Δεν ξέρω αν ο Αζίζ Ανσάρι πρότεινε τη σειρά από μόνος του στο Netflix ή αν το Netflix του την παράγγειλε, δεν ξέρω πώς πήγαν αυτές οι συζητήσεις, ξέρω σίγουρα ωστόσο πως κάπου στη διάρκειά τους αναφέρθηκαν οι λέξεις «Louie» και Γούντι Αλεν, όσο σίγουρα ξέρω πως ο κωμικός που γνωρίσαμε μέσα από το «Parks and Recreation» δεν έμεινε εκεί.
(Το κείμενο μιλά αναλυτικά για την πλοκή πολλών επεισοδίων της σειράς)
Το «Master of None» είναι η σαφής προσθήκη του Netflix στο αγαπημένο υπο-είδος τηλεοπτικού σίτκομ «νεοϋορκέζοι κωμικοί απλώνουν μια μυθοπλαστική ανάκλαση του εαυτού τους στην οθόνη και μιλούν για τη ζωή (τους) και την πόλη (τους)». Το είδος έχει ταξιδέψει πολύ από τις μέρες του «Seinfeld», έχοντας πλέον ως σχεδόν αποκλειστικό σημείο αναφοράς τον Λούι Σι Κέι, όμως ο Ανσάρι ενδιαφέρεται για κάτι αρκετά διαφορετικό με τη δική του σειρά. (Για παράδειγμα δεν θεωρώ καν ότι επιχειρεί να είναι ιδιαίτερα αστείο, δίχως να σημαίνει αυτό πως του λείπουν οι εμπνευσμένες χιουμοριστικές στιγμές, όπως μια καταστροφική οντισιόν του Ντεβ.)
Διαβάστε ακόμη: Μια ματιά στις νέες Αμερικάνικες σειρές, Μέρος 2
Ο Ανσάρι παίζει τον Ντεβ, Ινδικής καταγωγής 30-λίγο ηθοποιό στη Νέα Υόρκη που προσπαθεί να κάνει καριέρα μα διαρκώς σκουντουφλάει. Περιστοιχίζεται από το κυρίως crew φίλων του, τον Μπράιαν (που παίζει ο Κέλβιν Γιου), την Ντενίζ (Λένα Γουέιθ), τον Αρνολντ (Ερικ Βαρεχάιμ, εκ των Τιμ & Ερικ), και την Ρέιτσελ (Νόελ Γουέλς). Από τη σύνθεση και μόνο του καστ είναι προφανές πως η σειρά έχει στο μυαλό της μια απολύτως μοντέρνα εκδοχή του πώς πρέπει να μοιάζει το καστ ενός νεοϋορκέζικου, σύγχρονου στόρι, παρουσιάζοντάς μας μια πολυσυλλεκτικά diverse ομάδα ανθρώπων διαφορετικών φυλών, φύλων και σεξουαλικών προσανατολισμών. Ο «λευκός στρέιτ άντρας» περιορίζεται στο ρόλο του κωμικού sidekick.
Ο Ανσάρι κι ο συνδημιουργός της σειράς, Αλαν Γιανγκ (ο οποίος έγραφε για το «Parks and Recreation»), σέβονται απόλυτα το επεισοδιακό μοντέλο τηλεόρασης, απλώνοντας μια προσωπική ιστορία ωρίμανσης και αναζήτησης ενός millennial στο όριο των 30, σε δέκα επεισόδια που το καθένα έχει τη δική του ξεχωριστή ιδέα, δική του ματιά και δική του δομή.
Διαβάστε ακόμη: To «Gilmore Girls» επιστρέφει κι εμείς το γιορτάζουμε με 45 απολαυστικές στιγμές
Το πρώτο επεισόδιο, «Plan B», σε σκηνοθεσία Τζέιμς Πόνσολντ (του «The End of the Tour»), ξεκινά τη σειρά με ένα one night stand που εξελίσσεται σε μια χαριτωμένα άβολη αναμονή στην ουρά ενός φαρμακείου σε αναζήτηση χαπιού της επόμενης μέρας και στη συνέχεια κάνει τη βασική δουλειά κάθε πρώτου επεισοδίου. Καθώς ο Ντεβ του Ανσάρι αφηγείται την περιπέτειά του στους φίλους του, τους γνωρίζουμε όλους τον έναν μετά τον άλλον, ενώ μας ανοίγεται και ο ίδιος, με όλες τις ανησυχίες και τα άγχη του, ως μετρίου επιτυχίας 30άρης που ψάχνει και ψάχνεται και δεν ξέρει τι (θέλει να του) φέρνει το αύριο.
