TV & STREAMING

«BRATS:» Don't You Forget About Them

of 10

Ο Αντριου ΜακΚάρθι ξανασυναντά την παλιοπαρέα 30+ χρόνια μετά σε ένα αποκαλυπτικό ντοκιμαντέρ. Κι όσο εμείς που μεγαλώσαμε στα 80ς σκουπίζουμε τα δάκρυά μας συγκινημένοι, εκείνος μάς αποκαλύπτει το απροσδόκητο λόγο του reunion: να πετάξει από πάνω τους την «Brat Back» ρετσινιά που σε πολλούς στοίχισε την καριέρα που ονειρευόντουσαν.

«BRATS:» Don't You Forget About Them

«Αγαπητέ κύριε Βέρνον. Αποδεχόμαστε το γεγονός ότι έπρεπε να θυσιάσουμε το Σάββατό μας στο πειθαρχείο για ό,τι πιστεύετε ότι έκανε ο καθένας μας.

«Νόμιζα ότι θα μέναμε φίλοι για πάντα.»
«Ναι, το "για πάντα" ξαφνικά μοιάζει πολύ σύντομο.»

If you leave, don't leave know, please don't take my heart away...

brat pack

1985: Glory Days

Aν αναγνωρίσατε τις παραπάνω αράδες, αν αυτές οι σκόρπιες ατάκες, στιγμές, μελωδίες σας έκαναν να νιώσετε ένα γνώριμο κόμπο στο λαιμό, ένα αντανακλαστικό βούρκωμα - αποτέλεσμα γλυκιάς νοσταλγίας και ψυχρού σοκ για τα χρόνια που πέρασαν σαν αστραπή- ανήκετε στη γενιά που πήγαινε σινεμά στα 80ς. Στους έφηβους που στηνόντουσαν σε τεράστιες ουρές (όχι δεν μπορούσες να κλείσεις εισιτήριο από το Ιντερνετ), έτρεχαν να νοικιάσουν την βιντεοκασέτα (2-3 κόπιες υπήρχαν ανά ταινία, αν αργούσες το έχανες), αγόραζαν σε βινύλιο το soundtrack (και έπρεπε κάθε τόσο να σηκώνονται για να αλλάξουν πλευρά στο δίσκο) και χάζευαν υπνωτισμένοι για ώρες τα εξώφυλλα.

Μάλλον φορούσατε κι εσείς σακάκια με βάτες, γκέτες, δερμάτινες λεπτές γραβάτες, λευκά αθλητικά, φούξια πουλόβερ, πλαστικούς μπλε ηλεκτρίκ κεραυνούς για σκουλαρίκια. Τα αγόρια βάζατε ένα άθλιο γαλάζιο τζελ στα μαλλιά σας, τα κορίτσια τα φουντώνατε με περμανάντ, όλοι χορεύατε με τα χέρια ανοιχτά και τα πόδια σταυρωτά, τρώγατε τσιπς με ρίγανη, πίνατε Β-52ς, καπνίζατε σε εσωτερικούς χώρους, φτιάχνατε mixtapes για τα πάρτυ ή για κάθε μοναχική μελαγχολική καψουριά.

Το Χόλιγουντ είχε ρίξει τους προβολείς (κι όλο του το budget) στις δικές ΣΟΥ ιστορίες - την εφηβεία, το σχολείο, τις ανασφάλειες, τις ταξικές διαφορές με τους συμμαθητές σου, τους πρώτους έρωτες, τις μόδες, τις μουσικές σου, την αγωνία να βρεις ποιος είσαι και που ανήκεις. Οι γονείς δεν υπήρχαν πουθενά, στο κάδρο ήσουν μόνο εσύ. Στο κέντρο του κάδρου, όχι στη γωνία του. Οχι, κανένας πατέρας δε θα σε ξαναέβαζε σε καμία γωνία, baby...»

brat pack

Οσοι έτυχε λοιπόν να είμαστε 12-16 στην καρδιά της δεκαετίας του 80, μπορεί να μην το είχαμε καταλάβει, αλλά ζούσαμε τον κινηματογραφικό μας παράδεισο. Εμείς το θεωρούσαμε κανονικότητα: κάθε εβδομάδα έβγαινε στα σινεμά κι ένα νέο young adults drama - από τους «Outsiders» («Επαναστάτες Χωρίς Αύριο), το «Stand By Me» («Στάσου Πλάι μου») και το «Breakfast Club», μέχρι το «St. Elmos Fire» («Το Μπαράκι του Σαν Ελμο»), το «Pretty in Pink» («Η Κουκλίτσα με τα Ροζ»), το «Dirty Dancing».

