Μπορεί κάποιος να καταλογίσει αρκετά αρνητικά πράγματα στη Marvel, ειδικά την τελευταία περίοδο. Από το ότι έχει καταφέρει να δημιουργήσει μια σχεδόν «αναιμική» Τέταρτη Φάση, ειδικά μετά το επικό φινάλε των «Εκδικητών: Η Τελευταία Πράξη», και των όσων ακολούθησαν σε αυτό, μέχρι και το ότι έχει κάνει το είδος των υπερηρωικών ταινιών να μοιάζει διαρκώς παρωχημένο, μετά από τις αμέτρητες ταινίες και σειρές της.

Αυτό όμως που σίγουρα θα πρέπει να της αναγνωρίσουμε, ακόμα και όσοι έχουν βαρεθεί να ακούνε το παραμικρό για το MCU και τους υπερήρωές του, είναι ότι δεν φοβάται να πειραματιστεί και να ρίξει, τόσο τις ταινίες της όσο και του ήρωές της, σε αχαρτογράφητα νερά. Μια από αυτές τις περιπτώσεις ήταν και το πρόσφατο «Doctor Strange in the Multiverse of Darkness», όπου η Marvel, μέσω του Σαμ Ράιμι, μας έδωσε μια μικρή δόση τρόμου, στα επίπεδα που της επέτρεπε το στούντιο της Disney.

Αλλά, όπως λένε, όταν παίρνεις μια μικρή γεύση από αίμα και gore θες πάντα παραπάνω, κι έτσι αυτή την φορά χώνει τα νύχια της ακόμα πιο βαθιά σε μια άκρως στυλιζαρισμένη, αλλά ταυτόχρονα γοητευτική και διασκεδαστική ωδή στις κλασικές ταινίες τρόμου της Universal των δεκαετιών ‘30 και ’40, με την ταινία «Λυκάνθρωπος».

Το στήσιμο της είναι απλό αλλά ταυτόχρονα τόσο λειτουργικό με ένα σενάριο που, μπορεί να ακούγεται κάπως κλισέ, μένει πιστό στο κλίμα των κλασικών εκείνων ταινιών. Μια βαριά, σκοτεινή βραδιά, μια κρυφή σέκτα κυνηγών τεράτων αναδύεται από τις σκιές και συγκεντρώνεται στον επιβλητικό ναό του Μπλάντστοουν, ύστερα από τον θάνατο του αρχηγού τους. Σε μια παράξενη και μακάβρια τελετή στη μνήμη του, οι παριστάμενοι ξεκινούν έναν μυστηριώδη και θανατηφόρο διαγωνισμό με έπαθλο ένα πανίσχυρο κειμήλιο – ένα κυνήγι που θα τους φέρει πρόσωπο με πρόσωπο με ένα επικίνδυνο τέρας.

Ο συνθέτης Μάικλ Τζιακίνο σκηνοθετεί για πρώτη φορά μια ταινία μεγάλου μήκους, και δεν σταματά να δείχνει τον ενθουσιασμό ενός μεγάλου φαν. Η προσοχή του στην λεπτομέρεια είναι πραγματικά εκπληκτική, ακολουθώντας με τη σκηνοθεσία του να διατηρεί τη δική της ταυτότητα καθώς, ταυτόχρονα, αποτίει τον δικό της φόρο τιμής στις ταινίες της Universal και κυρίως στην ταινία του 1941 «The Wolf Man» του Τζορτζ Γουάγκνερ. Υπάρχουν στιγμές μάλιστα όπου ο Τζιακίνο δείχνει αυτοπεποίθηση έμπειρου σκηνοθέτη καθώς χτίζει τον τρόμο και το σασπένς πλάνο με το πλάνο του (απλά δείτε την σκηνή μεταμόρφωσής του λυκάνθρωπου και το πως σιγά σιγά κάνει ζουμ στο πρόσωπο της Λάουρα Ντόνελι).

werewolf

Από το πρώτο μουσικό τουίστ στο fanfare της Marvel και την ασπρόμαυρη παρουσίασή της (με μόνο το βαθύ κόκκινο του πετραδιού των Μπλάντστοουν να δίνει ενίοτε μια απόκοσμη χρωματιστή πινελιά), μέχρι και την αφηγηματική εισαγωγή της ταινίας αλα Βίνσεντ Πράις και τα αρκετά χειροποίητα εφέ της, καταλαβαίνεις πως το «Wolfman in the Night» πρόκειται για κάτι το πραγματικά ιδιαίτερο, πόσο μάλιστα όταν μιλάμε για μια ταινία της Marvel.

Τόσο, που δεν φοβάται να αφεθεί περισσότερο στο gore και στην βία από ό,τι με τις προηγούμενες ταινίες της. Σίγουρα το ασπρόμαυρο βοηθάει αρκετά ώστε το φιλμ να παραμείνει στα πλαίσια ενός PG-13 θεάματος, αλλά αυτό δε σημαίνει ότι δεν υπάρχουν αποκεφαλισμοί και αρκετή βία, τα οποία, σε συνδυασμό με μια απαράμιλλα ρετρό και σκοτεινή ατμόσφαιρα αλλά και την ανατριχιαστική της φωτογραφία, την δίνουν περισσότερο χώρο να παίξει με τον τρόμο.

Σεναριακά η ταινία παραμένει μια από τις πιο σφιχτοδεμένες προσπάθειες των τελευταίων ετών της Marvel, μιας και μέσα στα μόλις 55 λεπτά διάρκειάς της η πλοκή δεν καταφέρνει να ξεχειλώσει, όπως ίσως στις περισσότερες δυομισάωρες ταινίες της. Μπορεί κάποιοι δευτερεύοντες χαρακτήρες να μην αναπτύσσονται καθόλου και να ξεχνιούνται αμέσως, και το love story είναι τόσο σχηματικό και χάρτινο που θα μπορούσε άνετα να λείπει, αλλά τουλάχιστον δεν αποσπούν την προσοχή από την πραγματική διασκέδαση και το αίμα.

Ο «Λυκάνθρωπος» είναι κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί από τη Marvel. Είναι μια ταινία η οποία παίζει με όλα τα κλισέ των old school ταινιών τρόμου, αλλά χωρίς ποτέ να τα αφήνει να την ορίσουν και μπορεί κάποια ειδικά εφέ να δείχνουν κάπως ξεπερασμένα, αλλά είναι αυτά που δίνουν στην ταινία μια πάλαι ποτέ γοητεία. Μπορεί να μην είναι ευθέως ξεκάθαρο αν θα ξαναδούμε τον ήρωα του Τζακ Ράσελ (ένας μαγνητικά γοητευτικός Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ) σε ταινίες όπως το επερχόμενο «Blade», αλλά πρόκειται ήδη μια κλασική ταινία - έρωτας από την πρώτη δαγκωματιά και σίγουρα μια από τις πιο ευχάριστες εκπλήξεις του MCU εδώ και αρκετό καιρό.