(To κείμενο περιέχει αναλυτικά spoilers μέχρι και το 7ο επεισόδιο της 1ης σεζόν της σειράς.)
Από τη μία δε θέλω να τελειώσει το «Better Call Saul» αλλά από την άλλη δε βλέπω την ώρα να ολοκληρωθεί η πρώτη του σεζόν για μπορούμε να το θαυμάσουμε ως -μερικό έστω- σύνολο. Γιατί μπορεί από την πρώτη στιγμή να εντυπωσιάστηκα με τη σειρά αλλά λίγα επεισόδια μετά, την έχω αγαπήσει. Το καταλαβαίνω επειδή είναι ήδη κάτι τόσο δημιουργικά αυτόνομο που, στο μυαλό μου, δεν είναι spin-off κανενός άλλου πράγματος.
Κι αν σε εκείνο το πρώιμο, βιαστικό review, η εστίαση αφορούσε το πόσο μεγάλο έλεγχου του τόνου τους έχουν οι Βινς Γκίλιγκαν, Πίτερ Γκουλντ & Σία, η μεγάλη απορία ήταν: Τι θα είναι αυτή η σειρά; Τι αφορά; Τι θα θέλει να μας πει; Τι κενό έρχεται να καλύψει;
Η απάντηση αρχίζει σιγά-σιγά να σχηματίζεται με τρόπους διαφορετικούς και με προσεγγίσεις που κυμαίνονται από το κωμικό, στο ψυχολογικό, στο εντελώς τραγικό.
Διαβάστε αναλυτικά: «Better Call Saul»: Καλύτερα να μην το αποκαλούμε ένα απλό spin-off
Είναι μια σειρά γεμάτη «δεύτερους» χαρακτήρες που προσπαθούν να ξεπεράσουν τις ανθρώπινες αδυναμίες τους και να επιβιώσουν κάνοντας το σωστό. Υπάρχουν ψήγματα αυτής της ιδέας και στον Τσακ (που καταφέρνει να βγει έξω για 2 ολόκληρά λεπτά στο πιο πρόσφατο επεισόδιο, και ο οποίος αποτελεί κάτι σαν βαρόμετρο και για τον ίδιο τον πρωταγωνιστή) και στον Μάικ (και το πολύ δυνατό, συγκινητικό του επεισόδιο), αλλά πραγματικά υπογραμμίζεται εξ ολοκλήρου από τον ίδιο τον Τζίμι, ο οποίος γρήγορα γίνεται ένας από τους αγαπημένους μου ήρωες σειρών, με την ίδια ταχύτητα που αγαπώ και την ίδια του την σειρά.
Η ωραιότερη σκηνή ως τώρα είναι από το 4ο επεισόδιο, «Hero»:
Ο Τζίμι αποδέχεται με τα χίλια ζόρια την εξαγορά των Κέλλερμαν όταν τους βρίσκει στο δάσος, αποδεχόμενός την ως κάτι το περίπου αναπόφευκτο, και εξηγώντας τους πως είναι προκαταβολή- για υπηρεσίες ωστόσο που οι Κέλλερμαν δεν ενδιαφέρονται να ζητήσουν. Ως τώρα πασχίζει να είναι ΟΚ απέναντι στον ίδιο μα και απέναντι στον Τσακ, μα η αντίστασή του καταρρέει και παίρνει τα λεφτά. «Upon this rock I will build my church» μονολογεί στο σκοτάδι, ύστερα από την αγχωμένη του, παραιτημένη, τόσο συγκινητικά ανθρώπινη προσπάθεια να δικαιολογήσει κάθε δεσμίδα αυτών των χρημάτων στον εαυτό του. Δεν τα καταφέρνει. Δεν πείθει τον ίδιο. Δεν είναι κοινωνιοπαθής δολοφόνος, ξέρει ότι αυτό δε θα είναι ποτέ ΟΚ. Γι’αυτό και η εξομολόγηση-υπόσχεση.