Το Χόλιγουντ είχε ρίξει τους προβολείς (κι όλο του το budget) στις δικές ΣΟΥ ιστορίες - την εφηβεία, το σχολείο, τις ανασφάλειες, τις ταξικές διαφορές με τους συμμαθητές σου, τους πρώτους έρωτες, τις μόδες, τις μουσικές σου, την αγωνία να βρεις ποιος είσαι και που ανήκεις. Οι γονείς δεν υπήρχαν πουθενά (και ήσουν στην ηλικία που ήθελες επιτέλους να κάτσουν στο πίσω κάθισμα της ζωής σου), στο κάδρο ήσουν μόνο εσύ. Στο κέντρο του κάδρου, όχι στη γωνία του. Κανένας πατέρας δε θα σε ξαναέβαζε σε καμία γωνία, baby.

brat pack

Αυτό φυσικά δεν ήταν καθόλου τυχαίο - τα στούντιο είχαν δει το τεράστιο αγοραστικό κοινό των πιτσιρικάδων που κατέκλυζαν τα εμπορικά κέντρα (στα 80ς χτίστηκαν και έγιναν τόποι συνάντησης για την εφηβική έξοδο) και ήθελαν να τους προσφέρουν ταινίες που θα ολοκλήρωναν το σαββατόβραδό τους στο mall.

Κι αυτό είχε ως αποτέλεσμα να επενδύσουν σε νέα, φρέσκα πρόσωπα ηθοποιών. Να ξεφύγουν από τους πιο ώριμους, καταξιωμένους πρωταγωνιστές και να κατασκευάσουν μία νέα γενιά σταρς. Κάπως έτσι γλύστρισε με το εσώρουχό του ο πρωτάρης Τομ Κρουζ στα Risky Business όνειρά μας. Κάπως έτσι κάναμε όλοι μαζί κοπάνα με τον Φέρις Μπιούλερ και γραφτήκαμε στο καράτε για να είμαστε το επόμενο Kid. Κάπως έτσι ερωτευτήκαμε τον «Αταίριαστο» Ματ Ντίλον με το λευκό φανελάκι (ή την Νταϊάν Λέιν με τα μαύρα εσώρουχα).

brat pack

Κάπως έτσι μεγαλώσαμε. Αν οι γονείς μας σιγοτραγουδούσαν Dean και Frankie και Sammy κρατώντας το bourbon τους και νοσταλγώντας την λάμψη της Rat Pack, εμείς τεντώναμε τη γροθιά μας στο «Don't Don't Don't DON'T» (you forget about me), πίναμε Coca Cola από γυάλινο μπουκάλι και ήμασταν ερωτευμένοι με τους δικούς μας, υπέροχους Brat Packers.

«Brat Pack». Αυτός ήταν ο ορισμός της παρέας των νέων ηθοποιών που έμοιαζαν να πρωταγωνιστούν στα πάντα - στην μεγάλη οθόνη, τα περιοδικά, τα πόστερ και τα υγρά μας όνειρα. Τζαντ Νέλσον, Ρομπ Λόου, Εμίλιο Εστεβεζ, Ντεμί Μουρ, Aλι Σίντι, Μόλι Ρίνγκγουλντ, Αντριου ΜακΚάρθι.

