Ο Γκόραν και η Τζούλια είναι δυο έφηβοι μετανάστες δεύτερης γενιάς που ονειρεύονται να ξεφύγουν από το ασφυκτικό περιβάλλον όπου μεγάλωσαν. Ο έρωτάς τους, τους δίνει ελπίδες, αλλά οι θρησκευτικές διαφορές, οι αντιπαλότητες ανάμεσα στις διαφορετικές κοινότητές τους θα υψώσουν ανυπέρβλητα εμπόδια στην επιβίωση της σχέσης τους.
Υπάρχουν μερικές ιστορίες που δεν παλιώνουν. Ο μύθος των κακότυχων νεαρών ερωτευμένων του Σέξπιρ είναι ένας από αυτούς, όμως μια σύγχρονη μεταφορά του οφείλει να λάβει υπόψη της πως μαζί με τις εποχές που αλλάζουν, αλλάζει και ο τρόπος που αφηγείσαι και τις ιστορίες της. Ο Χρήστος Νικολέρης, ευτυχώς, μάλλον πετυχαίνει να κρατήσει την ουσία και να εκσυγχρονίσει τον Ρωμαίο και την Ιουλιέτα, δίχως όμως να αποφεύγει κάποια στραβοπατήματα, ειδικά όταν οι αναφορές στον Σέξπιρ γίνονται υπερβολικά προφανείς, αγγίζοντας τα όρια του αθέλητα αστείου, όπως στη σκηνή όπου ο Γκόραν δοκιμάζει να ανέβει από την πέργκολα, στο μπαλκόνι της αγαπημένης του Τζούλια. Πέρα από λίγες τέτοιες ατυχείς στιγμές όμως, το φιλμ κατορθώνει να βρει με ευρηματικό τρόπο αναλογίες με τη σύγχρονη εποχή και την κατάσταση των ηρώων του και να αποδώσει με τρόπο πειστικό το εθνικό και πολιτισμικό χάσμα που η αγάπη τους δεν μπορεί να ενώσει.
Η σκιαγράφηση του κόσμου τους απέχει από κλισέ, αλλά και η Αθήνα στην οποία ζουν μοιάζει κινηματογραφική, μια πόλη καινούρια για ανθρώπους που δεν έχουν μεγαλώσει με τη συμβατική μυθολογία της, που μέσα από τις δικές τους διαδρομές κατασκευάζουν μια καινούρια, από την αρχή. Εκεί που το φιλμ χωλαίνει είναι στην ένταση που αδυνατεί να εμφυσήσει στους χαρακτήρες ή την κατάστασή τους, στο ρυθμό που ποτέ δεν αποκτά μια επείγουσα αίσθηση, στους συμπαθείς αλλά χλιαρούς ήρωες που ακόμη κι αν δείχνουν αληθινοί δεν σε βοηθούν να ταυτιστείς, να ανησυχήσεις και τελικά να νοιαστείς.