Από την αυγή του πολιτισμού, λατρευόταν σαν θεός. Ο Απόκαλιψ, ο πρώτος και ισχυρότερος μεταλλαγμένος από το σύμπαν των X-Men της Marvel, έχει συγκεντρώσει τις δυνάμεις πολλών άλλων μεταλλαγμένων, καταλήγοντας αθάνατος και ανίκητος. Ξυπνώντας έπειτα από χιλιάδες χρόνια, απογοητεύεται από τον κόσμο που βρίσκει και σχηματίζει μια ομάδα παντοδύναμων μεταλλαγμένων, συμπεριλαμβανομένου και του αποκαρδιωμένου Μαγκνέτο, για να «καθαρίσει» την ανθρωπότητα και να δημιουργήσει έναν νέο κόσμο, στον οποίο θα κυριαρχεί. Καθώς η μοίρα της Γης κρέμεται από μια κλωστή, η Ρέιβεν, μαζί με τη βοήθεια του Καθηγητή Χ, πρέπει να ηγηθεί μιας ομάδας νέων X-Men για να σταματήσουν τον μεγαλύτερο εχθρό τους και να σώσουν την ανθρωπότητα από την απόλυτη καταστροφή.
Ηταν ίσως μοιραίο ο άνθρωπος πίσω από την κινηματογραφική αποθέωση των X-men να είναι και ο ίδιος που θα τους οδηγήσει στο ναδίρ τους. Ξεκινώντας με το «X-Men» του 2000 και συνεχίζοντας με το ακόμα ανώτερο «X-Men 2» τρία χρόνια αργότερα, ο Μπράιαν Σίνγκερ όχι μόνο καθιέρωσε τη μυθολογία των μεταλλαγμένων υπερηρώων στη μεγάλη οθόνη, αλλά σημάδεψε και μια ολόκληρη νέα γενιά υπερηρωικών ταινιών.
Και σε ένα franchise που σταδιακά γίνεται ολοένα και πιο αχρείαστα περίπλοκο και χαοτικό (με αποκορύφωμα την επιστροφή του πίσω από τις κάμερες της σειράς στο πρόσφατο «X-Men: Ημέρες ενός Ξεχασμένου Μέλλοντος»), έρχεται τώρα να δώσει το τελειωτικό χτύπημα με κάτι που δεν θυμίζει σε τίποτα τον παλιό καλό εαυτό του.
Τοποθετημένο κάπου στις αρχές της δεκαετίας του ’80, δέκα περίπου χρόνια μετά τα γεγονότα του παρελθόντος της προηγούμενης ταινίας, το «X-Men: Απόκαλιψ» βρίσκει τους ήρωές του να προσπαθούν να ορθοποδήσουν, σκορπισμένους στα πέρατα του κόσμου. Μέχρι που η επανεμφάνιση του αρχαιότερου μεταλλαγμένου στην ιστορία μέσα από τα συντρίμμια μιας πυραμίδας θα σημάνει συναγερμό, συγκεντρώνοντας πάλι τους χαρισματικούς μεταλλαγμένους δίπλα του ή εναντίον του, σε έναν αγώνα δρόμου ενάντια στη συντέλεια του κόσμου.
Ισως ο πιο γραφικός κακός στην ιστορία των X-Men, ο πανίσχυρος Εν Σαμπά Νουρ (ή αλλιώς Απόκαλιψ) επιστρατεύει συμμάχους από το πεδίο των μεταλλαγμένων προκειμένου να τους επιτρέψει να χρησιμοποιήσουν όλο το εύρος των δυνάμεών τους, με απώτερο στόχο να τους χρησιμοποιήσει με τη σειρά του για να εξαγνίσει την ανθρωπότητα από την παρακμή της... καταστρέφοντάς την. Στο πρόσωπό του συγκεντρώνονται όλα τα κλισέ του κομιξίστικου σύμπαντος: είναι ένας αλαζόνας παράφρων με εξωτική καταγωγή και τετριμμένες όσο και μεγαλεπήβολες φιλοδοξίες.
Παρά τις κάποιες σκόρπιες αρχικές υποσχέσεις (η παρουσία της Μιστίκ στο δυτικό Βερολίνο, οι συστάσεις με τις νεότερες εκδοχές της Τζιν Γκρέι και του Cyclops, η αποτυχημένη προσπάθεια του Μαγκνίτο να ζήσει μια «φυσιολογική» ζωή), η παρουσία του Απόκαλιψ ως μοναδικό αντίπαλο δέος μετατοπίζει ολοκληρωτικά το ενδιαφέρον από την αναμέτρηση των «διαφορετικών» μεταλλαγμένων με τις ανθρώπινες προκαταλήψεις σε μια απλοϊκή αντιπαράθεση με έναν παρανοϊκό μεγαλομανή, αφαιρώντας το βασικό κέντρο βάρους σύσσωμης της σειράς των ταινιών και αφήνοντας μετέωρη κάθε πιθανή ευκαιρία για αξιοποίηση του ιστορικού πλαισίου (όπως έκαναν οι δύο πρόσφατες ταινίες που βουτούσαν στο παρελθόν των ηρώων). Οι κοινοί θνητοί δεν παίζουν πια σχεδόν κανένα ρόλο, υποβιβασμένοι σε άνευ σημασίας παράπλευρες απώλειες, απλοί κομπάρσοι που περιμένουν τη σωτηρία ή τον αφανισμό τους.
Απλώνοντας την αφήγηση σε δυόμιση ατελείωτες ώρες (144 λεπτά για την ακρίβεια, αν και σίγουρα φαντάζουν περισσότερα) και σε πολυάριθμους παλιούς και νέους χαρακτήρες που παρά το αναμφίβολα ταλαντούχο καστ δεν προλαβαίνουν ποτέ να ξεδιπλωθούν ουσιαστικά, αλλά μοιάζουν να παρελαύνουν απλά και μόνο για να ικανοποιήσουν τους φαν (ανάμεσά τους κι ένα ανούσιο cameo του Wolverine), ο Σίνγκερ μοιάζει να έχει χάσει δύο από τα μεγαλύτερα προτερήματά του: τη σκιαγράφηση τρισδιάστατων χαρακτήρων (και όχι, δεν εννοούμε το εφετζίδικο 3D) και το χάρισμά του του να αναδεικνύει κάτι από τα σημεία των καιρών πίσω από το παραπέτασμα των ειδικών εφών και των υπερφυσικών ικανοτήτων.
Αντί γι’ αυτό, το «X-Men: Απόκαλιψ» δίνει την αίσθηση μιας εξωφρενικά μεγάλης εισαγωγής, με ψήγματα μονάχα προσωπικών ιστοριών που ποτέ δεν αναπτύσσονται επαρκώς, που μοιάζει να δημιουργήθηκε μόνο και μόνο για να οδηγήσει στην παρατεταμένη όσο και εκκωφαντική σκηνή καταστροφής του τελευταίου μέρους. Οπως οι εκκολαπτόμενοι μεταλλαγμένοι που ακόμα δεν έχουν μάθει να ελέγχουν τις δυνάμεις τους, ο Σίνγκερ συμπεριφέρεται αδικαιολόγητα σαν ενθουσιώδης πρωτάρης που παρασύρεται από τις άπειρες δυνατότητες σε ένα εντυπωσιακό μεν αλλά κενό πυροτέχνημα ειδικών εφέ και αδιέξοδων αφηγηματικών επιλογών.