Ενα από τα πιο συναρπαστικά παρελκόμενα του να παρακολουθείς συστηματικά τηλεοπτικές σειρές είναι το να γίνεσαι μάρτυρας του πώς ακόμα και οι πιο κουρασμένες σειρές μπορούν να αναγεννούν τον εαυτό τους λίγο πριν ή αρκετά πριν ή έστω ακριβώς πάνω στο τέλος. (Άλλες δεν το καταφέρνουν ποτέ βέβαια.) Είναι αναγκαίο κακό στην τηλεόραση, την ελεύθερη τουλάχιστον: Αν κάνεις κάτι αρκετά πετυχημένο, το πιθανότερο είναι πως θα ζήσει περισσότερο από όσο πρέπει, θα κάνει κοιλιά, θα γίνει βαρετό. Όμως, κάποιες φορές, θα ανασυνταχθεί όταν δει το τέλος να έρχεται, αποκτώντας εκ νέου την αίσθηση κατεύθυνσης και χαρακτήρα που είχε στην αρχή.
Αυτό συνέβη και με το «House», το οποίο ξεκίνησε πριν 8 χρόνια ως υπόδειγμα procedural σειράς, ανέπτυξε έναν από τους πιο συναρπαστικούς χαρακτήρες της prime-time, μας έμαθε τι είναι η σαρκοείδωση και μας θύμησε πως μια αντρική φιλία μπορεί να αποτελεί ακόμα πιο καθηλωτικό λόγο να παρακολουθήσεις μια σειρά από κάποιο ανεξάντλητο σερί ερωτικών ζευγαρωμάτων. Στην πορεία η σειρά υπέφερε, σταμάτησε να είναι όσο έξυπνη μπορούσε, εγκατέλειψε την εφευρετικότητα για επαναλαμβανόμενα μοτίβα μιας ολοένα και πιο over-the-top αισθητικής οδηγώντας πολλούς να την εγκαταλείψουν σταδιακά.
Ομως ακριβώς λόγω του πόσο ισχυρά ήταν τα αρχικά συστατικά, η τελική ευθεία του «House» μπορεί να παινεύονται όλο περηφάνια οι δημιουργοί του, πως ανήκει μες στα καλύτερα επεισόδια όλης της σειράς. Το ίδιο το φινάλε σαν επεισόδιο ήταν βέβαια μάλλον άνευρο και προφανές, αυτό όμως δεν αφαιρεί από τη δύναμη μιας εξαιρετικά δυνατής τελευταίας ιστορίας, η οποία καθώς απλώνεται στο τελικό κουαρτέτο επεισοδίων, επιστρέφει στη ρίζα στη ρίζα της γοητείας αυτού του ιατρικού μυστηρίου: Tη δυνατή, καθηλωτική, περίπλοκη φιλία του Γκρεγκ Χάους με τον πιστό του Δρ. Ουώτσον, τον Γουίλσον.
Ακολουθούν SPOILERS για τα όσα συμβαίνουν σε αυτά τα τελευταία επεισόδια και ιδίως το φινάλε της σειράς.
Αυτό που κινεί την ιστορία είναι φυσικά η αποκάλυψη πως ο Γουίλσον έχει καρκίνο σε προχωρημένο στάδιο, με 5 μήνες ζωής ακόμα. Τα τελευταία 4 επεισόδια αναλώνονται σχεδόν πλήρως στις συνέπειες αυτής της εξέλιξης, εστιάζοντας στη φιλία των δύο ανδρών, καθώς ο μεν προσπαθεί να το αποδεχθεί κι ο άλλος να συμβιβαστεί.
Η ερευνητική ομάδα του Χάους μπαίνει εντελώς στο περιθώριο, αλλά ας είμαστε ειλικρινείς, δεν ήταν ποτέ διαφορετικά τα πράγματα. Πάντα για τον Χάους βλέπαμε. Και τα επεισόδια με τον Γουίλσον ήταν πάντοτε εξαιρετικά. Ήταν λοιπόν αναμενόνενο (και ακόμα σημαντικότερα, απαραίτητο) πως αυτή η κορύφωση θα αφορούσε αυτούς τους δύο. Εξάλλου η μεγάλη αλήθεια πως ο Χάους δεν είχε συναισθηματική εμπλοκή με κανέναν άλλον χαρακτήρα, κάτι που η σειρά δεν τσιγκουνεύεται τον αριθμό φορών που μας το υπενθυμίζει.