Δεν είναι κάτι ριζοσπαστικό αυτό, όμως ένα πολύ δυνατό σερί ακόλουθων επεισοδίων αποκαλύπτουν την ευγενική και ρομαντική καρδιά της σειράς. Στο «Parents» ο Ντεβ κι ο Μπράιαν έρχονται σε επαφή με τους γονείς τους κι εμείς τους γνωρίζουμε καλύτερα μέσα από κλεφτές φλάσμπακ ματιές στο δικό τους παρελθόν ως παιδιά και στον διαφορετικό κόσμο που εκείνοι γνώρισαν πριν έρθουν στη Νέα Υόρκη, σε ένα 20λεπτο-κατάθεση στον αληθινό στόχο της σειράς, που είναι να μιλήσει για τη νέα, κοινή μας, πολυπολιτισμική εμπειρία στη Δύση του 21ου αιώνα.
Αυτές οι ιδέες αναπτύσσονται περισσότερα σε μετέπειτα επεισόδια, όπως το «Old People», έναν γλυκό και ανάλαφρο στοχασμό για τις Μεγάλες Αλλαγές, όπου ο Ντεβ περνάει φανταστικά με τη γιαγιά της κοπέλας του («νόμισες πως επειδή είμαι γριά θα ήμουν και ρατσίστρια;» του λέει εκείνη) και ο Άρνολντ αναλογίζεται τη ζωή του παππού του («έχει ζήσει άμαξες με άλογα να περνάνε από τη Μπλίκερ Στριτ»). Στο «Indians on TV» ο Ντεβ κάνει οντισιόν για ένα μικρό ρόλο όπου του ζητούν να κάνει την στερεοτυπική Ινδική προφορά. Διάφορες στιγμές μοντέρνας social καθημερινότητας περνάνε από την οθόνη, από ρατσιστικά αστεία μέχρι την εξερεύνηση της δημόσιας Ειλικρινούς Μεταμέλειας, καταλήγοντας στην διαπίστωση πως πάνω από ένας εκπρόσωπος μιας μεινότητας δε μπορεί να είναι στην ίδια σειρά. «Οι μαύροι ΜΟΛΙΣ έφτασαν σε αυτό το σημείο», διαπιστώνει ο Ντεβ.
Το ότι αυτή η αναζήτηση συμβαίνει σε ένα επεισόδιο με τρεις Ινδικής καταγωγής πρωταγωνιστές, το κάνει τρομερά δυνατό και σημαντικό ως δήλωση. Στο τέλος οι τρεις φίλοι συζητούν για τον ψευδο-Ινδό του Φίσερ Στίβεν στο «Short Circuit» και το επεισόδιο κλείνει με τους τρεις τους να γεμίζουν το κάδρο ενώ ο ένας αναρωτιέται, ακόμα σοκαρισμένος από την αποκάλυψη, για το αν «η Μίντι Κέιλινγκ είναι αληθινή;». Είναι: Και πάλι, η ιδέα της εξέλιξης είναι εδώ, έμπρακτα, παρούσα.
Διαβάστε ακόμη: Μια ματιά στις νέες Αμερικάνικες σειρές, Μέρος 1
Oχι πως η σειρά είναι ένα εγκεφαλικό πείραμα. Αυτές όλες οι ιδέες περί diversity και εξέλιξης είναι απλωμένες μέσα σε μια ιστορία παντελώς old school νεοϋορκέζικου ρομάντζου, με τον Ανσάρι και τον Γιανγκ να ξέρουν πώς να κρατήσουν τις ισορροπίες στη διάρκεια των 10 επεισοδίων τους. Eνα από τα ωραιότερα είναι το «Hot Ticket», η ιστορία του οποίου αποδίδεται στον αδικοχαμένο κωμικό Χάρις Γουίτελς, που επίσης έγραφε για το «Parks and Recreation». Εκεί, ο Ντεβ συμβουλεύεται τους φίλους του για γκομενικές συμβουλές, και συγκεκριμένα τι να κάνει όταν έρχεται στην κατοχή του ένα εισιτήριο για μια καυτή συναυλία. Αυτό που μοιάζει σαν περιγραφή με τυπικό dudebro επεισόδιο μιας καθαρά dudebro σειράς, γρήγορα κατευθύνεται αλλού, με τον Ντεβ να βιώνει μια τεράστια (και ξεκαρδιαστική για εμάς) απογοήτευση στη συναυλία, μόνο για να δει τα πάντα να αλλάζουν στο τέλος.
