Ο Φρεντ Μπάλιντζερ είναι ένας 80χρονος χήρος, πάλαι ποτέ ένδοξος μαέστρος κλασικής μουσικής, ο οποίος έχει εδώ και χρόνια συνταξιοδοτηθεί κι αποχωρήσει από τη διεθνή σκηνή. Αντιθέτως, ο συνομήλικος καλύτερος του φίλος, ο χολιγουντιανός σκηνοθέτης Mικ Μπόιλ, τώρα ετοιμάζει το αριστούργημά του: η 21η του ταινία, «Η Τελευταία Μέρα της Ζωής Σου», θα είναι το απαύγασμα της καριέρας, της συσσωρευμένη εμπειρίας, του κλιμακούμενου ταλέντου του. Οι δυο τους βρίσκονται στις Ελβετικές Αλπεις, στο ίδιο πολυτελές, βαρύ, νεοκλασικό θέρετρο όπου κάνουν διακοπές εδώ και αρκετές δεκαετίες. Ο πραγματιστής Φρεντ επιθυμεί την ησυχία του. Οχι, δε σκοπεύει να επιστρέψει για ένα τελευταίο κονσέρτο με τα «Απλά του Τραγούδια», ούτε προς τιμή της Βασίλισσας της Αγγλίας, ενώ αηδιάζει κι αντιστέκεται στη σκέψη να γράψουν την βιογραφία του. «Ξεχάστε με» μονολογεί, κοιτώντας τη ζωή από ασφαλή απόσταση, χωρίς συναίσθημα, θεωρώντας ότι όλα έχουν τελειώσει. Ο Μικ όμως, αν και ισόποσα χιουμορίστας και κυνικός, δεν είναι διατεθειμένος να μιλούν μόνο για τους προστάτες τους. Περιτριγυρισμένος από τους συνεργάτες του (μία παρέα νεαρών κινηματογραφιστών, παθιασμένων και ενθουσιασμένων που θα υπογράψουν μαζί το masterpiece του ειδώλου τους) ρουφά την ένταση, τη δημιουργική τους φλέβα και την ενέργειά τους.
Υπάρχουν κι άλλοι ένοικοι σ' αυτό το ξενοδοχείο. Ηλικιωμένα ζευγάρια που δεν αλλάζουν ούτε μία λέξη μεταξύ τους. Νέα, άγουρα κορίτσια που δουλεύουν εκεί τα καλοκαίρια, αλλά ονειρεύονται ένα διαφορετικό μέλλον. Μεσήλικες, στο σταυροδρόμι της ζωής τους - όπως η κόρη του Φρεντ, την οποία πρόσφατα παράτησε ο γιος του Μικ και καλείται στα 40 της χρόνια να βρει που έκανε λάθος σ' αυτό το γάμο. Μικρά παιδιά, όπως το αγοράκι που μελετά καθημερινά στο βιολί τα «Απλά Τραγούδια του Φρεντ Μπάλιντζερ», αγνοώντας ότι ο συνθέτης τους είναι ο μελαγχολικός παππούς στο παγκάκι κάτω από το παράθυρό του. Παρεξηγημένοι νεαροί, όπως ο διάσημος από blockbusters του σωρού νεαρός ηθοποιός, που όμως παίρνει την τέχνη του σοβαρά και ψάχνει στα βλέμματα κάθε ενός από τους παραθεριστές την ψυχή του επόμενου ρόλου του. Η Μις Κόσμος που περιφέροντας την αψεγάδιαστη ομορφιά της μοιάζει «με το Θεό τον ίδιο». Αλλά κι ο ίδιος ο Θεός - ο Ντιέγκο Μαραντόνα, παρηκμασμένος κι άρρωστος, από την μία κρύβεται από τους φανατικούς θαυμαστές κι από την άλλη αναπολεί την εποχή που τον προσκυνούσαν.
Από τη θλίψη στο βλέμμα του Μάικλ Κέιν σε πόστερ, φωτογραφίες, trailer και σκηνές που είχαν κυκλοφορήσει ήμασταν σίγουροι ότι ο Πάολο Σορεντίνο θα έκανε μία ταινία για τη χαμένη νιότη. Για τον τρόπο που ο χρόνος σε ρυτιδιάζει, σε γερνά, σε αρρωσταίνει, σε προσπερνά. Η εικόνα των σουφρωμένων Καϊτέλ και Κέιν μπροστά στην τελειότητα της γυμνής 20χρονης καλλονής στην πισίνα του ξενοδοχείου καταμαρτυρούσε έναν καταδικασμένο πόθο και μία ανεπίστρεπτα χαμένη ελπίδα - να την αγγίξεις, να την κατακτήσεις, να την κάνεις έστω να σου ρίξει ένα βλέμμα, εσένα του πλέον αόρατου. Να ονειρευτείς για άλλη μία φορά ότι κι αυτή, κι ο κόσμος όλος, μπορεί να γίνει δικός σου.
