Στις αρχές της δεκαετίας του 2000, ο Μπίλι Μπιν, πολλά υποσχόμενος επαγγελματίας παίχτης του μπέιζμπολ στο παρελθόν και μάνατζερ της ομάδας Oakland Athletics, βρίσκεται αντιμέτωπος με την απόφαση των ιδιοκτητών της να προβούν σε σοβαρές περικοπές στο μπάτζετ. Με την πλάτη στον τοίχο, ο Μπιν αναγκάζεται να προσλάβει τον Πίτερ Μπραντ, έναν ιδιοφυή οικονομικό αναλυτή, με τη βοήθεια του οποίου θα επιχειρήσει να ανατρέψει τα δεδομένα. Οι δυο τους θα θέσουν σε εφαρμογή ένα πρωτοποριακό πρόγραμμα στατιστικής μέσω ηλεκτρονικού υπολογιστή, που θα τους βοηθήσει να στελεχώσουν την ομάδα με τους καταλληλότερους παίχτες, παραμένοντας παράλληλα εντός μπάτζετ.
«Είναι δύσκολο να μην γίνεις ρομαντικός με το μπέιζμπολ», λέει κάποια στιγμή ο κεντρικός ήρωας του «Moneyball», ο μάνατζερ της ομάδας του Οκλαντ που, κόντρα σε όλους και σε όλα, θα εμπιστευθεί τις αρχές της στατιστικής προκειμένου να αποδείξει πως η νίκη δεν είναι απαραίτητα προνόμιο των καλύτερων.
Και τι άλλο εκτός από ρομαντικός είναι κάποιος που πιστεύει πως μπορεί να ανατρέψει όχι μόνο τους κανόνες ενός παιχνιδιού, αλλά και ολόκληρη τη φιλοσοφία γύρω από το τι θεωρείται κατά γενική ομολογία «νικη»;
Συνεχίζοντας από εκεί που σταμάτησε με το εξαιρετικό «Capote», ο Μπένετ Μίλερ φτιάχνει ακόμη μια ταινία για έναν «διαφορετικό» άνθρωπο, μια «παραφωνία» μέσα σε ένα σύστημα που στην περίπτωση του εκκεντρικού συγγραφέα ήταν η σόου μπιζ, ενώ εδώ ο ανταγωνιστικός μικρόκοσμος του αθλητισμού. Και με αφετηρία τον ήρωα του, σκιαγραφεί με ακρίβεια το πορτρέτο μιας ολόκληρης κοινωνίας που αρέσκεται να διαγράφει από το παιχνίδι όσους δεν είναι γεννημένοι νικητές.
Ισως γι’ αυτό και το «Μoneyball» είναι μια ταινία για το μπέιζμπολ, όσο για παράδειγμα το «Οργισμένο Είδωλο» ήταν μια ταινία για το μποξ. Αν και αιώνες μακριά από τις επικές διαστάσεις και την σκηνοθετική μαεστρία του αριστουργήματος του Σκορσέζε, το φιλμ του Μπένετ ξεπερνά γρήγορα το σκόπελο «μιας ταινίας για το μπέιζμπολ» και βυθίζεται στην ίδια μελαγχολική και κριτική ματιά πάνω στην άνοδο και την πτώση (ή και το αντίθετο) ενός ήρωα που στην πραγματικότητα θέλει περισσότερο από το να νικήσει το πρωτάθλημα, να νικήσει τους δαίμονες που κρύβονται μέσα του.
Ο Μίλερ τον κινηματογραφεί πάντοτε ως μονάδα, τον ξεχωρίζει από το πλήθος του γηπέδου, τον ακολουθεί νευρικά στις διαδρομές του μέσα στους δαιδαλώδεις διαδρόμους των γραφείων της ομάδας του, μόνο του μέσα στο αυτοκίνητο και μέσα στη διαλυμένη οικογενειακή του ζωή. Ετσι ακριβώς όπως τον υποδύεται ο Μπραντ Πιτ στην πιο μεστή και ολοκληρωμένη ερμηνεία της καριέρας του. Εναν κουρασμένο μεσήλικα που σηκώνει το βάρος των αποτυχίων του, έναν ήρωα που στατιστικά δεν έχει δικαίωμα να πετύχει, μόνο να βυθιστεί οριστικά στην ήττα του.
Και εκεί είναι που η πραγματικότητα έρχεται με τη φόρα του πιο απρόβλεπτου παράγοντα για να ακυρώσει τα μαθηματικά της ζωής με τα μαθηματικά της επιστήμης, αποδεικνύοντας πως πίσω από οτιδήποτε μπορεί να κρύβεται μια εξήγηση, ακόμη και αν αυτή δεν είναι ικανή να συλληφθεί από την κοινή λογική. Και εκεί είναι που η αληθινή ιστορία του Μπίλι Μπιν αποδεικνύεται πως είναι πολλά περισσότερα από το «θρύλο» ενός μάνατζερ που για μια στιγμή στη ζωή του κατάφερε να είναι ο πιο ισχυρός άνθρωπος του αμερικανικού μπέιζμπολ.
Ο Ααρον Σόρκιν («Social Network») και ο Στίβεν Ζέιλιαν («Λίστα του Σίντλερ») στο σενάριο που διασκευάζει το best-seller του Μάικλ Λίουις «Moneyball: The Art of Winning an Unfair Game» είδαν καθαρά την πραγματική ιστορία του Μπιν ως ένα αρχετυπικό δείγμα του πολύπαθου αμερικανικού ονείρου. Το μπέιζμπολ, οι αγώνες, η τηλεοπτική τους μετάδοση και η ζωή μέσα και έξω από το γήπεδο δεν είναι παρά μόνο το φόντο για τον πραγματικό αγώνα τον οποίο παρακολουθεί με το πάθος ενός φανατικού οπαδού το «Μoneyball»: την δικαίωση των δεύτερων ευκαιριών. Αυτών που μέχρι τη στιγμή που ο αποφασισμένος μάνατζερ θα ενδώσει στο σχέδιο του «geek» οικονομολόγου από το Γιέιλ (αποκάλυψη ο Τζόνα Χιλ σε έναν ρόλο εσωτερικών διακυμάνσεων) κανείς δεν πίστευε ότι υπήρχαν, τόσο για τους αποσυρμένους παίχτες που τελικά θα συνθέσουν τη νέα ομάδα του Οκλαντ όσο και για τον ίδιο τον «αρχηγό» τους.
Losers της ζωής και του γηπέδου, ο Μπιν, οι παίχτες του αλλά και ο εμπνευστής του σχεδίου θα νικήσουν ως γνήσιοι ρομαντικοί ήρωες όλους τους αγώνες που τους αναλογούν για να ανακαλύψουν πως η γλυκειά γεύση του θριάμβου ξεκινάει πολύ πιο νωρίς: τη στιγμή που στέκεσαι απέναντι σε όσα πίστευες πως είχες χάσει από καιρό.