Αυτό από μόνο του είναι ξεχωριστό. Το συναισθηματικό κρεσέντο δεν αφορά κανέναν μεγάλο έρωτα, κανένα πρόσωπο προς την κοινωνία, κανένα επαγγελματικό μέλλον, κανέναν εμφανή, διακριτό στόχο. Το «House» τελειώνει ακριβώς ως όφειλε: Με τον Χάους και τον Γουίλσον και το bromance τους. Λίγοι σεναριογράφοι έχουν καταφέρει να αποδώσουν τόσο έντονα και με τέτοια συνέπεια μια βαθιά αντρική φιλία (Άαρον Σόρκιν, Ντέιβιντ Κέλεϊ οι εξέχουσες περιπτώσεις) αλλά αυτοί οι δυο ήρωες του Ντέιβιντ Σορ σίγουρα μπαίνουν στο πάνθεον.
Τα τελευταία κεφάλαια αυτού του πορτρέτου αποδοχής και δυστυχίας πιάνουν το γεγονός ενός προδιαγεγραμμένου θανάτου (όχι του ίδιου του Χάους όπως πολλοί περιμέναμε, αλλά του Γουίλσον) και το κοιτάν μέσα από το μικροσκόπιο των σταδίων της απώλειας όπως αυτά εκφράζονται στη σχέση των δύο φίλων. Αυτά τα επεισόδια δεν πετάνε το βασικό σκελετό της σειράς εντελώς στα σκουπίδια (υπάρχει ακόμα δράση στο νοσοκομείο, υπάρχουν ακόμα γρίφοι) αλλά το κέντρο βάρους μετατοπίζεται σχεδόν εξ ολοκλήρου στην προσωπική σάγκα του Χάους και του Γουίλσον, δύο κολλητών στις τελευταίες τους περιπέτειες.
Υπάρχει λοιπόν ένα σαφές επίπεδο άρνησης όταν οι δυο τους κλείνονται στο διαμέρισμα του Χάους αποφασίζοντας πως βασικά “θα κάτσουμε εδώ και θα το σκοτώσουμε αυτό το πράμα”, σε ένα φανταστικό, έντονο επεισόδιο («The C-Word») εκπληκτικών ερμηνειών που λήγει σε μια υπέροχη νότα: Τον Χάους να αφήνει στο λάπτοπ του Γουίλσον ένα slideshow με στιγμιότυπα αντρικής καφρίλας, σε ένα αναπάντεχα συγκινητικό φινάε επεισοδίου.
Το επόμενο («Post Mortem») είναι όλο πάνω σε μια μορφή διαπραγμάτευσης, καθώς αποδρούν για ένα road trip που ταυτόχρονα λειτουργεί ως ένα αγχολυτικό παιχνίδι ρόλων. Ο Γουίλσον υποδύεται πως είναι κάποιος άλλος την ώρα που ο Χάους βλέπει τη μπλόφα του. Του χαρίζει ένα μοναδικό τρίο και ο Γουίλσον το επόμενο πρωί μοιάζει ασουλούπωτος, σαστισμένος. Τον βοηθάει να μπει στο πάνθεον ανθυγιεινής διατροφής και ο Γουίλσον ξερνάει. Τον συντροφεύει στη μεγάλη απόδραση και ο Γουίλσον κάθεται σε ένα παγκάκι για να μην αφήσει μόνη της μια άγνωστη γριούλα. Στο τέλος ο Γουίλσον δείχνει το χαρτί του: Υποδυόταν μια δική του εκδοχή του αγοριού που του είχε κλέψει την κοπέλα που γούσταρε στο λύκειο. Κι όλα αυτά για να προσποιηθεί (ή να πείσει τον εαυτό του) πως μπορεί -πως οφείλει- να γίνει κάποιος άλλος μπροστά στο φάσμα του θανάτου.
Όμως οι άνθρωποι δεν αλλάζουν, το διατυμπανίζει χρόνια τώρα η σειρά. Στο «Holding On», προτελευταίο επεισόδιο, η διαπραγμάτευση συνεχίζεται, με άλλη μορφή, και πλέον με πολύ ανείπωτο θυμό. Οι δυο τους ξέρουν πως ο Γουίλσον έχει μόνο 5 μήνες, ο Χάους θέλει να τον πείσει να κάνει θεραπεία κι όσο πάει (γιατί δε μπορεί να δει τον εαυτό του χωρίς αυτόν δίπλα του, να συμμαζεύει τα λάθη του), ο Γουίλσον αρνείται γιατί ξέρει τι σημαίνει αυτό και πώς θα καταντήσει, και όλα καταλήγουν σε ένα στιγμιαίο ξέσπασμα του, σε μια επίδειξη αγνής οργής που σπάνια (ή ίσως και ποτέ) δεν έχουμε δει ξανά από αυτόν. Ο Χιου Λόρι είναι φανταστικός σε αυτές τις σκηνές, ιδίως καθώς αρχίζει να συνειδητοποιεί η αρρώστια του φίλου του δεν αφορά πρωτίστως τον ίδιο τον Χάους, αλλά τον Γουίλσον.
