Το «Wolfs» μας τοποθετεί σε ένα πολυτελές ξενοδοχείο του Μανχάταν, σε έναν πολύ υψηλό όροφο ενός ουρανοξύστη. Η Μάργκαρετ (Έιμι Ράιαν) βγάζει κραυγές απελπισίας. Κλείνει βιαστικά τα στόρια για να αποφύγει τα αδιάκριτα βλέμματα. Η μπλούζα της είναι γεμάτη αίματα και πατά στις μύτες των ποδιών για να αποφύγει σπασμένα γυαλιά. Η κάμερα προχωρά στο υπνοδωμάτιο, όπου ένας άνδρας αγνώστου ταυτότητας (Όστιν Έιμπραμς) κείται νεκρός. Η Μάργκαρετ, με τρεμάμενα χέρια, καλεί μια μυστηριώδη επαφή στο κινητό της. Στην οθόνη, ανάμεσα σε θραύσματα γυαλιού και κηλίδες αίματος εμφανίζονται δυο αγκύλες [ ] και η χαρακτηριστική, καθησυχαστική φωνή του Τζορτζ Κλούνεϊ ηχεί στην άλλη άκρη της γραμμής. Της λέει να μην κουνηθεί, να μην πειράξει τίποτα, να μην βάλει ποτό να πιεί, να μην τηλεφωνήσει σε κανέναν μέχρι να έρθει αυτοπροσώπως για να λύσει το πρόβλημα.
Αφού τελειώσει, δε θα έχει λύσει απλώς το πρόβλημα, αλλά επί της ουσίας το πρόβλημα δεν θα έχει υπάρξει ποτέ.
Λίγα λεπτά μετά την εμφάνισή του, μας παρουσιάζεται το alter ego του, ένας από τους ελάχιστους άνδρες παγκοσμίως με παρόμοιες περγαμηνές, αντίστοιχο βεληνεκές και ανάλογο σεξαπίλ: ο Μπραντ Πιτ. Ο δεύτερος lone wolf είναι ταγμένος στην υπηρεσία της ιδιοκτήτριας του ξενοδοχείου, η οποία τα παρακολουθεί όλα από κρυμμένες κάμερες και υπόσχεται πλήρη εχεμύθεια, αρκεί ο δικός της fixer να λύσει το πρόβλημα.
Στο σημείο αυτό και ελάχιστα λεπτά μετά την έναρξη της ταινίας, έχουμε ένα θεμελιώδες πρόβλημα: ολόκληρο το χόλιγουντ δυσκολεύεται να χωρέσει αυτές τις δύο προσωπικότητες, και τώρα πρέπει να βρουν τον τρόπο να στριμωχτούν μέσα σε ένα -ομολογουμένως αρκετά μεγάλο- δωμάτιο ξενοδοχείου.
Στην αγγλική γλώσσα, η λέξη wolf αλλάζει σε wolves στον πληθυντικό αριθμό. Στο σύμπαν όμως του Jon Watts, η λέξη wolf φαίνεται να μην έχει πληθυντικό αριθμό. Ο λύκος είναι πράγματι ένα αγελαίο ζώο, αλλά η σκληρότητα και η ανθεκτικότητά τους είναι τόσο πια πολυθρύλητες, που δημιούργησαν τον μύθο του lone wolf -του σκληροτράχηλου επαγγελματία που θα φέρει εις πέρας την εργασία του με οποιοδήποτε κόστος και χωρίς καμία απολύτως βοήθεια.
Ετσι και στο «Wolfs» φαίνεται κάποιος να ήρθε και να προσέθεσε παράτυπα ένα «s» σε έναν τύπο που δεν απαντάται στον πληθυντικό αριθμό.
Ο Τζον Γουάτς φαίνεται να μας λέει με τρόπο πως ο ήλιος έχει αρχίσει να δύει στη χώρα των πανίσχυρων πρωταγωνιστών του. Παρόλα αυτά, παραμένουν αποτελεσματικοί, γοητευτικοί και φοβερά κουλ, πράγμα που αποδεικνύεται από το "Smooth Operator" της Sade το οποίο παίζει συνεχώς στο αυτοκίνητό τους.»