Φυσικά η ταινία είναι και αυτό. Το μεγαλείο της όμως είναι ότι δεν πρόκειται μόνο για αυτό. Ο Σορεντίνο κινηματογραφεί νεανικά και γέρικα κορμιά, με την ίδια ακριβώς τρυφερότητα και φωτογένεια. Η κάμερά του τα ακολουθεί ντυμένα, γυμνά, εκτεθειμένα σε κοινή θέα στο σπα του ξενοδοχείου, με κάθε λεπτομέρειά τους μεγενθυμένη μέσα από το νερό της πισίνας ή το ζουμ του αδιάκριτου κινηματογραφικού φακού. Ο τρόπος όμως που πλησιάζει και φωτίζει τα άβαφα πρόσωπα με τα σιδεράκια, ή τις τσιμεντωμένες από το μέικ απ ριτιδιασμένες επιδερμίδες είναι ακριβώς ο ίδιος. Είναι μία προσέγγιση ταυτόχρονης αποδοχής, απομυθοποίησης και... μεγάλης ομορφιάς.
Ακολουθώντας τη σήμα-κατατεθέν μεγαλόπρεπη, υγρή, επική κινηματογράφηση, τα λυρικά σινεμασκόπ πλάνα, το πλούσιο στυλιζαρισμένο βάθος πεδίου, τις μαγικές σεκάνς του φανταστικού, τα οπτικοποιημένα σύμβολα, τις στιγμές σουρεαλισμού και χιούμορ, ο Σορεντίνο δε θέλει στ' αλήθεια τίποτα παραπάνω από το να συνθέσει το «απλό του τραγούδι». Μία ταινία αρκετά πιο mainstream στην επικοινωνία της με το διεθνές κοινό (αγγλόφωνη, με αναγνωρίσιμους, μεγάλους πρωταγωνιστές και διαλόγους που σε βοηθούν να ακολουθήσεις τις κατευθύνσεις της) αλλά στην πραγματικότητα καθόλου απλή. Βέβαια, η ερώτηση τίθεται: ποιος είπε ότι η απλότητα, στη ζωή και στην τέχνη, δεν είναι το πιο σημαντικό, το πιο καθαρό, το πιο ανέφικτο ζητούμενο; Ενα ποπ φιλμ που επικοινωνεί με μάζες θεατών; Ενα γκολ από το Θεό που ενώνει ανδρικές καρδιές στην ίδια έκσταση; Μία απλή σύνθεση που βουρκώνει εκατομμύρια μάτια; Μία όμορφη γυναίκα που μπαίνει σε μια πισίνα;
Τίποτα όμως δεν είναι απλό στο πώς ο Σορεντίνο ενορχηστρώνει τις θεματικές του κι απαντά στην πιο δύσκολη ερώτηση της ζωής. Τη φράση που ο Μικ δεν μπόρεσε ποτέ να βρει για να τελειώσει την ταινία του. Τη συμβουλή που ο Φρεντ αδυνατεί να δώσει στην κόρη του. Το λόγο που τον ωθεί να επιστρέψει σε ό,τι τον πονά, σε ό,τι τον φοβίζει, σε ό,τι κάνει την καρδιά του να χτυπά.
Σε μία σκηνή της ταινίας ο Μικ προτρέπει τους νέους συνεργάτες τους να κοιτάξουν μέσα από το τηλεσκόπιο τη θέα. Τα ψηλά, αγέρωχα, αιώνια βουνά. «Μοιάζουν τόσο κοντά, νομίζεις ότι μπορείς να τα αγγίξεις; Αυτό είναι η νιότη. Ετσι κοιτάς το μέλλον». Μετά στρίβει τους φακούς, τα βουνά απομακρύνονται στο βάθος του ορίζοντα. «Αυτά είναι τα γηρατειά. Ετσι, ως κάτι άπιαστο, κοιτάς το παρελθόν».
Οχι, ο Σορεντίνο δεν έκανε μία ταινία για τη χαμένη νιότη. Εκανε μία ταινία για το χαμένο χρόνο. Ποιος μπορεί να σταματήσει το χρόνο, ή μάλλον την προσωπική του αγωνία για το χρόνο; Να πάψει να κοιτά πίσω, τα λάθη ή τη δόξα του παρελθόντος, να σταματήσει να αγωνιά και να κάνει άπιαστα όνειρα για το μέλλον; Ποιος μπορεί να αφήσει το εγκεφαλικό του τηλεσκόπιο και να κοιτάξει με διαύγεια απέναντι, δίπλα του, μέσα του; Να εκτιμήσει τη θέα; Να απολαύσει με όλες του τις αισθήσεις το παρόν, το τώρα, τη στιγμή;
Σε αυτήν είμαστε όλοι υπόλογοι. Γέροι που πιστεύουμε ότι τη χάσαμε. Μεσήλικες που αυτομαστιγωνόμαστε γιατί την ξοδέψαμε. Νέοι γιατί τη βαριόμαστε και την απαξιώνουμε. Γιατί όλοι γνωρίζουμε αυτή την ανατριχίλα όταν το καταφέρνουμε. Οταν ένα ανθισμένο λειβάδι, ένα «απλό μουσικό κομμάτι», μία ταινία που βρίσκει στόχο κατευθείαν στην καρδιά, ένας έρωτας αν είμαστε τυχεροί, μάς θυμίζουν ότι μόνο μέσα στις στιγμές μας κρύβεται η ανάταση, η ευτυχία και η πραγματική, αιώνια νιότη μας.
Διαβάστε ακόμη: Ο Πάολο Σορεντίνο μιλάει στο Flix: «Το σινεμά είναι ένας τρόπος να νικήσεις τη βαρεμάρα της αληθινής ζωής»