Μην με παρεξηγήσετε, οι γκρίζοι ήρωες είναι συναρπαστικοί και έπαιξαν τεράστιο ρόλο στην άνοδο της τηλεόρασης ως αναγνωρισμένης τέχνης, μα κάπου νιώθω ως περίπου φρέσκο αέρα την εισαγωγή αντιηρώων σαν τον Τζίμι ΜακΓκιλ. Ανθρώπων που κινούνται επίσης στο ηθικά γκρίζο, αλλά που παραμένουν άνθρωποι.
Η αγωνία του στα επόμενα επεισόδια να απομακρυνθεί από την πηγή του κακού είναι εμφανής (αρχίζει να ειδικεύεται στο elderly law!) όσο και οι μηχανισμοί και οι ενέργειές του είναι αστείες (βλέπε την εκπληκτική σκηνή με το billboard, από αυτές τις εντελώς Βινς Γκίλιγκαν σκηνές που αρχικά τις βλέπεις και χαζεύεις ενώ απορείς πού μπορεί να οδηγήσουν). Το πώς η σειρά ισορροπεί την κωμωδία με την αγωνία και τον παλιομοδίτικο συναισθηματισμό είναι ένα θαύμα. Ο Τζίμι υπόσχεται στον Τσακ πως ο Slippin’ Jimmy δεν επέστρεψε. Πως όλα θα είναι σωστά αυτή τη φορά.
Δύο επεισόδια μετά, στο υπέροχο «Bingo», το αποδεικνύει έμπρακτα. Ως ένα σημείο όλα του πάνε τέλεια και η πλοκή σε ξεγελά. Όλα μοιάζουν βολικά: Οι Κέλλερμαν επιστρέφουν, χώρος ευάερος και ευήλιος για γραφεία έχει βρεθεί, η Κιμ είναι στο τσακ να χάσει τη δουλειά της κι άρα να γίνει διαθέσιμη για partner της εταιρείας του Τζίμι. Είναι λες και η Τζένιφερ Χάτσινσον στο θαυμάσιο σενάριό της, να προσπαθούσε να κάνει ένα meta σχόλιο για το πώς θα εξελισσόταν μια άλλη σειρά. Να, σου λέει, εδώ το ένα κομμάτι, εκεί το άλλο, βάλε σαν καταλύτη και λίγη τηλεοπτική ευκολία και έτοιμο το παζλ. Ο Τζίμι παίρνει τα γραφεία, παίρνει και την Κιμ μαζί του, κρατά τους Κέλλερμαν (και τα λεφτά) στο πλευρό του, et voila. Όλη η υπόλοιπη σειρά είναι ένα κυνήγι διαφυγής α λα «Shield» / «Breaking Bad».
Ή αλλιώς: Ολοι ξέρουμε τι θα έκανε ο Γουώλτερ Γουάιτ, αλλά ο Τζίμι δεν είναι Γουώλτερ Γουάιτ, όπως το «Better Call Saul» δεν είναι «Breaking Bad». Έτσι αντί να αφήσει απλώς τα κομμάτια να δεθούν μεταξύ τους, αποδεικνύει πως ακόμα προσπαθεί. Βάζει τον Μάικ να βρει τα χαμένα λεφτά, σε μια απολαυστική, αστεία, μερακλίδικη σιωπηλή σκηνή νυχτερινής δράσης ντυμένης με το είδος της μουσικής που εν τέλει χαρακτηρίζει και το ύφος της σειράς, απολαυστικό, funky και έντονο.
Λέμε πως οι τίτλοι αρχής είναι η ταυτότητα μιας σειράς. Στο «Better Call Saul» κάθε βδομάδα βλέπουμε μια διαφορετική εκδοχή, πάντα να εστιάζει σε αντικείμενα που παραπέμπουν στον Τζίμι, μα πάντα με έναν τρόπο αξιαγάπητα φτηνό, φθαρμένο, ειλικρινή. Ο κέρσορας που αναβοσβήνει στα ονόματα των δημιουργών, τα καμμένα πίξελ, τα ξεθωριασμένα χρωματικά φίλτρα. Είναι σαν κλιπάκια που κάποτε έμοιαζαν edgy, πριν πολλά χρόνια, γραμμένα σε βιντεοκασσέτα που έχει πιάσει σκόνη.