Αυτό που με συνέτριψε ήταν ότι έμεινε η στάμπα μίας ελαφρότητας. Οτι δεν παίρναμε τη τέχνη μας στα σοβαρά. Αυτή η στάμπα επηρέασε τη ρότα της καριέρας μου καθοριστικά. Δεν θα έπαιρνε ποτέ ο Μάρτιν Σκορσέζε στην ταινία του έναν brat-packer...»

brat pack

2024: Επιστροφή στο Μέλλον

Ηταν πάντα ο πιο μαγκωμένους από όλους - ο πιο ντροπαλός, εσωστρεφής, προβληματισμένος. Κι ο πιο γλυκός. Κι ο πιο intellectual. Κι ο πιο αέναα πληγωμένος. Και φαίνεται ότι δεν απείχε πολύ αυτή η εικόνα από την πραγματικότητα του Αντριου ΜακΚάρθι. Γιατί πώς αλλιώς εκείνος είναι αυτός που σήμερα τόλμησε να πει «Απέτυχα, δεν έκανα την καριέρα που ονειρεύτηκα, μου στοίχισε....» Και να φτιάξει ένα ντοκιμαντέρ που να εξηγεί τους λόγους. Την αιτία. Με δύο λέξεις: «Brat Pack».

Οταν στις 10 Ιουνίου του 1985 -στην ουρά επιτυχίας του «Breakfast Club» και λίγο πριν την πρεμιέρα του «St. Elmos Fire»- κυκλοφόρησε το New York Magazine με εξώφυλλο τις φωτογραφίες των νεαρών ηθοποιών και πηχαίο τίτλο «Η Brat Pack του Χόλιγουντ», ο ΜακΚάρθι ομολόγησε ότι η πρώτη αντίδρασή του ήταν: «Oh Fuck!» Διαβάζοντας και το καυστικό άρθρο του Ντέιβιντ Μπλουμ, ο οποίος αρχικά ξεκίνησε να κάνει μία συνέντευξη στον Εμίλιο Εστέβεζ αλλά κατέληξε να τον ακολουθεί στα μπαρ μαζί με τους Ρομπ Λόου και Τζαντ Νέσλον και να βλέπει τις συμπεριφορές τους και τις αντιδράσεις του κοινού, εφηύρε αυτό τον όρο, τον έβαλε και τίτλο. Εμοιαζε με «αθώο» λογοπαίγνιο, έξυπνη σύγκριση με τους rat packers, αλλά ήταν έμμεσο χτύπημα κάτω από την μέση. Οι 50ς συμμορία ήταν rats, cool. Η 80ς ήταν brats, δηλαδή κακομαθημένα κωλόπαιδα.

Η πρώτη αντίδραση όταν είδα το εξώφυλλο ήταν: Oh Fuck!»

brat pack

Πώς είναι δυνατόν; Για εμάς ήταν απλώς ένα όνομα που συμβόλιζε όλα όσα ήταν τα 80ς. Ομως φαίνεται ότι όσο εσύ ονειρευόσουν να ήσουν brat-packer -ήταν η παρέα που ήθελες να ανήκεις, να μιμηθείς, να παρτάρεις- όσο αντέγραφες τα ρούχα τους, άκουγες τις μουσικές τους, οι ίδιοι περνούσαν μία τεράστια ανασφάλεια κι αγωνία ακριβώς επειδή τους αντιμετώπιζαν ως «παρεάκι».

«Ηταν το σημείο μηδέν. Νομίζω ότι από εκείνη τη στιγμή η ζωή μου δεν ήταν ποτέ ίδια» ομολογεί ο ΜακΚάρθι. «Αυτό που με συνέτριψε ήταν ότι έμεινε η στάμπα μίας ελαφρότητας. Οτι ήμασταν εκεί για τη φήμη, τα ποτά και τα ξενύχτια. Οτι δεν παίρναμε τη τέχνη μας στα σοβαρά. Αυτή η στάμπα επηρέασε τη ρότα της καριέρας μου ανεπιστρεπτί. Και καθόρισε τη ζωή μου. Δεν θα έπαιρνε ποτέ ο Μάρτιν Σκορσέζε στην ταινία του έναν brat-packer...»