Μέσα από τις σχέσεις με τους φίλους και με την περίπου-ας πούμε-ελαφρώς-κοπέλα του, οι ιδέες της σειράς για το κοινωνικό, καθημερινό Σήμερα μετουσιώνονται σε κλασική ρομαντική κομεντί. Ο Ντεβ διερωτάται για την ηθική του να είναι Ο Άλλος Άντρας στο πετυχημένα άβολο επεισόδιο με την Κλερ Ντέινς σε μια ευχάριστη αποχώρηση από το «Homeland», στο «Ladies and Gentlemen» η σειρά επιχειρεί μια αντιστροφή αφήγησης (που μου έφερε στο μυαλό την αντίστοιχη του «Man Seeking Woman» που για μια βδομάδα έγινε «Woman Seeking Man») αντιπαραβάλοντας τις εμπειρίες ενός άντρας και μιας γυναίκας το ίδιο βράδυ και ενισχύοντας τη συζήτηση περί προνομίου και περί casual σεξισμού ακόμα κι από κάποιον με τις καλύτερες των προθέσεων.
Διαβάστε ακόμη: Το δύσκολο δεύτερο άλμπουμ: Τσεκάρουμε πώς επέστρεψαν για 2η σεζόν 8 περσινές επιτυχίες
Αν αυτά ακούγονται διδακτικά, συχνά το «Master of None» όντως αφήνει τα λόγια να γίνουν διδαχές, προτιμώντας αυτή την οδό από την αβέβαιη φιλοσοφική αναζήτηση του φερόμενου ως συγγενή του, «Louie». Η σειρά των Ανσάρι και Γιανγκ δεν διαθέτει σουρεάλ απογειώσεις, προτιμά μια απόλυτα ρεαλιστική και γραμμική αφήγηση, δεν ξεφεύγει σε φορμαλιστικά πειράματα, δεν είναι ονειρική, δεν θέτει άβολες αλήθειες ως βιωματικές διαπιστώσεις, παρά εξηγεί και παρατηρεί με λόγια και παραδείγματα. (Με λίγα λόγια, η σχέση του με το «Louie» αρχίζει και τελειώνει στο είδος και στο location.) Είναι σαν ένα ρομαντικό εγχειρίδιο καλής κοινωνικής συμπεριφοράς, φτιαγμένο με φροντίδα και αγάπη, όμως υπάρχουν σημεία που με έπιασα να επιθυμώ περισσότερη αφηγηματική περιπέτεια και πειραματισμό.
Υποθέτω δεν είναι τυχαίο που τα δύο επεισόδια που μου καρφώθηκαν περισσότερο στο μυαλό ήταν εκείνα που εστίασαν σχεδόν αποκλειστικά σε δύο ανθρώπους, τον Ντεβ και τη Ρέιτσελ, αφήνοντας κατά μέρους τα λόγια και το context. Το «Mornings» χρονολογεί την άνοδο και τη φθορά μιας σχέσης μέσα από μια ακολουθία πρωινών ξυπνημάτων, αφιερώνοντας την οθόνη αποκλειστικά σε αυτά τα δύο άτομα, καταφέρνοντας έτσι να υπερβεί τόπο, χρόνο και πλαίσιο και να γίνει μια αληθινά θαυμάσια ιστορία, απρόσμενα, οριακά αυτοτελής.
Διαβάστε ακόμη: To «Scream Queens» συντρίβει τα όρια ανάμεσα στο καλό και το κακό
Το «Nashville», σε σκηνοθεσία του ίδιου του Ανσάρι, είναι το αποκορύφωμα ομορφιάς της σειράς. Οι έτσι κι αλλιώς εντυπωσιακά στιλιζαρισμένοι τίτλοι αρχής της σειράς παραπέμπουν σε μια κινηματογραφικής ολοκλήρωσης εμπειρία: O master of none κάθε φορά «παρουσιάζει» μια ξεχωριστή ιστορία, με το δικό της καστ, τον δικό της τίτλο, την δική της αξία. Το «Nashville» είναι η αποθέωση αυτής της αισθητικής κατεύθυνσης, με τον Ντεβ και τη Ρέιτσελ να ταξιδεύουν για ένα ρομαντικό Σαββατοκύριακο, την κάμερα να τους ακολουθεί και να τους καδράρει σα να ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της ομορφότερης και πιο πολύχρωμης νύχτας, και την ιστορία να εντοπίζει τα συναισθηματικά τους σκαμπανεβάσματα καθώς μια μικρή, ανεπαίσθητη στιγμή μπορεί να τους ανυψώσει, να τους αποθεώσει ή να τους γκρεμοτσακίσει.
Το «Master of None» γεννήθηκε ως σύνθεση εμφανώς προϋπάρχοντων δημιουργικών στοιχείων αλλά κάνει εξαρχής σαφές πως επιθυμεί να κινηθεί διαφορετικά. Μιλάει καθαρά και σχολιάζει το σήμερα έχοντας ως κύρια έγνοια το αύριο αντί για το χτες (κάτι αληθινά αξιέπαινο), όμως τις στιγμές μεγαλύτερης ομορφιάς του τις αγγίζει όταν σταματά να εξηγεί κι απλώς βιώνει- παρασέρνοντάς μας μαζί του.
Διαβάστε ακόμη: