Μεταφορά της αληθινής ιστορίας του Μπέντζαμιν Μι, όπως εκείνος την καταγράφει στα απομνημονεύματά του («We Bought a Zoo»), η ταινία αφηγείται την περιπέτεια ενός χήρου δημοσιογράφου και των παιδιών του, όταν στην προσπάθεια να επιβιώσουν τον χαμό της μητέρας της οικογένειας μετακομίζουν σ' ένα σπίτι που έρχεται πακέτο μ' έναν παρατημένο ζωολογικό κήπο. Το εγχείρημα να ανακαινίσει κανείς μία έμψυχη επιχείρηση (200 σπάνια είδη ζώων και οι δεκάδες απλήρωτοι φροντιστές τους) για την οποία δεν γνωρίζει τίποτα, δίνει στον πατέρα την έμπνευση να ξαναρχίσει να ζει και τον τρόπο να επικοινωνήσει με τα παιδιά του.
Δεν κυλά αίμα στις φλέβες σου αν δεν συγκινείσαι με τον τρόπο που ο Κάμερον Κρόου αφουγκράζεται τη ζωή και τους ανθρώπους. Φύσει και θέσει ρομαντικός σκηνοθέτης (κάτι που στην εποχή μας φαντάζει σχεδόν επαναστατικό) φωτίζει την ομορφιά του κόσμου, κι όχι την δεδομένη ασχήμια του. Στρέφει την κάμερα ψηλά, καδράρει αιωνόβια δέντρα, ξοδεύει φιλμικό χρόνο για να αποτυπώσει πώς ο ήλιος τα διαπερνά, φτάνει στη γη και ζεσταίνει το πρόσωπο των ηρώων του. Επιτρέπει σιωπές και βλέμματα. Πλημμυρίζει τις σκηνές του μ' ένα προσωπικά επιλεγμένο soundtrack που ξέρει ακριβώς πώς θα τσακίσει τον κυνισμό σου.
Οι ταινίες του Κρόου δεν αποφεύγουν ούτε το σκοτάδι, ούτε το ανθρώπινο τραύμα. Απεναντίας: από εκεί ξεκινούν. Το στοίχημά τους είναι πώς θα το επουλώσουν, πώς θα σου δείξουν την ανθρώπινη δύναμη, την ορμή, την rock 'n' roll τρέλα που σε πάει μπροστά και κάνει την καρδιά σου να ξαναχτυπήσει.
«Ο Ζωολογικός μας Κήπος», έχοντας ως βάση μία αξιοπερίεργη αληθινή ιστορία και υπέροχους ηθοποιούς, είναι γεμάτος από τέτοιες στιγμές. Ο Ματ Ντέιμον, ως ο πάτερ φαμίλιας τόσο της λαβωμένης οικογένειάς του όσο και της νέας του «οικογένειας», είναι εξαιρετικός. Γήινος, αμήχανος, απεγνωσμένος, τρυφερός, βαθιά και ουσιαστικά θλιμμένος - βαθιά και ουσιαστικά ονειροπόλος. Η Σκάρλετ Γιόχανσον επίσης εκπλήσσει ως η επιμελήτρια του κήπου: ξεβάφεται, χαμηλώνει τους λαμπερούς της τόνους και πετυχαίνει διάνα τις ισορροπίες ανάμεσα στη φλογερή φύση της ηρωίδας της απέναντι στα ζώα και την αποστασιοποιημένη, αμυνόμενη γυναικεία της φύση. Σ' έναν μικρό, δεύτερο ρόλο η Ελ Φάνινγκ είναι ένα πραγματικό ζαχαρωτό.
Δυστυχώς όμως, σεναριακά η ταινία είναι άνιση. Ναι, αν πρέπει να μιλήσουμε ψύχραιμα και αυστηρά κινηματογραφικά, «Ο Ζωολογικός μας Κήπος» είναι μία μέτρια ταινία. Υπονομεύεται από τα κλισέ του, τις στερεότυπες αναμετρήσεις του επαναστατημένου έφηβου γιου με τον οξύθυμο χήρο πατέρα, τις προβλέψιμες συναισθηματικές καθάρσεις και τις μαγικές επιλύσεις που έρχονται ακριβώς στο 90' για να συνοδεύσουν το χάπι εντ.
Εκεί όμως που είσαι έτοιμος να παραδεχτείς ότι οι καλές προθέσεις του Κρόου δεν αρκούν, ότι δεν είχε πραγματικά ιδέες που θα σηκώσουν τον πήχη από το «σχεδόν καλό» στο «Σχεδόν Διάσημοι», σε περιμένει η τελευταία σεκάνς της ταινίας. Μία σκηνή ανθολογίας που σε βρίσκει κατευθείαν στην καρδιά, σε ζεσταίνει, σε τσακίζει, σε κάνει να θέλεις να σηκωθείς από την καρέκλα σου και να πάρεις αγκαλιά τον διπλανό σου.
Και αν κάποιος μπορεί να επιτύχει κάτι τέτοιο, εμείς θα βγάζουμε πάντα εισιτήριο και θα επισκεπτόμαστε τους εαυτούς μας στα κλουβιά μας. Χαζεύοντας από ασφαλή απόσταση τι θα μπορούσαμε να γίνουμε αν τολμούσαμε 20 δευτερόλεπτα απόλυτης ελευθερίας.