Πριν οι Τσαρλς Ξαβιέ και Eρικ Λενσέρ πάρουν τα ονόματα Professor X και Magneto αντίστοιχα, ήταν δύο νέοι άντρες που ανακάλυπταν τις δυνάμεις τους για πρώτη φορά. Πολύ πριν γίνουν οι μεγαλύτεροι εχθροί, ήταν φίλοι, δούλευαν μαζί - αλλά και με άλλους μεταλλαγμένους - για να σταματήσουν τη μεγαλύτερη απειλή που είχε γνωρίσει ποτέ ο κόσμος. Στην πορεία όμως, δημιουργείται μια ρήξη ανάμεσά τους, που οδηγεί στον αιώνιο πόλεμο μεταξύ της Αδελφότητας του Magneto και των X-Men του Professor X.
Μερικές φορές ο καλύτερος τρόπος για να προχωρήσεις μπροστά είναι να ρίξεις μια ματιά προς τα πίσω. Ακριβώς αυτό κάνει ο Μάθιου Βον στη καινούρια ταινία της σειράς των «X-Men», δίνοντας στην ιστορία της μπερδεμένης σχέσης του Magneto και του Proffesor X κάτι από τον αέρα ενός κλασικού φιλμ, φερμένο όμως στα μέτρα ενός κοινού συνηθισμένου στις σύγχρονες superhero movies.
Η δράση στέκεται αντάξια απέναντι σε οποιαδήποτε βροντερή καλοκαιρινή περιπέτεια που θα ναρκώσει το κοινό των πολυσινεμά, αλλά κάτω από την στιλπνή επιφάνεια των εφέ και των εντυπώσεων, υπάρχει «σάρκα» ζουμερή, χορταστική, για να δαγκώσεις μια όση μεγάλη μπουκιά θες.
Αν προτιμήσεις να γλύψεις απλά την επιφάνεια, η γεύση είναι απολαυστική, γεμάτη από ιστορία που εξηγεί την δυναμική των σχέσεων των ηρώων και τακτοποιεί την μυθολογία τους μετρημένα αλλά κι ευρηματικά στο σύμπαν της σειράς, πιπεράτη από θέαμα και τεχνική αρτιότητα.
Αν όμως θελήσεις να βυθίσεις τα δόντια σου πιο βαθιά, δεν θα δαγκώσεις τα κόκαλα ενός ισχνού κουφαριού, αλλά θα ανακαλύψεις πράγματα ακόμη πιο ενδιαφέροντα: ερμηνείες που δίνουν στους ήρωες πολυπλοκότητα και λόγο ύπαρξης, εικόνες που ερεθίζουν τα μάτια με ανέλπιστα φρέσκο τρόπο. Δανεισμένες από πηγές τόσο διαφορετικές και απρόσμενες όσο το «Dr Strangelove» και η «Μπαρμπαρέλα», βουτηγμένες σε μια «μεταλλαγμένη» αισθητική και μια πανέξυπνη ανάγνωση της μεταπολεμικής ιστορίας, που κάνει το σενάριο και τις καταστάσεις να ηχούν πολλαπλάσια πιο πετυχημένα.
Και φυσικά παρών, επιστρέφοντας με ακόμη πιο επείγουσα ένταση είναι το μήνυμα της ανεκτικότητας στην διαφορετικότητα, το «mutant and proud» μότο που διατρέχει το φιλμ, όχι ως κενό σύνθημα προς εύκολη κατανάλωση, αλλά ως βιωμένη άποψη για τη ζωή, σε μια εποχή που προτιμά την μισαλλοδοξία και την έχθρα από την κατανόηση και την συναίνεση.
Η ιστορία των X-Men υπήρξε από την πρώτη στιγμή μια αρχετυπική σύγκρουση ανάμεσα στο καλό και το κακό, την κατά μέτωπο σύγκρουση ή την ειρηνική συνύπαρξη, μια πολιτική παραβολή για την κοινωνική διαμάχη, τον ακήρυχτο πόλεμο ανάμεσα στο καινούριο και το παλιό, το κατεστημένο και την ανατροπή, τις μειονότητες και την πλειοψηφία.
Εδώ αυτή η απλή, ίσως ακόμη και απλοϊκή ιδέα μεταμορφώνεται στη ραχοκοκαλιά και την αληθινή «υπερδύναμη» ενός φιλμ, που ξέρει πως χρειάζεται κάτι περισσότερο από CGI παραμύθια για να γίνει κάτι παραπάνω, από ένας διάττων αστέρας του box office του πρώτου Σαββατοκύριακου.
Κι αν οι ταινίες που σηκώνουν ως παντιέρα ένα σύνθημα, μια «ιδέα», είναι συχνά τόσο άκαμπτες και αδιάφορες όσο ο ιστός που κρατά μια σημαία που κυματίζει, το φιλμ του Μάθιου Βον είναι πολύ έξυπνο για να πέσει σε μια τέτοια παγίδα. Δεν είναι μόνο ότι έχει κάτι για τον καθένα, αλλά κυρίως ότι έχει κάτι καλό για όλους.
Ουσία κι ερμηνείες για το ενήλικο κοινό, νεαρούς υπερήρωες σε διαδρομή ενηλικίωσης, μάχες με τυφώνες τσέπης, λέιζερ λάμψεις, μαγνητικά πεδία για τους θιασώτες του fun, σέξι γυναίκες για τ αγόρια, γοητευτικούς άντρες για τα κορίτσια (ή και το ανάποδο αν προτιμάτε), θριαμβευτικά set και κοστούμια για τους λάτρεις του design porn, σινεφίλ αναφορές για τους υποψιασμένους, χιούμορ, έξυπνες καταστάσεις και αμείωτο σεναριακό ενδιαφέρον για τους πάντες.
Τι άλλο μπορείς στ αλήθεια να ζητήσεις από το «σινεμά της διασκέδασης»; Ισως μόνο, περισσότερες ταινίες σαν αυτή για το υπόλοιπο του φετινού καλοκαιριού.