Στα 61 του χρόνια, κι αντικειμενικά με μία φιλμογραφία που αποδεικνύει ότι μάλλον είχε δίκιο, ο ΜακΚάρθι αποφασίζει να γυρίσει στο παρελθόν, να ξορκίσει τους δαίμονές του για να προχωρήσει μπροστά. Αποφασίζει να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ, όπου θα αναζητήσει όλους τους συμπρωταγωνιστές εκείνης της εποχής και θα τους ρωτήσει αν αισθάνθηκαν κι εκείνοι το ίδιο. Ή αν ήταν ο μόνος που πήρε τόσο αρνητικά και χρεώθηκε τόσο καθοριστικά την ταμπέλα του «brat»;

Παρακολουθώντας τις κουβέντες και τα επιχερήματά τους, κοιτώντας το σύνολο των συναντήσεων, σοκάρεσαι και με κάτι ακόμα - κάτι που ίσως κι ο ίδιος ο ΜακΚάρθι να μην συνειδητοποίησε: η δυναμική τους είναι ίδια. Σαν να μην πέρασε μια μέρα. Ο Ρομπ και η Ντεμί, τα cool kids, υποδέχθηκαν τον ΜακΚάρθι στις βίλες τους στο Λος Αντζελες. Μπροστά τους, ο Αντριου ήταν, και πάλι, ο μελαγχολικός υπεραναλυτικός loser.»

brat pack

Το πρώτο σοκ που προκύπτει όσο ξεκινάς να παρακολουθείς το ντοκιμαντέρ είναι η ερώτηση: μα, δεν ξέρει ήδη ο ΜακΚάρθι πώς ένιωσαν οι υπόλοιποι τότε; Δεν μίλησαν τότε; Δεν έκαναν παρέα; Η αποκαλυπτική απάντηση είναι πως όχι. Ολο ήταν ένα κατασκεύασμα. «Ας πάρω τηλέφωνο τον Εμίλιο. Εχω να τον δω από την πρεμιέρα του "St. Elmos Fire"...» Οχι δεν έκαναν παρέα. Οχι, δεν έμειναν φίλοι. Οχι, δεν τσακώθηκαν, γιατί δεν ήταν ποτέ φίλοι.

Ακολουθούν αστεία τηλεφωνήματα, συγκινητικά reunions, εγκάρδιες αγκαλιές, ειλικρινείς συζητήσεις. Οι πρώην brats και νυν μεσήλικες ανοίγουν τις πόρτες των σπιτιών τους, κάθονται στις κουζίνες ή τους κήπους του και βάζουν κάτω τι συνέβη τότε. Ολοι μεγάλωσαν. Ολοι μεγαλώσαμε. Στην περίπτωση της Ντεμί και του Ρομπ, γονίδια και επιστήμη βοήθησαν να μη «μεγαλώσουν» τόσο. Οι υπόλοιποι είναι με λίγο λιγότερα μαλλιά, λίγο περισσότερα κιλά, τις φυσιολογικές ρυτίδες. Ακόμα υπέροχοι. Ακόμα οι δικοί μας άνθρωποι.

brat pack

Το δεύτερο σοκ, είναι η απάντηση στο ερώτημά του: ναι, σε κανέναν δεν άρεσε ο όρος. Ολοι θύμωσαν. Ολοι στεναχωρήθηκαν. Ολοι το εξέλαβαν σαν υποτιμητικό χαρακτηρισμό. «Μας είπαν... brats!» Ο ΜακΚάρθι μοντάρει τις σημερινές κουβέντες με αρχειακό βίντεο από τηλεοπτικές συνεντεύξεις ή late night show εμφανίσεις των ηθοποιών τότε και, το παράδοξο είναι, ότι από τότε μάς το έλεγαν. Τους ρωτούσαν για την «brat pack» και το δήλωναν ξεκάθαρα «μάς έχουν βολικά γκρουπάρει, αλλά εμείς δεν είμαστε αυτό - είμαστε πολλά περισσότερα». Κοιτώντας πίσω, τα φρέσκα τους πρόσωπα θύμωναν και σκοτείνιαζαν, αλλά εμείς μάλλον δεν τους ακούγαμε.

