Ο Μίκαελ Μπλόμκβιστ, ένας μεγαλόσχημος δημοσιογράφος με βεβαρημένο παρελθόν, αναλαμβάνει για λογαριασμό ενός ηλικιωμένου βιομήχανου να εξιχνιάσει την υπόθεση εξαφάνισης της 16χρονης ανιψιάς του, η οποία χρονολογείται πριν από 40 περίπου χρόνια. Κι ενώ στην πορεία αρχίζει να ανακαλύπτει πως η ιστορία της οικογένειάς τους είναι «σπαρμένη» με μια πληθώρα ανομολόγητων μυστικών, η Λίζμπεθ Σάλαντερ, μια εκκεντρική χάκερ, ειδική στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές και συχνά προβλήματα με το νόμο, αποφασίζει να του προσφέρει μια αναπάντεχη χείρα βοηθείας…
Γνωρίζοντας έστω και στο περίπου την ιστορία του ομώνυμου πρώτου best-seller της τριλογίας του Στιγκ Λάρσον, μπορείς να καταλάβεις εύκολα γιατί ο Ντέιβιντ Φίντσερ ήθελε να γυρίσει αυτήν την ταινία. Και σίγουρα όχι για να επιβεβαιώσει την ανόητη άποψη της βιομηχανίας του Χόλιγουντ πως «οι Αμερικάνοι το κάνουν καλύτερα» ή για να θυσιάσει την ανεξαρτησία του στο βωμό του mainstream με μια «έτοιμη» επιτυχία. Ακυρώνοντας ήδη από τους τίτλους αρχής οποιαδήποτε προσπάθεια σύγκρισης με το ομώνυμο σουηδικό φιλμ του 2009, αφού οι δύο ταινίες μπορεί να μοιράζονται την ίδια ιστορία, αλλά σε καμία περίπτωση τις ίδιες αισθητικές και φιλοσοφικές ανησυχίες.
Αυτό που είδε ο Φίντσερ στην ιστορία του Μίκαελ Μπλόκμβιστ και της Λίζμπεθ Σαλάντερ ήταν πάνω απ’ όλα δύο αυθεντικούς φιντσερικούς ήρωες, δύο outsiders ενός συστήματος που ακόμη κι αν ξεκινούν από διαφορετικές αφετηρίες καταλήγουν στην ίδια μεγάλη απόφαση, στο σημείο μηδέν απ’ όπου θα πρέπει να ανασύρουν τα κρυμμένα στοιχεία του βασανισμένου παρελθόντος τους και να λύσουν το πρόβλημα που τους κρατάει σε μια χρόνια κατάσταση «αγνοούμενων».
Αυτός, ένας χτυπημένος στη φιλοδοξία του δημοσιογράφος που χάνει τη μεγαλύτερη υπόθεση της καριέρας του, ανακαλύπτοντας πως έτσι κι αλλιώς είχε χάσει πριν απ’ αυτό την επαφή με τη ζωή του. Αυτή, ένα χτυπημένο από τη μοίρα κορίτσι που έχει χάσει προ πολλού οτιδήποτε θα μπορούσε να την ενσωματώσει στην κοινωνία ως «φυσιολογική». Η μυστηριώδης υπόθεση που θα τους ενώσει είναι απλά η αφορμή, ένα άλλοθι για να στρέψουν την αναζήτηση προς τα μέσα και μαζί με τη λύση της να ανακαλύψουν και να εξολοθρεύσουν αυτόν που ευθύνεται για τη δική τους «εξαφάνιση».
Ο Φίντσερ σκηνοθετεί τις παράλληλες διαδρομές τους σαν μια κατάβαση στην κόλαση. Οσο πιο βαθιά μπαίνει ο Μίκαελ στην ιστορία της εξαφάνισης της Χάριετ, τόσο πιο διάφανη διαγράφεται μπροστά στα μάτια του η ολοκληρωτική αδυναμία του να βγει από την αδράνεια που έχει καταδικαστεί. Οσο πιο μετωπική γίνεται η σύγκρουση της Λίζμπεθ με τον έξω κόσμο, τόσο πιο καθαρή εγκυμονεί μέσα της η οργή για εκδίκηση. Η συνάντηση τους θα είναι καρμική, σχεδόν αναπόφευκτη, μια ένωση που θα αντιστρέψει πολλαπλά τις έννοιες του αρσενικού και του θηλυκού, του θύματος και του θύτη, του πρωταγωνιστή και του κομπάρσου, σχεδόν σαν να βλέπουμε το ίδιο πρόσωπο και τις πολλαπλές όψεις του.
