Η μοίρα ενός spin-off είναι συνήθως εκ των πραγμάτων καταδικασμένη γιατί πάντα, μοιραία, θα αναφέρεται σε συνάρτηση με τη σειρά που το γέννησε. Είναι βαριά η κατάρα, ακόμα κι αν η σειρά είναι αρκετά καλή για να αποκτήσει δική της ταυτότητα και γεννήσει τον δικό της μικρό θρύλο.
(Ο μόνος λόγος που είπα ‘συνήθως’ είναι επειδή το «Frasier» έδειξε πως μπορεί μια σειρά να ξεπεράσει σε φήμη ακόμα και εκείνη που τη γέννησε. Είναι ωστόσο πολύ-πολύ σπάνιο και δύσκολο. Και να αναφέρουμε και την περίπτωση-αστερίσκο των «Simpsons» που ξεκίνησαν, εντελώς πρωτόγονα, ως σκετσάκια στο «Tracey Ullman Show».)
Η σύνδεση συνήθως ενισχύεται και με τη θέληση του ‘παιδιού’. Στην διαρκή προσπάθεια της νέας σειράς να υπενθυμίσει στο προϋπάρχον φανατικό κοινό γιατί είναι εδώ, χρησιμοποιούνται γνώριμα ονόματα και καταστάσεις ακόμα κι όταν, πιθανώς, να μην ήταν απαραίτητα. Αυτό δένει τον θεατή με το καλημέρα, μα ταυτόχρονα του υπενθυμίζει πως αυτό που βλέπει είναι ένα συμπλήρωμα.
Το βλέπουμε πολλές φορές, σειρές δεύτερης γενιάς ψιλο-αβέβαιες για τον εαυτό τους που δανείζονται στοιχεία για να αποκτήσουν γερό πάτημα. Ένας γνώριμος guest star, μια ‘υποψιασμένη’ αναφορά, ένα κλείσιμο του ματιού προς μια μελλοντική εξέλιξη. Αλλά επί της ουσίας υπάρχει κάτι εκεί;
Το «Better Call Saul» χρησιμοποιεί κάποια τέτοια τεχνάσματα, αλλά δεν είναι συμπλήρωμα. Το «Better Call Saul» καταφθάνει με σιγουριά και αυτοπεποίθηση που σπάνια βλέπεις να διαθέτει ένα spin-off. Θα του άξιζε να είναι κάτι παντελώς καινούριο.
Διαβάστε ακόμη: Ο θρίαμβος του «Breaking Bad» αλλάζει τις προσδοκίες από το τηλεοπτικό δράμα
Η πρεμιέρα των 2 επεισοδίων που προβλήθηκε ήδη είναι υπό μία έννοια κάτι σαν origin story του Σολ Γκούτνμαν, του αγαπημένου λέρα δικηγόρου που γνωρίσαμε και αγαπήσαμε στο «Breaking Bad» μέσα από τα πάρε-δώσε του με τον Γουώλτ Γουάιτ.
Ο Σολ εδώ λέγεται ακόμα Τζίμι ΜακΓκιλ και είναι, στο ξεκίνημα της σειράς, ένας δημόσιος συνήγορος υπεράσπισης που τσιμπάει υποθέσεις για το χαρτζιλίκι του δημοσίου, και δε μοιάζει καν να είναι και πολύ καλός σε αυτό που κάνει. (Η πρώτη υπόθεσή του που βλέπουμε είναι για την υπεράσπιση μιας παρέας νεαρών κρετίνων που αποκαλύπτεται, ξεκαρδιστικά, πως είχαν κάνει σεξ με ένα κεφάλι νεκρού.) Διατηρεί γραφείο ελάχιστων τετραγωνικών πίσω από την αποθήκη μιας μπουτίκ περιποίησης, η ιδιοκτήτρια της οποίας δε τον αφήνει καν να πίνει από το νερό του καταστήματος («είναι μόνο για τους πελάτες!»). Και, φυσικά, δεν έχει μία.