Αυτή η σκέψη περιλαμβάνει κάτι από τον Τζίμι, μα περιλαμβάνει και πολύ Μάικ. Γι’αυτό και κάνουν οι δυο τους ένα εν δυνάμει συναρπαστικά ταιριαστό δίδυμο για μια τέτοιας σύλληψης ιστορία, έστω κι αν φαινομενικά ανήκουν σε διαφορετικές σειρές. Ο Τζίμι είναι η μαύρη κωμωδία συμπεριφορών, ο Μάικ είναι το μαύρο, τελεία.
Το επεισόδιό του, «Five-O», σκηνοθετημένο με ουμανιστική ένταση από τον φοβερό Άνταμ Μπέρνστιν του «Fargo», είναι στην πραγματικότητα σαν πιλότος για μια άλλη σειρά, που όμως κουβαλά στο DNA της την ίδια ανθρώπινη απόγνωση με εκείνη του Τζίμι. Ο Μάικ είναι πιο σκοτεινός, πιο παραδοσιακός νουάρ χαρακτήρας, πιο Σιωπηλός Μυστηριώδης Άντρας Που Πετυχαίνει Πράγματα από τον Τζίμι, που είναι το ακριβώς αντίθετο από όλα αυτά.
Διαβάστε ακόμη: Zapping: Το φινάλε του «Togetherness», η επαναφορά του «Good Wife» και όταν καλοί ηθοποιοί παγιδεύονται σε άθλιες σειρές
Γι’αυτό και ο Μάικ είναι ντυμένος με τόση τραγωδία. Μπάτσος που έκανε όλες τις μικρές υποχωρήσεις που είναι περασμένες στην ίδια την ύπαρξη της δουλειάς του (υποχωρήσεις που ακόμα δε θέλει να κάνει, ας πούμε, ο Τζίμι), και που όμως είδε να πληρώνει με τον βίο και απάνθρωπο τρόπο ο ένας άνθρωπος που δεν τις έκανε, δηλαδή ο γιος του. Ο οποίος δολοφονείται ακριβώς επειδή αρνήθηκε να βρωμίσει- ποιος ξέρει, ίσως αυτό να είναι που αρχίζει ο Μάικ να βλέπει και στον Τζίμι και να έρθει σταδιακά πιο κοντά του.
Το επεισόδιό του είναι υπέροχο, παρότι 100% προβλέψιμο ως προς την εξέλιξή του (και με την σαφή υποσημείωση πως το αποδέχομαι τόσο ζεστά μόνο εφόσον παραμείνει παρένθεση και δεν καθορίσει τον μελλοντικό τόνο της σειράς), μα κυριότερα δίνει το απόλυτο συμπλήρωμα στα όσα πράττει, στα όσα εκπροσωπεί η ύπαρξη ενός ανθρώπου σαν τον Τζίμι ΜακΓκιλ. Δηλαδή την διαρκή θέληση και προσπάθεια για να μην ξεπουλάς τα κομμάτια σου καθώς διαπραγματεύεσαι το μέλλον σου σε έναν κόσμο που δεν ακολουθεί τους κανόνες.
Ο Τζίμι στέλνει λοιπόν τους Κέλλερμαν πίσω στην ΗΗΜ, στέλνει τα λεφτά στον εισαγγελέα (όλα! «Κάνω το σωστό», όπως λέει στον Μάικ), και αφήνει τα ευάερα και ευήλια γραφεία να μείνουν απλά ένα όνειρο, αποχαιρετώντας τα με μια συγκινητικής οργής κλωτσιά απογοήτευσης και θυμού.
Αλλά τουλάχιστον προσπαθεί ακόμα να κάνει το σωστό.
Το «Better Call Saul» έχει ακόμα 3 επεισόδια στην 1η σεζόν του ενώ έχει ανανεωθεί για μια 2η σεζόν 13 επεισοδίων.
Διαβάστε ακόμη: