντ Σλέιντ («Hard Candy») και παιγμένη από τον Ντάνσι όχι σαν μια ευκαιρία για επίδειξη ή για εντυπωσιασμό αλλά, αντιθέτως, σαν ένα τρομακτικό, επώδυνο χάρισμα.
Ο λόγος που ξεχωρίζει αυτή η σειρά, βάσει του πιλότου, είναι ακριβώς το πώς το βάρος του κόσμου στις πλάτες των ηρώων της κάνει τα όσα βλέπουμε να ανάγονται σε κάτι περισσότερο από φλασαριστές υποθέσεις της βδομάδας με αίμα να ρέει σαν λαχταριστό σιροπάκι.
Ο Γκράχαμ σύντομα θα γνωρίσει τον Λέκτερ, έναν Λέκτερ πριν τις μέρες του «Κόκκινου Δράκου» και φυσικά της «Σιωπής των Αμνών». Είναι τώρα ένας απλώς ψυχολόγος, αν και ταιριαστά creepy: Η φράντζα του είναι πάντοτε φροντισμένη, το σακάκι του πάντοτε φρεσκοσιδερωμένο, η μουσική πάντα προσεγμένη, ακόμα κι όταν κάθεται απλώς να φάει ένα φιλετάκι. Το οποίο, δεν ξέρω, ίσως είναι ανθρώπινο ή και όχι.
Ο Λέκτερ είναι ο ψυχολόγος στον οποίο στέλνεται ο Γκράχαμ από τον ανώτερό του στο FBI , Τζακ Κρώφορντ, ώστε να μπορέσει να ανταπεξέλθει στην συναισθηματική πίεση που του προκαλεί το πεδίο της μάχης. Αυτή η τριανδρία θα βρίσκεται, υποθέτει κανείς, στην καρδιά της σειράς κι αυτό λειτουργεί θαυμάσια: Στον πιλότο μόνο, κι έχοντας δει ουσιαστικά μια απλή εισαγωγή των χαρακτήρων μέσα στο πλαίσιο μιας απλής υπόθεσης της βδομάδας, οι λεκτικές και ψυχολογικές ανταλλαγές τους αρκούν για να δημιουργήσουν καθηλωτική τηλεόραση.
Ο Κρώφορντ είναι ο Λόρενς Φίσμπερν, που λίγα χρόνια μετά το αποτυχημένο πέρασμά του από το «CSI» (ειρωνικά, σαν αντικαταστάτης του Γουίλιαμ -ορίτζιναλ Γουίλ Γκράχαμ- Πίτερσεν) εδώ λειτουργεί πολύ καλύτερα ως τρίτος τροχός. Δεν είναι μειωτικό αυτό- όλες οι σημαντικές σειρές οφείλουν να έχουν περιφερειακούς χαρακτήρες εξίσου αινιγματικούς και μαγνητιστικούς με τους κεντρικούς τους. Ο Φίσμπερν δημιουργεί μια τέτοια περσόνα άμεσα. Δεν βαριέσαι όταν η κάμερα κόβει μακριά από τον Ντάνσι ή τον Μίκελσεν.
Αλλά, φίλε μου, ο Μίκελσεν.
Είναι εμφανώς το κεντρικό ατού της σειράς, έστω κι αν δεν εμφανίζεται παρά μετά τα μισά του πιλότου, έστω κι αν τυπικά παίζει το ρόλο του δεύτερου βιολιού μετά τον Γκράχαμ του Ντάνσι. Όμως όλοι ξέρουμε πώς θα εξελιχθεί ο χαρακτήρας, κι είναι κίνηση ματ εκ μέρους της σειράς το ότι δεν επαναπαύεται στη χαρισματικότητα αυτού του ήρωα-τέρατος για να μας κεντρίσει το ενδιαφέρον.
Ο Χάνιμπαλ της εκδοχής Φούλερ (του ανθρώπου πίσω από τα «Pushing Daisies», «Dead Like Me», «Wonderfalls», «Mockingbird Lane») είναι το κερασάκι στην τούρτα. Η σειρά ναι μεν βασίζεται στο δικό του ίματζ, στη γνώση μας των όσων φρικωδών έρχονται, όμως δεν κρέμεται εκεί. Ο Φούλερ δεν θαυμάζει τόσο πολύ τον Λέκτερ ώστε να θεωρεί πως η περσόνα του είναι αρκετή για να στηρίξει μια σειρά: Παρά μας εισάγει σε ένα σύμπαν ρεαλιστικά αιματηρό (και ονειρικό ταυτόχρονα), προτού προσθέσει το συστατικό της αινιγματικής αυτής περσόνας, παιγμένης με ταιριαστά, όσο και συγκρατημένα, over-the-top τρόπο από τον πάντα θαυμάσιο Μαντς Μίκελσεν, ώστε να μπορεί να λέει πως έχει πλάσει γρήγορα ένα ολοκληρωμένο σύμπαν χαρακτήρων.
Η σειρά γνωρίζει πως οι χαρακτήρες σαν τον Λέκτερ δεν είναι για χόρταση. Κάτι που αρχίζει και τελειώνει πάνω σε αυτόν θα μοιάζει με υπερηρωική καρικατούρα. Ηθικά δε, είναι τουλάχιστον συζητήσιμο όταν μια σειρά εμφανέστατα απολαμβάνει την αρρώστια κάποιων καταστάσεών της. Είναι μεγάλη συζήτηση, αλλά ας πούμε πως στο φάσμα ‘τηλεόραση με αντι-ήρωες’, το «Hannibal» προτιμά σαφέστατα να επηρεάζεται από το «Sopranos» παρά από το «Dexter».
Η διαδρομή πάντως είναι ακόμα μεγάλη, αυτές δεν είναι παρά οι πρώτες εντυπώσεις. Θα έχει σίγουρα ενδιαφέρον να επισκεφθούμε ξανά αυτό τον κόσμο όταν τα κεντρικά πρόσωπα έχουν αναπτύξει ακόμα περισσότερο τους ήδη ενδιαφέροντες δεσμούς τους. Κι όταν στοιχεία πλοκής και σκιαγράφησης της προσωπικότητάς τους θα έχουν αρχίσει να απλώνουν τη σκιά τους πάνω από όλη αυτή την πρώτη σεζόν. (Κι όταν έρθει φυσικά στη σειρά η Γκίλιαν Άντερσον, κάτι που μας ενθουσιάζει παράλογα πολύ για κάποιο λόγο.)
Πάντως ο Φούλερ έχει δείξει κατ’επανάληψη στις σειρές του (όσο κι αν είναι πάντοτε ατυχώς βραχείας ύπαρξης) πως ξέρει να αναπτύσσει ιδανικά ιστορίες σε συνέχειες, εκμεταλλευόμενος της procedural φόρμα ενός «CSI». Απλώς αυτή τη φορά ο τόνος είναι πιο σκοτεινός, πιο νοσηρός, αλλά περιέργως όχι λιγότερο ανθρώπινος. Σαν τα πολύχρωμα όνειρα να αποκάλυψαν επιτέλους τους εφιάλτες που κάθε σωστό παραμύθι μπορεί να κρύβει μέσα του.