Ο αδερφός του, Τσακ, είναι ιδρυτής μιας μεγάλης δικηγορικής φίρμας την οποία έχει τώρα (προσωρινά;) εγκαταλείψει για κάποιον κάπως αδιευκρίνιστο λόγο. «Υπερβολική ευαισθησία στην ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία» το περιγράφει και στο 2ο επεισόδιο φοράει μια κουβέρτα από αλουμίνιο όταν ο Τζίμι, μεθυσμένος, μπαίνει σπίτι έχοντας το κινητό του μες στο παντελόνι του. Ο Τσακ λαμβάνει κάποια μηνιαία αποζημίωση αλλά δεν είναι αρκετή, κάτι που ωθεί τον Τζίμι στα άκρα.
Διαβάστε ακόμη: «Breaking Bad»: Μια επανάληψη σε 12 βήματα
Θέλοντας να εξασφαλίσει για πελάτες ένα ζευγάρι που εκείνος (κι εμείς) υποθέτει πως έχουν βουτήξει ενάμιση εκατομμύριο δολλάρια και θα χρειαστούν σύντομα υπεράσπιση, μπλέκει με δύο κρετίνους μικροαπατεώνες, οι οποίοι με τη σειρά τους θαλασσώνουν το σχέδιο του Τζίμι, φέρνοντάς τον άθελά του στο διάβα του Τούκο, του γνωστού, αδυσώπητου Τούκο από τη μητέρα-σειρά «Breaking Bad», κάτι που οδηγεί, φυσικά, σε ένα ξεκαθάρισμα λογαριασμών στο αχανές τοπίο της ερήμου, μπροστά από τον καφέ ορίζοντα.
Αν όλα αυτά μέχρι εδώ ακούγονται πράγματα γνώριμου ύφους και περιεχομένου, είναι επειδή η σειρά καφθάνει, όπως λέγαμε, με απίστευτη σιγουριά για τον εαυτό της λόγω της δημιουργικής συνέχειας μετά το «Breaking Bad». Οι σειρές πάντα χρειάζονται ένα διάστημα για να μετρήσουν δυνάμεις, να τεστάρουν το στυλ τους, να ισορροπήσουν τον τόνο τους. Το ίδιο το «Breaking Bad» όταν ξεκινούσε δεν ήταν καμιά τρομερή σειρά, ήταν ένα πολλά υποσχόμενο δράμα με πολύ καλές ερμηνείες.
Όμως στο «Better Call Saul» έχουμε τον Βινς Γκίλιγκαν και έχουμε τον Πίτερ Γκουλντ στο σενάριο. (Ο Γκουλντ είναι σεναριογράφος του «Breaking Bad» που έγραψε το πρωτότυπο «Better Call Saul» επεισόδιο της σειράς στη 2η σεζόν, συστήνοντάς μας τον Γκούντμαν.) Έχουμε την Μισέλ Μακλάρεν στη σκηνοθεσία. Έχουμε τον Μπομπ Όντενκερκ και τον Μάικλ Μακίν σε κεντρικούς ρόλους. Έχουμε την έρημο, Έχουμε τη δοκιμασμένη δομή και τους ρυθμούς αυτού του σκληρού καρτούν γουέστερν. (Ο Τζίμι Μαγκίλ του Μπομπ Όντενκερκ μπορεί και να είναι το πιο αστείο θλιμμένο μάπετ που έχουμε αντικρύσει ποτέ.)