Η ανατροπή με τα εισιτήρια που κατέστρεψαν τον εξοπλισμό του νοσοκομείου ήταν κάπως βλακώδης, αλλά η σειρά ποτέ δεν ήταν ιδιαίτερη δυνατή στο σχηματισμό πιστευτής πλοκής. Αντιθέτως, πάντα συντονιζόμασταν για το δράμα χαρακτήρων και τις ερμηνείες. Οπότε συγχωρείς τον μηχανισμό πίσω από την τελική εξέλιξη που μας επιφυλάσσει η σειρά: Στο φινάλε, τιτλοφορούμενο κατά έναν περίεργο τρόπο, «Everybody Dies», ο Χάους στήνει ένα περίπλοκο σχέδιο σκηνοθεσίας του θανάτου του, ώστε να γλιτώσει τη φυλακή και να μπορέσει να ζήσει ελεύθερα μαζί με τον φίλο του, τις τελευταίες του μέρες.
Περνάει από το τέταρτο στάδιο πρώτα, την κατάθλιψη. Καθώς στέκεται μέσα σέ ένα φλεγόμενο κτίριο έτοιμο να καταρρεύσει (μια εξέλιξη κι ένα σκηνικό που ποτέ δεν γίνονται απολύτως σαφή ή πιστευτά) παρελαύουν μπροστά του οι νεκροί και ζωντανοί άνθρωποι από τη ζωή του, στην απεικόνιση ενός εσωτερικού μονολόγου που βρίσκει τον Χάους να σκέφτεται απλώς να κάτσει εκεί και να πεθάνει. Γιατί χάνει το τελευταίο (μοναδικό του) συναισθηματικό αποκούμπι, γιατί ο καρκίνος είναι βαρετός και καθόλου αινιγματικός για να του κρατήσει το ενδιαφέρον, γιατί επαγγελματικά είναι τελειωμένος: Όλα όσα τον καθορίζουν, έχουν τελειώσει. Έχει νόημα να συνεχίσει;
(Η συμβουλή «Carpe diem», την οποία δανείζεται προς στιγμήν η σειρά από τον «Κύκλο των Χαμένων Ποιητών» ως μια ύστατη αναφορά στο διάσημο φιλμ του Ρόμπερτ Σον Λέοναρντ, βγάζει απόλυτο νόημα σε αυτό το πλαίσιο.)
Ο κύριος όγκος χρόνου του φινάλε αναλώνεται σε απλή, προφανή αφήγηση των θεματικών οδών που ακολουθεί η ιστορία λίγο πριν την κατάληξή της, κάτι που πάντα με ενοχούσε σε αυτή τη σειρά, αλλά γίνεται ακόμα πιο κουραστικό όταν βρίσκεσαι μια 12λεπτη πράξη από το τέλος. Το σεναριακό εύρημα του γρίφου είναι ξεσηκωμένο σαν τεχνική από το παρελθόν της ίδιας της σειράς. Μπορεί να το πεις homage αν θες ή μπορείς και να το πεις κουρασμένη, άνευρη γραφή. Τέλος η παρέλαση των guest stars μοιάζει με αγγαρεία: Βάλε όλους να περάσουν και να πουν την ατάκα τους πριν αναποδογυρίσουμε το τραπέζι και περάσουν στην ουσία. (Εξαίρεση η παρουσία της Σίλα Γουώρντ, στο ρόλο της Στέισι, το πρώτο αίσθημα του Χάους. Ενώ η Κάντι της Λίσα Έντελστιν παραήταν έξαλλη μάλλον με τη σειρά για να καταδεχτεί να την τιμήσει έστω με λίγα δευτερόλεπτα σκηνικής παρουσίας. Άβολο.)
Όμως όταν ξεμπερδέψουμε με τα τρικ, με τους γκεστ, με τους επεξηγηματικούς διαλόγους, με τη σαχλή, προβλέψιμη ανατροπή, όταν τελειώσουμε με όλα αυτά, μένει μόνο μια πανέμορφη σκηνή. Ένας τέλειος επίλογος. Ο Χάους τα πετάει όλα στον αέρα, συμβιβάζεται με την απώλεια όλων όσων των χαρακτήριζαν μέχρι πριν τρία επεισόδια, για να ζήσει τους 5 τελευταίους μήνες με τον άνθρωπό του. Κλεισιμο ταιριαστό, δυνατό, υπέροχο. Δεν αλλάζει, αλλά δε μένει και ίδιος. Δεν ξεπερνά τους εθισμούς του, αλλά μαθαίνει να ζει πέρα από αυτούς. Ο επίλογος είναι τέλειος: «Ο καρκίνος είναι βαρετός», τα τελευταία του λόγια προτού φύγει στο άγνωστο με έναν κολλητό που σβήνει.
Αποδοχή.
Tags: house, χιου λόρι, φινάλε