Είναι ενδιαφέρον το πώς λειτουργεί η τέχνη που αποκαλούμε επίκαιρη. Ενα τουίτ ή ένα κείμενο (ή ένα βιβλίο του Τσακ Τινγκλ) μπορούν να αποτελούν πραγματικά άμεσες αντιδράσεις σε ένα γεγονός, από την εκλογή του Τραμπ μέχρι το τελευταίο μνημόνιο, κι από το προσφυγικό μέχρι την εκλογή του Μακρόν, όμως τα έργα τέχνης σε σχέση με την επικαιρότητα είναι κάτι αρκετά διαφορετικό.
Μιλάγαμε ας πούμε για το έξοχο φετινό «The Good Fight» και το πώς αντιδρά στον Τραμπ μέσα από μια εν μέρει ριζική νέα ανάγνωση του αρχικού του concept, ενώ είχε ήδη αρχίσει να γυρίζεται.
Ακόμα μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχουν όμως τα έργα εκείνα που δε χρειάστηκε ακριβώς να αντιδράσουν σε κάτι, μιας και αποτελούσαν εξαρχής αντίδραση σε κάτι που δεν ήταν απαραιτήτως εμφανές. Ο Τζόρνταν Πιλ έγραφε για χρόνια το «Get Out» και μπορεί η χρονική στιγμή να το έκανε να μοιάζει απολύτως επίκαιρο, όμως ο ίδιος ο Πιλ ξεκαθαρίζει πως οι ιδέες πίσω από το φιλμ γεννήθηκαν μέσα του πολύ καιρό πριν, στη διάρκεια της θητείας Ομπάμα, όταν πολλοί πίστεψαν πως οι ζορισμένες κοινωνικές εντάσεις θα χαλάρωναν, πως ο ρατσισμός δια μαγείας θα λυνόταν.
Το «Dear White People» του Τζάστιν Σίμιεν που βγήκε στο Netflix πριν λίγες μέρες, έχει ως σημείο εκκίνησης ένα blackface πάρτι σε ένα κατά βάση λευκό κολέγιο που πυροδοτεί μια σειρά εξελίξεων. Η σειρά είναι βασισμένη σε προ ετών ταινία του ίδιου δημιουργού, και φυσικά μιλά για διαφυλεκτικές δυναμικές που σιγόβραζαν χρόνια τώρα, έστω κι αν η σειρά βγήκε εν τέλει στο αποκορύφωμα των 100 πρώτων ημερών της Εποχής Τραμπ.
Διαβάστε ακόμη: Το «13 Reasons Why» είναι από τα πιο σημαντικά κομμάτια φετινής τηλεόρασης
To «Handmaid’s Tale» γράφτηκε φυσικά το μακρινό 1985 από την Μάργκαρετ Ατγουντ και περιγράφει ένα εφιαλτικό κοντινό μέλλον όπου η αγονία που ακολούθησε μια διευρυμένη ατμοσφαιρική μολυνση έχει σαν αποτέλεσμα την επιστροφή των ΗΠΑ σε φονταμενταλιστικές κοινωνικές δομές ιεραρχίας όπου οι γυναίκες δεν έχουν δικαιώματα ή τον έλεγχο του εαυτού τους, αποτελώντας τίποτα παραπάνω από δοχεία αναπαραγωγής που ανήκουν στον εκάστοτε Οίκο της ελίτ. Ο Μπρους Μίλερ (του «The 100») το μεταφέρει στην τηλεόραση του σήμερα. Κεντρική ηρωίδα είναι η Οφρεντ, αληθινό όνομα Τζουν, ερμηνευμένη εδώ από την Ελίζαμπεθ Μος, μια από τις πιο χαρακτηριστικές ερμηνευτικές φάτσες της τελευταίας δεκαετίας, έχοντας παίξει Τζέιν Κάμπιον και «Mad Men» στη διάρκεια των καθοριστικών αυτών πρόσφατων χρόνων της πλατινένιας εποχής της τηλεόρασης.
Η Μος είναι ανατριχιαστική χάρη στο πώς κρύβει σπίθες οργής στο βλέμμα και στο συχνά ακίνητο σώμα της, κάτω από στρώματα σιωπής, μα ακόμα πιο ανατριχιαστικός είναι ο τρόπος που την ακολουθεί η κάμερα. Τα 3 πρώτα επεισόδια είναι γυρισμένα από τη Ριντ Μοράνο, διακεκριμένη διευθύντρια φωτογραφίας σε έργα όπως το «Frozen River» και το εμβληματικό «Lemonade», η οποία εδώ τοποθετεί πάντα την κάμερά της σε γωνίες λήψης που υπονοούν έλεγχο.