Αυτοί οι άνθρωποι ξέρουν πολύ καλά τι κάνουν, και η σειρά δε χαραμίζει οτε δεκάλεπτο πριν μας μεταφέρει στην ιστορία γένεσης του πιο ξεκάθαρα αστείου χαρακτήρα μιας σειράς που θριάμβευε πάντα στην ένταση και στις μοραλιστικές διδαχές, μα που στην πραγματικότητα επιζούσε χάρη στην γουέστερν εικονογραφία της και -κυρίως- στο μαύρου χιούμορ υπόβαθρό της. Το «Breaking Bad» ήταν πολύ πιο αστείο από όσο το σύμπαν ίσως επιλέξει να θυμάται, και ο Σολ Γκούντμαν ήταν ο πιο αστείος από όλους τους αστείους χαρακτήρες του. Η επιλογή του Γκίλιγκαν και του δικτύου AMC να στήσουν μια νέα σειρά πάνω του θα μπορούσε να επιφέρει ρίσκο- μα δίχως ρίσκο δεν έχεις ενδιαφέρουσα δημιουργία. Θα μπορούσαν να μας έχουν δώσει το spin-off κάποιου πιο ξεκάθαρα, πιο συμβατικά εγκληματία χαρακτήρα, που θα προσέφερε με μεγαλύτερη ευκολία πλοκές-καρμπόν του «Breaking Bad». Έναν Γκας Φρινγκ, ακόμα κι έναν Τούκο.
Διαβάστε ακόμη: Ο μεγαλύτερος φαν του «Breaking Bad»
Όμως πήγαν με τον Σολ Γκούντμαν.
Βλέποντας το πρώτο επεισόδιο τουήταρα πως θα ήταν τέλεια η σειρά αν έπαιζε ο Άλεκ Μπόλντουιν, ήταν εικοσάλεπτη και δεν είχε καμία σχέση με το «Breaking Bad». Δεν ήταν ένα απαραίτητα αρνητικό συναίσθημα, καθώς είχα κατά νου αυτές ακριβώς τις σκέψεις. Πως το «Better Call Saul» είχε (έχει!) την ευκαιρία να γράψει τη δική του ξεχωριστή ιστορία, ακριβώς επειδή έχει όλα τα στοιχεία (σε επίπεδο δημιουργών και σε επίπεδο συστατικών) να το κάνει. Η χροιά βαθιάς, μπάσας απόγνωσης του Όντενκερκ μου φέρνει στο νου τον Μπόλντουιν, κάτι αναμφίβολα θριαμβευτικό όταν μιλάμε για κωμωδία.
Και εδώ είναι που το «Better Call Saul» πετυχαίνει μια πολύ ενδιαφέρουσα άσκηση ισορροπίας. Είναι, αφενός, πάρα πολύ αστείο, όπως ήλπιζα και όπως ήθελα και όπως -στην τελική- φανταζόμουν πως θα είναι. (Το στιμιότυπο με τον Τζίμι καθώς παρομοιάζει τον Μάικ με τελώνιο στη γέφυρα που ζητά τα αυτοκόλλητα του πάρκινγκ είναι άξιο παράγωγο ενός «Mr. Show».)
Αλλά, την ίδια στιγμή, μοιάζει να ξέρει πώς να συντηρήσει ένα επίπεδο έντασης που θα έκανε τον προκάτοχό του περήφανο. Όλα αυτά υπογραμμίζονται στην εντέλεια στην φοβερή σεκάνς στην έρημο με τον Τούκο και τα πρωτοπαλίκαρά του καθώς έχουν οδηγήσει εκεί τον Τζίμι και τους δύο σκεϊτάδες κόπανους. (Φλασιά: «Πώς μας βρήκες;» ρωτάει ο ένας εκ των δύο τον Τζίμι. Η κάμερα ζουμάρει προς τα έξω για να αποκαλύψει τα τεράστια γράμματα που σχηματίζουν τη λέξη SKATE για κάποιον που πιθανώς κοιτάζει από τη Σελήνη.)