Παρακολουθώντας τις κουβέντες και τα επιχερήματά τους, κοιτώντας το σύνολο των συναντήσεων, σοκάρεσαι και με κάτι ακόμα - κάτι που ίσως κι ο ίδιος ο ΜακΚάρθι να μην συνειδητοποίησε: η δυναμική τους ήταν ίδια. Σαν να μην πέρασε μια μέρα. Ναι, όλοι παραδέχθηκαν ότι ο όρος «brat pack» ήταν κάτι το αθέμιτο. Δεν υπήρξε όμως το ίδιο αντίκτυπο στις ζωές τους. Ο Ρομπ και η Ντεμί υποδέχθηκαν τον ΜακΚάρθι στις βίλες τους στο Λος Αντζελες. Ηταν πάντα οι δημοφιλείς της παρέας και παρέμεινε αυτή η λάμψη να τους ακολουθεί - έκαναν καριέρα, επιβίωσαν στο χώρο, κατέκτησαν τους Χολιγουντιανούς λόφους, είχαν διάρκεια. Οσο μιλούν, βλέπεις την αυτοπεποίθηση, την λάμψη στα μάτια, ένα «έλα μωρέ Αντριου, τι είναι αυτά που λες...». Οπως ακριβώς θα μιλούσαν οι ήρωες στα σκαμπό στο Μπαράκι του Σαν Ελμο. Μπροστά τους, ο Αντριου ήταν, και πάλι, ο μελαγχολικός υπεραναλυτικός loser. Πόσο ειρωνικό...

brat pack

Από την άλλη, η Αλι Σίντι συνεχίζει να είναι πιο εσωστρεφής, πιο χαμηλών τόνων, κρυμμένη κάτω από τα μαύρα μαλλιά της σαν το κορίτσι του Breakfast Club, σ' ένα μάλλον ταπεινό νεοϋορκέζικο διαμέρισμα. Που πήγε η δική της καριέρα; Τι ρόλοι δόθηκαν στην κοκκινομάλλα it-girl Μόλι Ρίλγουντ, που αρνήθηκε να συμμετάσχει στο ντοκιμαντέρ («θέλει να κοιτάει μόνο μπροστά, όχι πίσω); Αν δεν είχε την τηλεόραση και το «Two and a Half Men», τι θα γινόταν με την καριέρα του «Duckie» Τζον Κράιερ;

Που χάθηκε ακόμα και σήμερα, ο πιο στιβαρός, πιο ώριμος, ο Οσκαρικός Τίμοθι Χάτον; Ο ΜακΚάρθι τον βρήκε να έχει αποσυρθεί κάπου στα βόρεια της πολιτείας της Νέας Υόρκης σ' ένα αγρόκτημα που εκτρέφει μέλισσες και απολαμβάνει την ησυχία του.

Που είναι ο Τζαντ Νέλσον; Δε θα το μάθουμε ποτέ. Ο πάλαι ποτέ μουντρούχος, απροσπέλαστος, πιο περιθωριακός της παρέας συνεχίζει στο ίδιο μοτίβο. Σε όλο το ντοκιμαντέρ είναι το φάντασμα. Ο ΜακΚάρθι ψάχνει για ένα contact, προσπαθεί απεγνωσμένα για ένα μίτινγκ, αφήνει δεκάδες μηνύματα σε τηλεφωνητές.

Εχτισαν ένα niche που πριν δεν υπήρχε. Για τους νέους που ονειρεύονται ότι οι παρέες από το σχολείο θα επιβιώσουν για πάντα. Που ο ρομαντισμός δεν περιορίζεται στον έρωτα, αλλά σε θέλει να γερνάς με τους φίλους σου. Δεν θα υπήρχαν οι «Friends» αν δεν υπήρχε η «Brat Pack»...»

brat pack

Πόσο δίκιο έχει ο ΜακΚάρθι: στοίχισε σε όλους η brat ρετσινιά;

Ποιοι είμαστε για να το αμφισβητήσουμε; Εκείνος ξέρει τι τηλέφωνα χτύπησαν ή έμειναν σιωπηλά, τι προτάσεις είχε και ποιες δεν ήρθαν ποτέ στο τραπέζι, με ποιους συνεργάστηκε και ποιοι τον απέφυγαν.

Κοιτώντας και σφαιρικά πίσω στη δεκαετία του 80, η αλήθεια είναι ότι όσοι δεν μπήκαν κάτω από την brat-pack ομπρέλα βρήκαν περισσότερες ευκαιρίες. Δεν έμειναν κολλημένοι στη συλλογική συνείδηση ως «80ς σταρς», μεγάλωσαν παράλληλα με τις ευκαιρίες που προσφέρονταν ώστε να παίξουν μεστούς ρόλους, να κάνουν πιο ρισκέ επιλογές, να συνεργαστούν με τους μεγάλους σκηνοθέτες.