Η αφήγηση μπλέκει έντεχνα τις αποστειρωμένες σκηνές της παροντικής αφήγησης με συχνά συγχυσμένα φλάσμπακ στο ζωή του Τότε, μια ζωή που θυμίζει το δικό μας σήμερα, και που μπλεγμένες μέσα στις νεκρές ζωγραφικές παλέτες της μελλοντικής κοινωνίας, κάνουν τα πάντα ακόμα πιο εφιαλτικά. Το να βλέπουμε την πάλαι ποτέ Τζουν να ζει την καθημερινότητά της με τους φίλους και την οικογένειά της, σε ένα πολυπολιτισμικό κοινωνικό χώρο, με γήινα χρώματα, με αναφορές, με την κάμερα να κινείται ελεύθερα, κάνει την ελευθερία αυτή να μοιάζει με ξύπνημα στον εφιάλτη. Στο ελεγχόμενο μέλλον η Μοράνο κρατά τα πάντα ακίνητα, σαν πίνακες, με σκοτεινές παλέτες και χαραμάδες φωτός να μοιάζουν διαρκώς έτοιμες να εισέλθουν στο χώρο, στην εικόνα, αλλά να μη βρίσκουν δίοδο. Οι χαρακτήρες είναι κατά βάση ακίνητοι, με τη γλώσσα του σώματος και τη στάση τους να μη σταματά ούτε για ένα κάδρο να υπενθυμίζει πως είναι εκεί για να υπηρετούν.
(Το μόνο στοιχείο της αφήγησης που διαρκώς με πετούσε έξω ήταν η μουσική, άλλοτε θλιμμένα μουντή κι άλλοτε με χρήση της ποπ ως αντίστιξη. Το καταλαβαίνω ως προσέγγιση, στην πράξη μου φάνηκε άτσαλο και εκτός ρυθμού.)
Διαβάστε ακόμη: Το «Imposters» είναι η πιο διασκεδαστική σειρά που δεν ήξερες ότι παίζεται στην τηλεόραση
Η Μοράνο κινηματογραφεί τη Μος υπό διαρκείς, απότομες γωνίες. Από ψηλά είτε από χαμηλά, υπενθuμίζει διαρκώς πως αυτές οι ηρωίδες παρακολουθούνται, πως δεν διαθέτουν καμία ελευθερία, καμία στιγμή μακριά από τη μεγάλη κυβέρνηση που κρατά δέσμιες αυτές και τα σώματά τους. Παράλληλα, στην ιστορία συστήνονται κι άλλες δέσμιες γυναίκες, με την κάθε μια τους να αντιδρά διαφορετικά σε αυτό που συμβαίνει (από σχηματισμό ομάδων αντίστασης μέχρι την παράκρουση επιβίωσης πως ο ‘αφέντης’ της την αγαπάει στα αλήθεια), σε μια εξερεύνηση του πώς ο έλεγχος, ο φονταμενταλισμός, ο φασισμός και ο μισογυνισμός επιδρούν με διαφορετικούς τρόπους, συνθλίβοντας τα κοινωνικά στρώματα που καταπιέζουν.
Η Τζουν, που αναγκάζεται να υπομείνει τον έλεγχο και τους αυστηρούς κανόνες και να απαντά ως Oφρεντ (προσπαθώντας να μην αρχίσει να σκέφτεται και ως τέτοια), στέλνεται στον Οίκο του διοικητή Φρεντ Γουότερφορντ (Τζόζεφ Φάινς) και της πρώην τηλε-ευαγγελίστριας γυναίκας του, Σερίνα Τζόι (Ιβόν Στραχόφσκι), οι οποίοι είναι απλά οι χειρότεροι. Η πάντα φοβερή Αν Ντάουντ είναι η Θεία Λίντια, η επιβλητική φιγούρα που ελέγχει και εκπαιδεύει τις γυναίκες, οι οποίες ονομάζονται πλέον Handmaids, και η οποία έχει τουλάχιστον μία αληθινά τρομακτική στιγμή σε κάθε επεισόδιο.