Διαβάστε ακόμη: Τα Emmy παίζουν επαναλήψεις αλλά το «Breaking Bad» έχει την έξοδο που του αξίζει
Ο Τζίμι, αφού έχει εξασφαλίσει τη δική του επιβίωση, αρχίζει απέναντι σε κάθε ένστικτο και λογική, να διαπραγματεύεται με τον Τούκο για τις ζωές των άλλων δύο. Σε αυτή τη σκηνή μπορείς να δεις τον Σολ Γκούντμαν να γεννιέται αλλά, κυριότερα, θες να γελάσεις, να δαγκώσεις τα νύχια σου και να χειροκροτήσεις την ίδια στιγμή.
(Έτσι κι αλλιώς το να θέλω να χειροκροτάω σε σκηνές που έχει σκηνοθετήσει η Μισέλ Μακλάρεν είναι πολύ συχνό φαινόμενο.)
Ο Όνενκερκ παίζει τη σκηνή απολαυστικά, παραδίδοντας την πειστικότερη γραμμή υπεράσπισης της -ως τότε- διόλου αξιοσημείωτης καριέρας του κυρίου Μαγκίλ, ο οποίος διαπραγματεύεται με τον επιβλητικό (και εξίσου αστείο) Τούκο για την τιμωρία των κουφιοκέφαλων. Να σκίσουμε το δέρμα, μα όχι κύριοι ένορκοι σκεφτείτε την αθώα μανούλα τους, με προσέβαλαν!, να τους τιμωρήσουμε δίκαια γιατί είσαι ένας έντιμος εγκληματίας!, πόδια και χέρια, πόδια, έχω δύο πόδια, ένα στον καθένα, να τ’αφήσω, να τ’αφήσεις, κύριε Πρόεδρε του δικαστηρίου οι συνήγοροι ήρθαν σε συμβιβασμό.
Περισσότερη... καλή τηλεόραση εδώ
Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής θα ήθελα όλο αυτό να είναι κάτι τελείως ανεξάρτητο. Να μην ξέρω ποιος είναι ο Τούκο. (Χρειαζόταν να είναι ο Τούκο;) Να μην ξέρω τη μοίρα του Τζίμι/Σολ. Και πραγματικά ξενερώνω ήδη στην προοπτική κάποιου ‘μεγάλου’ από το «Breaking Bad» να εμφανίζεται 1-2 σεζόν από τώρα για να κλέψει τη δόξα από μια σειρά που έχω κάθε βεβαιότητα πως έχει τον δικό της χαρακτήρα. (Ο Μάικ μπορεί να μείνει. Λατρεύω τον Μάικ, άνθρωπος είμαι κι εγώ.)
Αλλά εφόσον μιλάμε για spin-off, ας πούμε απλά αυτό: Το «Better Call Saul» μοιάζει να ξέρει τι κάνει, μοιάζει να ξέρει πώς να το κάνει. Πώς να είναι αστείο, πώς να είναι έντονο, πώς να κρύβει εκπλήξεις εκεί που δεν υποπτεύεσαι πως θα υπάρχουν εκπλήξεις. Δεν είμαι ακόμα απόλυτα βέβαιος ποιος είναι ο μεγάλος του στόχος, ποιο είναι αυτό το πράγμα που θα θελήσει να μας πει, αλλά ξέρω πως μετά το κάθε επεισόδιο ήθελα να δω και το επόμενο, για να το ανακαλύψω- δεν ένιωθα, εν ολίγοις, πως έβλεπα κάτι αναμασημένο, κάτι που το είχα ήδη χορτάσει.
Είναι πολύ νωρίς για διακηρύξεις και βαρύγδουπες συγκρίσης πάσης φύσεως, αλλά μετά από αυτά τα 2 πρώτα επεισόδια το μόνο σίγουρο είναι πως το «Better Call Saul» έχει, αν μη τι άλλο, κάθε εφόδιο ώστε να μπορέσει να διαγράψει τη δική του ξεχωριστή πορεία στο χάρτη.
Και γιατί όχι; Είναι, έτσι κι αλλιώς, μεγάλη η έρημος.