Ξεκίνησε στο Mega η νέα σειρά (μετά το «Νησί» του 2010 και το «Η Λέξη που Δεν Λες» του 2016) του Θοδωρή Παπαδουλάκη, «Κομάντα και Δράκοι» - το πρώτο επεισόδιο βρίσκεται στο webTV του καναλιού και το δεύτερο προβάλλεται την Κυριακή, 3 Οκτωβρίου, στις 22.30. Είδαμε το πρώτο επεισόδιο με ανεβασμένη περιέργεια κι αυτές είναι οι σημειώσεις μας.
Διαβάστε ακόμη: Θα παίξεις; «To Παιχνίδι του Καλαμαριού» είναι το νέο παγκόσμιο τηλεοπτικό κόλλημα
Η ιστορία Ο Αστυνόμος Βασίλης Γιαννούλης (Βασίλης Μπισμπίκης) εγκαθίσταται από την Αθήνα σ' ένα απομονωμένο χωριό της Κρήτης, με τα τρία παιδιά του: την έφηβη Ναυσικά που δεν ξεκολλά από το κινητό της, παρά τις προσπάθειες του γείτονα Νεκτάριου, τον μικρούλη Αλέξανδρο που φορά γυαλιά πιο μεγάλα από τη μουρίτσα του και τον μεσαίο, τον Γιώργο, τον κεντρικό ήρωα της ιστορίας, που όσο φοβάται το σκοτάδι, άλλο τόσο τρομάζει συνειδητοποιώντας τις ξεχωριστές του μεταφυσικές ικανότητες. Ο Γιώργος θα γίνει μέλος των «Κομάντων», μιας μίνι-συμμορίας με δεντρόσπιτο και ποδήλατα, που αποτελείται από τον τσαμπουκαλή Σήφη και τη Λουλού, (πανέμορφη και με θαυμάσια ερμηνεία), το ατρόμητο αγοροκόριτσο. Στην περιοχή δρα μια άλλη συμμορία, ενήλικη, αληθινή κι επικίνδυνη, οι «Δράκοι» - για τις αποστολές τους χρησιμοποιούν (εκμεταλλεύονται, καλύτερα), τον Ντόντο, ένα αγόρι με ειδικές ανάγκες αλλά και ειδικές δεξιότητες: μ' ένα τσαφ-τσουφ μπορεί να διώξει και να φέρει τον ηλεκτρισμό (στο ρόλο, προς τιμήν της παραγωγής, ΑμΕΑ ηθοποιός ο Λευτέρης Κοκογιαννάκης). Ο Ντόντος κι ο Γιώργος επικοινωνούν, χωρίς να έχουν γνωριστεί, σε μια άγνωστη και μυστηριώδη διάσταση. Την ίδια ώρα, λίγο πιο πέρα λειτουργεί το άσραμ του Μπάμπα-Μπομπ (Γιάννης Ζουγανέλης), με νέο μέλος τη γαλήνια Ιριδα (Μαρίνα Καλογήρου).
Το setting Μεταξύ άγριας Δύσης και του μπλε της Μεσογείου, η σειρά έχει γυριστεί στο Ακρωτήρι Χανίων, έναν τόπο εξαιρετικά φωτογενή, ατμοσφαιρικό, μοναχικό, με μια αγριάδα κι ένα μυστήριο που ενισχύει την πλοκή και προσκαλεί τον ΕΟΤ για φωτογράφηση.
Ο κορονοϊός Είναι παρών και μεταδοτικός: η υπόθεση εξελίσσεται στο σήμερα, με μάσκες και αποστασιοποίηση. Ομως είναι προφανές, από το «χιούμορ» (πόσο αστεία να είναι η «Ζιμπαμπουανή μετάλλαξη»;) και τις διενέξεις μεταξύ Αστυνομικού Βασίλη και ντόπιων αρσενικών («εσύ το 'χαψες»;), ότι η ίδια η σειρά ειρωνεύεται τα μέτρα και σεναριακά τα καταπατά «λεβέντικα», με τρόπο μάλλον ενοχλητικό και ξεχνώντας πόσες φορές πόλεις της Κρήτης μπήκαν στο κόκκινο ακριβώς εξαιτίας αυτής της νοοτροπίας.
Οι ηθοποιοί Ενα ενδιαφέρον κι ανάμεικτο καστ, με έμφαση στα παιδιά και με πολλούς ακόμα ηθοποιούς να αναμένονται, από τον Στέλιο Μάινα ως τον Βασίλη Κουκαλάνι και ως, φυσικά, την Ελένη Φιλίνη. Οι ερμηνείες είναι φυσικές και γενναιόδωρες, αναδεικνύοντας μάλλον το ατού του Παπαδουλάκη στην καθοδήγηση των ηθοποιών του.
Μια κάποια αντρίλα - Αναδύεται διακριτικά, αλλά αναγνωρίζεται εύκολα. Λίγο η ειρωνική ματιά στο άσραμ και την εναλλακτική φιλοσοφία, λίγο η στερεοτυπική ματιά στα κορίτσια και τις γυναίκες, λίγο τα παρωχημένα «ζιμπαμπουανά» αστεία, επισημαίνουν ότι αυτή είναι μια σειρά «κρητική», από την καλή κι από την ανάποδη.
Stranger Things (have happened) - Τουλάχιστον στην έναρξη της σειράς, οι ομοιότητες είναι προφανείς. Οχι μόνο στην παιδική συμμορία, το πρόωρο σκοτείνιασμα της αθωότητας, τις μεταφυσικές δυνάμεις που αντικατοπτρίζονται σε μια άλλη διάσταση, αλλά και σε μια αντιστοίχιση ηρώων, από τον αστυνομικό Βασίλη / Τζιμ Χόπερ / Ντέιβιντ Χάρμπορ στην αλαφροΐσκιωτη Ιριδα / Τζόις Μπάιερς / Γουαϊνόνα Ράιντερ. Περιμένουμε να δούμε αν η συνέχεια θα... αναποδογυρίσει τον κόσμο μας.
Χειροποίητα εφέ - Ως σειρά φαντασίας, εννοείται πως το «Κομάντα και Δράκοι» στηρίζεται έντονα στα εφέ, τα οποία σ' αυτήν, την πρώτη γεύση, μοιάζουν «χειροποίητα», με εμφανείς τις ραφές τους. Θα θεωρήσουμε πως αυτό συμβαίνει όχι λόγω έλλειψης budget ή τεχνικής, αλλά λόγω... αγάπης για τον Σπίλμπεργκ!
Σπίλμπεργκ φορέβερ - Στο σύμπαν που έπλασε για 'μας ο Στίβεν Σπίλμπεργκ βουτά ο Θοδωρής Παπαδουλάκης, με παιδιά - ντετέκτιβ, εφηβικές συγκρούσεις, ποδήλατα στο φως του φεγγαριού, συνομωσίες που οι μεγάλοι δεν αντιλαμβάνονται, ανοιχτούς πνευματικούς δέκτες και μια νοσταλγική ματιά στην αθωότητα των ηρώων αλλά κυρίως του κόσμου.