Ο Τζορτζ Κλούνεϊ και ο Μπραντ Πιτ είναι οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος και στην ταινία αυτή παίζουν μια άλλη εκδοχή του εαυτού τους. Είναι τόσο εμφανές αυτό που ο σκηνοθέτης δεν τους ονοματίζει καν (δεν θα είχε καμία διαφορά αν λεγόντουσαν Πολ ή Τζέιμς ή Σαμ ή Έιβερι). Συχνά, ο λεγόμενος τέταρτος τοίχος ραγίζει χωρίς να σπάει ποτέ, με τους δύο πρωταγωνιστές να φοράνε γυαλιά πρεσβυωπίας ή να κάνουν μορφασμούς απελπισίας λόγω πόνων στη μέση τους. Ο Τζον Γουάτς φαίνεται να μας λέει με τρόπο πως ο ήλιος έχει αρχίσει να δύει στη χώρα των πανίσχυρων πρωταγωνιστών του. Παρόλα αυτά, παραμένουν αποτελεσματικοί, γοητευτικοί και φοβερά κουλ, πράγμα που αποδεικνύεται από το «Smooth Operator» της Sade το οποίο παίζει συνεχώς στο αυτοκίνητό τους.
Ενώ αρχικά η ταινία συστήνεται ως ένα κλειστοφοβικό δράμα τύπου «Inside» (2023), γρήγορα μετατρέπεται, προς μεγάλη μας χαρά, σε ένα παλαβωμένο κυνηγητό στη Νέα Υόρκη. Ο άνδρας αγνώστου ταυτότητας επιστρέφει από τους νεκρούς, ξεφεύγει από την αρπάγη των πρωταγωνιστών και τρέχει με διαβολεμένη ταχύτητα μέσα στη νυχτερινή πολιτεία, σε μια σεκάνς που κλείνει το μάτι στο αριστουργηματικό «Μετά τα Μεσάνυχτα» (1986) του Μάρτιν Σκορσέζε, φωτισμένο από φώτα νέον και λάμπες πυρακτώσεως.
Ο Τζον Γουάτς επιστρέφει κι αυτός από τους νεκρούς (σε δημιουργικό τουλάχιστον επίπεδο) μετά τις εξαιρετικά κερδοφόρες ταινίες της τριλογίας του Σπάιντερμαν, έτοιμος να αφήσει το σύμπαν της Μάρβελ στο παρελθόν και αποφασισμένος να ναρκοθετήσει το δρόμο των πρωταγωνιστών του. Η νυχτερινή πολιτεία κρύβει εκπλήξεις σε κάθε γωνία για τους δύο λύκους και τον πιτσιρικά που έμπλεξε άθελά του στην καρδιά ενός πολέμου ναρκωτικών, στον οποίο εμπλέκονται η αλβανική και η κροατική μαφία (με τον Ζλάτκο Μπούριτς τον οποίο αγαπήσαμε στο «Τρίγωνο της Θλίψης» να δίνει άλλη μια μαεστρική βαλκανική νότα στο καθαρόαιμο αυτό αμερικανικό φιλμ).
Το Wolfs δεν είναι πρωτοπόρο ούτε ρηξικέλευθο: θα έλεγε κανείς η ίδια η ταινία κάνει μια παραδοχή κατά τη διάρκειά της πως οι πρωταγωνιστές της κουράστηκαν και ήρθε η ώρα να ξαποστάσουν. Ωστόσο, η ταινία είναι αστεία, είναι ευχάριστη, είναι σέξι και σου δίνει ακριβώς αυτό που ζήτησες: τον Τζορτζ Κλούνεϊ και τον Μπραντ Πιτ να παλεύουν με τη νύχτα και το ξημέρωμα να τους βρίσκει θριαμβευτές.