Το «Transit», βασισμένο στο ομότιτλο βιβλίο της Γερμανίδας Ανα Σέγκερς, γραμμένο το 1944 είναι ένα βιβλίο απόλυτα συνδεδεμένο με την εποχή του. Η συγγραφέας του εγκατέλειψε την γερμάνια για το Παρίσι το 1934 αφού είχε ήδη συλληφθεί από την Γκεστάπο για ένα προηγούμενο έργο της «Die Gefährten» το οποίο προειδοποιούσε για την άνοδο του φασισμού, βρήκε καταφύγιο στην Μασσαλία και από εκεί έφυγε στο Μεξικό.
Την ίδια ακριβώς πορεία ακολουθεί ο Γκέοργκ, ο ήρωας του φιλμ, ένας άντρας που βρίσκεται να έχει στην κατοχή του το τελευταίο χειρόγραφο ενός νεκρού συγγραφέα, ένα γράμμα από την γυναίκα του που του ζητά να την συναντήσει ξανά στην Μασσαλία κι ένα ακόμη από το προξενείο του Μεξικό που του προσφέρει βίζα και ταξιδιωτικά έγγραφα για να φύγει.
Μόνο που το «Transit» δεν είναι τοποθετημένο στα 1944, μα σε μια εποχή που είναι αναμφίβολα το τώρα ακόμη κι αν μερικά από τα πιο χαρακτηριστικά στοιχεία του σήμερα –όπως για παράδειγμα τα κινητά τηλέφωνα- είναι χαρακτηριστικά απόντα. Εξίσου απούσα είναι κάθε είδους εξήγηση για τον πόλεμο, για το τι έχει συμβεί, γιατί η Γερμανία έχει επιτεθεί, γιατί οι ήρωές είναι κυνηγημένοι.
Και είναι απούσα γιατί προφανώς δεν χρειάζεται. Σε έναν πλανήτη που έχει βιώσει έναν πόλεμο σαν τον Β Παγκόσμιο και βρίσκεται αυτή την στιγμή στην μέση μιας τεράστιας προσφυγικής κρίσης, τέτοιου είδους εξηγήσεις θα έμοιαζαν με περιττές υπεραπλουστεύσεις. Κι αυτή ακριβώς η επιλογή του είναι που δίνει στην ταινία του μια άχρονη υφή και μια ακόμη πιο διαπεραστική δύναμη, αφού βλέπεις τα γεγονότα όχι σαν μια ιστορία από το παρελθόν, μα σαν κάτι που μπορεί να συμβεί ξανά, ανά πάσα στιγμή, αν δεν συμβαίνει ήδη.
Ομως εκτός από ένα βαθιά πολιτικό φιλμ, το «Transit» είναι μαζί μια νουάρ ιστορία κλεμμένων ταυτοτήτων, μυστικών και ψεμάτων κι ένα μεγαλόπνοο ρομάντζο, μια ερωτική ιστορία που δεν υποκύπτει σε κλισέ και που δεν φοβάται το μελόδραμα ή ένα –σε τρίτο πρόσωπο- voice over, πράγματα που θα μπορούσαν να υπονομεύσουν ακόμη και την πιο στιβαρά δομημένη ταινία, μα που εδώ την βοηθούν να ανυψωθεί στο επίπεδο ενός συναισθηματικά σαρωτικού και πνευματικά ερεθιστικού κατορθώματος.
Ο Πέτσολντ κατορθώνει να συνθέσει όλες τις ιδέες και τις εικόνες του σε ένα φιλμ που σε παγιδεύει στον κλειστοφοβικό ιστό του και την ίδια στιγμή ξετυλίγει ένα οδυνηρά συγκινητικό ρομάντζο δίχως να χάνει ούτε στιγμή τον βηματισμό του. Αντίθετα ακόμη και οι διακλαδώσεις της ιστορίας του, οι δευτερεύοντες χαρακτήρες, οι μικρές του «παρενθέσεις», τα παρακλάδια του προσθέτουν χυμούς και ουσία στον κορμό μιας ταινίας που δεν μπορεί παρά να σε συνταράξει ακόμη κι ως τους τίτλους του τέλους όταν το –ναι βαθιά συμβολικό μα όχι προφανές- «Road to Nowehere» των Talking Heads ξεκινά να παίζει τις πρώτες νότες του.
Περισσότερες κριτικές από την Berlinale 2018
- Berlinale 2018: To «Isle of Dogs» του Γουές Αντερσον είναι μια δήλωση αγάπης. Κι όχι μόνο υπέρ των σκύλων
- Berlinale 2018: Το «Black 47» χτίζει ένα βίαιο «γουέστερν» πάνω σε μια σκοτεινή σελίδα της ιρλανδικής ιστορίας
- Berlinale 2018: Ο Ρούπερτ Εβερετ συναντά νομοτελειακά τον Οσκαρ Γουάιλντ στον «Ευτυχισμένο Πρίγκιπα»
- Berlinale 2018: Οι «Κληρονόμοι» από την Παραγουάη είναι η έκπληξη που ελπίζαμε να δούμε
- Berlinale 2018: To «Central Airport THF» του Καρίμ Αϊνούζ, κοιτάζει με ψύχραιμη ματιά την προσφυγική κρίση
- Berlinale 2018: Ούτε «το μικρό μου πόνι στην Αγρια Δύση» δεν περιγράφει το ασυνάρτητο «Damsel»
Tags: Κρίστιαν Πέτσολντ