Η αληθινή αποκάλυψη όμως του καστ είναι η Αλέξις Μπλεντέλ («Gilmore Girls») στο ρόλο της Οφγκλεν, της συντρόφου για ψώνια της Οφρεντ, που στην πραγματικότητα είναι μέλος μιας κρυφής αντίστασης. Η Μπλεντέλ, ειδικά στο αποπνικτικό τρίτο επεισόδιο, «Late», παραδίδει μια καθηλωτική, βουβή ερμηνεία καθώς αποκαλύψεις για την προσωπική της ζωή οδηγούν σε μια τιμωρία απάνθρωπη. Στο ίδιο αυτό επεισόδιο τα φλάσμπακ εξιστορούν και το πώς η χώρα έφτασε σε αυτή την κατάσταση, καθώς βλέπουμε τη Τζουν (και όλες τις γυναίκες) να χάνει τη δουλειά της πριν διαμαρτυρίες στους δρόμους οδηγήσουν σε καθοριστικές εξελίξεις.
Διαβάστε ακόμη: To «Big Little Lies» φτιάχνει αλήθειες από τα ψέματα
Τα πάντα σε αυτή τη σειρά μοιάζουν επίκαιρα λοιπόν, αλλά όπως λέγαμε και στην αρχή αυτή η επικαιρότητα δεν έχει τίποτα το εφήμερο, γιατί δεν αποτελεί μελετημένη αντίδραση σε ένα συγκεκριμένο γεγονός. Οπως το «Get Out» γράφτηκε την εποχή του Ομπάμα, όταν θα ήταν πολύ δυσκολότερο να μιλήσεις για καταπίεση και συστηματικό ρατσισμό σε σχέση με το σήμερα όπου οι μπαμπούλες είναι πολύ πιο εμφανείς, έτσι και το «Handmaid’s Tale» δεν δημιουργήθηκε ως δια μαγείας αυτό το μήνα. Το βιβλίο γράφτηκε 30 χρόνια πριν, και η σειρά μπήκε σε στάδιο προπαραγωγής πέρσι την άνοιξη, πριν τον Τραμπ, πριν το Brexit, πριν το δημοψήφισμα του Ερντογάν. Oμως, και πάλι, πριν τους μπαμπούλες, η αλήθεια ήταν πάντα εκεί. Στην ενίσχυση του συστηματικού ρατσισμού και μισογυνισμού, στις διογκούμενες κοινωνικές και ταξικές ανισότητες, στο φόβο του Άλλου, στην σταδιακή απώλεια δημοκρατικών κεκτημένων.
Η αδιέξοδη δυστοπία του «Handmaid’s Tale» ήταν πάντοτε επίκαιρη, αλλά σπάνια έχει αποδοθεί με τόσο στεγνά καλλιτεχνικές πινελιές, σε μια τόσο στεγνά απάνθρωπη κοινωνική συγκυρία.
Η 1η σεζόν του «Handmaid’s Tale» θα αποτελείται από 10 επεισόδια ενώ έχει ήδη ανανεωθεί για 2η σεζόν.
Διαβάστε ακόμη:
- 6 κινηματογραφικοί auteurs που έκαναν ξεχωριστή τηλεόραση
- Το «13 Reasons Why» είναι από τα πιο σημαντικά κομμάτια φετινής τηλεόρασης
- Το «Imposters» είναι η πιο διασκεδαστική σειρά που δεν ήξερες ότι παίζεται στην τηλεόραση
- 20 χρόνια «Buffy»: Οι στίχοι, τα επεισόδια, τα outfits
- The good spin-offs: Οι καλύτερες σειρές που γεννήθηκαν από άλλες
- 20 φιλιά που έγραψαν τηλεοπτική ιστορία
- Η 90s γενιά του WB, το «νέο Χόλιγουντ» του σήμερα
- Γάμοι, θάνατοι, κι ο Μάγος του Οζ: Τα καλύτερα 100ά επεισόδια σειρών
- Τελικά δεν ήταν νεκροί: 10 τηλεοπτικοί χαρακτήρες (και ένας πλανήτης) που επέστρεψαν στη ζωή
- Τα 10 καλύτερα τηλεοπτικά φινάλε
- 10 τηλεοπτικές σεζόν που έπαιξαν με διαφορετικούς κανόνες
- «Tι ήταν αυτό που μόλις είδα;»: τα καλύτερα cliffhangers στην τηλεοπτική ιστορία