Ο Ματ Ντίλον δούλεψε με τους καλύτερες (Κόπολα, Kρόου, Βαν Σαντ) και συνεχίζει να συνεργάζεται με τους πιο προκλητικούς σκηνοθέτες (από τον Τρίερ μέχρι τον Λάνθιμο). Ο Μάθιου Μπρόντερικ μπόρεσε να κάνει rebranding στον εαυτό του μέσα από το Μπρόντγουεϊ. Και το μεγαλύτερο παράδειγμα, ο Τομ Κρουζ απογειώθηκε, έγινε ο Mr. Hollywood.

Ο ΜακΚάρθι δεν συζητά μόνο με τους συμπρωταγωνιστές του προσπαθώντας να βρει τη ρίζα της αλήθειας. Συναντά συγγραφείς που ασχολήθηκαν με την 80ς pop culture (από τον Μπρετ Ιστον Ελις μέχρι τον Μάλκομ Γκλάντγουελ), παραγωγούς της εποχής, casting directors. Kι εκεί αλλάζει το πρόσιμο στην ταμπέλα, αλλάζει η όψη των πραγμάτων.

Ολοι οι υπόλοιποι δεν είδαν ποτέ κάτι το αρνητικό. Είδαν ό,τι βλέπαμε κι εμείς: τη λάμψη αυτής της παρέας, εκεί στις αρχές της καριέρας τους, όταν όλα ήταν δυνατά. Εζησαν την επιδραστικότητά τους και τους τόνους δημοτικότητας, αλλά κι αγάπης προς όσους είπαν τις ιστορίες μας. Παρατήρησαν και σφράγισαν την σημαντικότητά τους για την κουλτούρα μιας ολόκληρης εποχής: «η brat pack ήταν το 80ς zeitgeist, το avatar της ποπ κουλτούρας της δεκαετίας».

Εχτισαν ένα niche που πριν δεν υπήρχε. Για τους νέους που θέλουν οι παρέες από το σχολείο να επιβιώσουν για πάντα. Που ο ρομαντισμός δεν περιορίζεται στον έρωτα, αλλά σε θέλει να γερνάς με τους φίλους σου. Δεν θα υπήρχαν οι «Friends» αν δεν υπήρχε η «Brat Pack»...

brat pack

Don't you Forget About Us

Ποιο θα ήταν το συμπέρασμα; Κανένα. Ο Αντριου ΜακΚάρθι έπιασε την κάμερα περισσότερο ως ψυχαναλυτικό εργαλείο -το ομολογεί άλλωστε- για να εξερευνήσει κάτι υπαρξιακό, προσωπικό, βασανιστικό. Είμαστε μάρτυρες ακόμα μίας ταινίας που πηγαίνει πίσω στις ζωές όλων μας, αλλά στην ουσία αφηγείται τη δική του - εκείνος πρωταγωνιστεί στο πανί.

Υπάρχει πραγματικό τραύμα που υφαίνεται με κάθε χαμογελαστή στιγμή νοσταλγίας. Πας να συγκινηθείς με το reunion αλλά το μελαγχολικό χαμόγελο του ΜακΚάρθι προδίδει κάτι που στα 61 χρόνια μοιάζει ιδιαίτερα πικρό. Είναι επώδυνο να τον ακούς να λέει στην τότε casting director τoυ «μακάρι να με είχες πείσει ότι όλο αυτό ήταν θετικό, να έβλεπα εντελώς αλλιώς τους δρόμους που μου ανοίγονταν, να μην ένιωθα κατατρεγμένος...»

Θα στο πούμε εμείς τότε Αντριου. Σήμερα, στα 61 σου χρόνια. Ησουν το αγόρι της τάξης που αγαπήσαμε ακριβώς για αυτή την μελαγχολία. Και δεν σε ξεχάσαμε ποτέ. Kαι χαιρόμαστε τόσο που σε ξαναβλέπουμε - 61 χρονών νέο. Και με χαρά θα περιμένουμε κάτι επόμενο. Εδώ είμαστε.

Does that answer your question? Sincerely yours, The Breakfast Club.