Ενοχοι από δικαστική – και κυρίως κοινωνική – πλάνη, ο Μίκαελ και η Λίζμπεθ είναι τελικά οι μόνοι «αθωοι» ήρωες ενός μωσαϊκού χαρακτήρων που θα έρθουν για πρώτη φορά αντιμέτωποι με τις ενοχές, τα λάθη, τα ψέμματα και τις αμαρτίες μέσα από τις οποίες έχτισαν ανενόχλητοι την αυτοκρατορία τους. Μάρτυρες της οριστικής πτώσης τους, ο Μίκαελ και η Λίζμπεθ θα χρειαστεί να πληγωθούν ακόμη πολλές φορές, λες και είναι το ζεστό αίμα που τρέχει από τα τραύματα τους αυτό που θα λιώσει μια για πάντα τον πάγο της υποκρισίας.
Εκμεταλλευόμενος στο έπακρο το παγωμένο σκηνικό ενός ερημικού νησιού στο πιο βόρειο κομμάτι της Ευρώπης, ο Φίντσερ ενορχηστρώνει με θαυμαστή τεχνική ένα αισθητικά αξεπέραστι και αφηγηματικά συναρπαστικό αστυνομικό θρίλερ για να παραδώσει στην πραγματικότητα μια ανατριχιαστική αλληγορία για μια χούφτα ανθρώπων, μια κοινωνία και τελικά μια ολόκληρη ήπειρο σε απόλυτη ηθική ακινησία. Το χάος είναι πανταχού παρόν, τόσο στην διεφθαρμένη κρατική μηχανή που «βιάζει» χωρίς ίχνος ενοχών ένα κορίτσι απλά και μόνο επειδή αρνείται να το ενσωματώσει στη «φυσιολογικότητα» του, όσο και μέσα στους διαβρωμένους δεσμούς που ενώνουν μια πάλαι πότε παντοδύναμη οικογένεια στα μυστικά της οποίας κρύβεται εκτός από ένα φρικιαστικό μυστικό και όλη η σκοτεινή κληρονομιά που κουβαλά ως βάρος η σημερινή Ευρώπη.
Και ακριβώς οπως το «Social Network» δεν ήταν μια ταινία για το Facebook, το «Zodiac» μια ταινία για έναν σίριαλ κίλερ, το «Alien 3» μια ταινία για τους εξωγήινους, έτσι και το «Κορίτσι με το Τατουάζ» δεν είναι μια ταινία για μια αστυνομική ίντριγκα. Περισσότερο από τον ιστό των αποκαλύψεων που θα οδηγήσουν στον ένοχο της εξαφάνισης της Χάριετ, ο Φίντσερ ενδιαφέρεται για τον τρόπο με τον οποίο τα μέλη της πάλαι πότε παντοδύναμης οικογένειας Βάνιερ αρνούνται να παραδεχτούν την πτώση τους. Περισσότερο από το παιχνίδι με το στιλ, τα μαλλιά και το μονίμως κολημμένο στο στόμα τσιγάρο της Λίζμπεθ Σαλάντερ, ο Φίντσερ ενδιαφέρεται για μια γυναίκα τόσο μοντέρνα που υπερασπίζεται το δικαίωμα στη διαφορετικότητα με κάθε σπιθαμή του κορμιού της. Περισσότερο ακόμη και από το ίδιο το tagline της ταινίας που υποστήριζει πως «ό,τι είναι θαμμένο στο χιόνι, εμφανίζεται όταν λιώνει», ο Φίντσερ ενδιαφέρεται για όλα αυτά που κρατάμε με τη θέληση μας βαθιά κρυμμένα, τρέμοντας στην ιδέα του να βγουν στην επιφάνεια.
Θα το νιώσετε, πως τελειώνοντας το φιλμ και ενώ το μυστήριο της Χάριετ έχει λυθεί, το «τατουάζ» που εχει τελικά χτυπήσει ο Φίντσερ στο ασυνείδητο του θεατή δεν είναι φτιαγμένο από το μελάνι της κάθαρσης. Οχι μόνο γιατί ακόμη και η ελάχιστη σπίθα συναισθήματος που θα γεννηθεί στο άκαμπτο θυμικό της Λιζμπεθ θα σβήσει βίαια σε ένα φινάλε πιο σκοτεινό και από το βλέμμα της. Αλλά κυρίως γιατί σε απόλυτη συνέπεια με το έργο του, ένας από τους μεγαλύτερους εν ζωή δημιουργούς του σινεμά, δεν θα μπορούσε παρά να παραμείνει ένας αυθεντικός πεσιμιστής, μάρτυρας ενός κόσμου που θα συνεχίζει στο διηνεκές να ευημερεί πατώντας πάνω στα πτώματα που αφήνει πίσω της η εγκληματική μισαλλοδοξία του.