Μετά τη λήξη του Εμφυλίου και την επικράτηση των Βορείων, ένας ήρωας υπολοχαγός επιστρέφει στην Ουάσινγκτον και τη δικηγορική του ιδιότητα. Οταν δολοφονείται ο Πρόεδρος Λίνκολν, του αναθέτουν την υπεράσπιση της Μέρι Σέρατ - της ιδιοκτήτριας ενός πανδοχείου-τόπου συνάντησης των εκτελεστών και μητέρας ενός από αυτούς. Ολοι οι κατηγορούμενοι περνούν στρατοδικείο, κι όχι πολιτικό δικαστήριο, καθώς η δίκη είναι στην ουσία στημένη: η κοινωνία νιώθει ότι έχει δεχτεί επίθεση και το σύστημα πρέπει γρήγορα και βίαια να επιδείξει την τιμωρία του. Ο νεαρός δικηγόρος βρίσκεται εμπλεγμένος ανάμεσα στις προσωπικές του πεποιθήσεις, τους φίλους και την αρραβωνιαστικιά του που τον εγκαταλείπουν θεωρώντας τον προδότη, και μία γυναίκα που δεν της επιτρέπεται καμία δικαιοσύνη.
Ο Ρόμπερτ Ρέντφορντ επιστρέφει στο 1865 για να μας δώσει ένα μάθημα για το 2001. Εξαιρετικά μελετημένο, με ενδελεχή έρευνα των ιστορικών στοιχείων, το δράμα εποχής του εξετάζει το πώς παραβιάζονται τα ανθρώπινα δικαιώματα των πολιτών όταν ένα κράτος θεωρεί ότι βρίσκεται «υπό επίθεση» και καταργεί το Σύνταγμά του. Οι συνωμότες-δολοφόνοι του Λίλκολν και η Μέρι Σέρατ δικάστηκαν από τους αντίστοιχους Ντικ Τσέινι της εποχής τους, κρατήθηκαν σε παρόμοιο Γκουαντάναμο, και οδηγήθηκαν στην γκιλοτίνα χωρίς να έχει αποδειχτεί η ενοχή τους «πέραν πάσης υποψίας». Ο Ρέντφορντ δεν τους αθωώνει. Τονίζει όμως την αναγκαιότητα τήρησης της διαδικασίας. Το σεβασμό στον νόμο, στο Σύνταγμα.
Το πολιτικό μήνυμα ακούγεται εύηχα και ευκρινώς. Η ταινία όμως είναι λιγότερο επιτυχημένη. Οπως και με το «Λέοντες Αντί Αμνών», ο Ρέντφορντ παρασύρεται τόσο από τον πολιτικό διάλογο που μοιάζει να ξεχνά πώς στήνουν ένα στιβαρό δράμα για το θεατή. Στην προκειμένη περίπτωση, εγκλωβισμένη στο μεγαλύτερο μέρος της στο δικαστήριο, η ταινία λυγίζει κάτω από το βάρος της συσσώρευσης ιστορικών στοιχείων και ξεχνά τις δραματουργικές εντάσεις, τις ανατροπές, τους τρισδιάστατους χαρακτήρες. Αντίθετα, οι κατηγορούμενοι, άλαλοι, μοιάζουν ενσωματωμένοι με τη σκηνογραφία, οι στιβαροί ηθοποιοί (Τομ Γουίλκινσον, Κέβιν Κλάιν) λένε με επαγγελματικό στόμφο μονοσήμαντες ατάκες, η Ρόμπιν Ράιτ έχει την οδηγία να είναι εγκρατής σε σημείο παθητικό και αντιπαθητικό και ο μόνος που κουβαλάει το βάρος της ταινίας με αυτοθυσία και ηλεκτρισμένο ταλέντο είναι ο Τζέιμς ΜακΑβόι.
Ενα συγκλονιστικό ιστορικό θέμα («Η Γέννηση ενός Εθνους» του Ντέιβιντ Γ. Γκρίφιθ ασχολήθηκε με αυτό 50 μόλις χρόνια μετά το συμβάν!) και ένας απαραίτητος, διαχρονικός πολιτικός διάλογος καταλήγει ακαδημαϊκός και σε σημεία βαρετός. Ενας υπέροχος συνήθως σκηνοθέτης χαρακτήρων, αποτυγχάνει να δώσει ψυχή σε υπαρκτούς ανθρώπους της αμερικανικής ιστορίας. Μία εξαιρετικών προθέσεων ταινία, τελικά δε σε κερδίζει, όσο κι αν νιώθεις απαραίτητο να τη συζητήσεις.