Είναι βέβαιο ότι δεν μπορείς να κατηγορήσεις την ταινία του Μπαμπάκ Ανβαρί για ατολμία ή έλλειψη θάρρους, κυρίως σε ότι αφορά όχι τόσο στην εικονογραφία του τρόμου του -αν ούτε κι εκεί τα πηγαίνει άσχημα- αλλά κυρίως στον τρόπο που τοποθετεί ως βασικούς του χαρακτήρες μερικούς αληθινά αντιπαθητικούς ήρωες.
Μπορεί ο Αρμι Χάμερ να φαίνεται εκ πρώτης όψεως υπερβολικά wholesome για να είναι μπάρμαν σε ένα dive σαν το Rosie’s στη Νέα Ορλεάνη όπου κάθε πελάτισσα μπορεί να πίνει τσάμπα όλο το βράδυ αρκεί να βγάλει τα ρούχα της κι όπου οι καυγάδες μπορούν να γίνουν υπερβολικά βίαιοι, αλλά στα «Τραύματα» τα φαινόμενα απατούν.
Κι από το εκ πρώτης όψεως καλοκάγαθο κορίτσι του μέχρι το φλερτ του στο μπαρ που πίνει κάθε βράδυ μέχρι τελικής πτώσεως με τον καινούριο φίλο της, κανείς δεν μοιάζει να είναι άμοιρος των ευθυνών του όταν οι ζωές τους θα πάρουν την κατιούσα ένα βράδυ που μετά από έναν επικό καυγά, μια παρέα κολλεγιόπαιδων θα αφήσουν πίσω ένα κινητό τηλέφωνο με κίτρινη θήκη κι αυτοκόλλητες καρδούλες.
Ο μπάρμαν Γουίλ θα το πάρει σπίτι του, αλλά όταν μια σειρά από παράξενα, ανατριχιαστικά μηνύματα αρχίσουν να καταφτάνουν, κάτι σκοτεινό κι απόκρυφο θα ρίξει μια βαριά σκιά στο σπίτι και στην σχέση του νεαρού ζευγαριού. Και μαζί μια στρατιά από κατσαρίδες -μεγάλες, φτερωτές, θορυβώδεις- που είναι αποφασισμένες να κάνουν την παρουσία τους αισθητή.
Κι από εκεί η ιστορία θα πάρει μια απότομη στροφή προς μια περιοχή που μοιάζει να βρίσκεται στο κέντρο ενός διαταραγμένου σύμπαντος που θα έκανε τον Κρόνενμπεργκ περήφανο κι ενός body horror που είναι αναμφίβολα γεννημένο από τις δικές του κινηματογραφικές διδαχές, ή από το ασιατικό σινεμά τρόμου.
Ομως παρά τις φιλόδοξες προθέσεις κι ένα αληθινά εξωφρενικό -κι εξωφρενικά ανοιχτό- φινάλε, το φιλμ του Ανβαρί δεν κατορθώνει να βρει ποτέ τον τόνο και την ατμόσφαιρα που θα μεταμόρφωνε αυτά τα στοιχεία σε κάτι αληθινά τρομακτικό ή απλά κάτι με στοιχειώδη συνοχή παραμένοντας μια μάλλον απογοητευτική μετριότητα παρά τις υποσχέσεις για κάτι αληθινά ανησυχητικό και καινούριο.