Ο καλόκαρδος γίγαντας Φούσι έχει πια πατήσει για τα καλά τα σαράντα και ακόμα δεν έχει το κουράγιο να ενηλικιωθεί, καθώς εξακολουθεί να ζει στο πατρικό του μαζί με τη μητέρα του. Κινείται σχεδόν σαν υπνωτισμένος μέσα σε μια καθημερινότητα όπου η ρουτίνα κυριαρχεί. Οταν μια γυναίκα γεμάτη ζωντάνια, ένα τραγούδι της Ντόλι Πάρτον και ένα οκτάχρονο κοριτσάκι εμφανιστούν αναπάντεχα στη ζωή του, θα αναγκαστεί να ρισκάρει και να βιώσει στ' αλήθεια όσα του προσφέρει η ζωή.
Η τέταρτη μεγάλου μήκους ταινία του Ισλανδού σκηνοθέτη Νταγκούρ Κάρι («Nói Albinói», «Dark Horse»), ενός δημιουργού με ιδιαίτερη αδυναμία στους περιθωριακούς χαρακτήρες, δεν διεκδικεί δάφνες πρωτοτυπίας: Το σινεμά βρίθει από ποικίλου ύφους ιστορίες ενηλικίωσης ενηλίκων που αρνούνται πεισματικά να μεγαλώσουν, ακόμα κι έτσι, όμως, η «Καρδιά Βουνό» καταφέρνει να ηχεί στο μεγαλύτερο μέρος της αυθεντική, κυρίως επειδή έχει την... καρδιά της στη θέση της.
Ο ήρωάς της είναι μια κλασική περίπτωση άνδρα που μοιάζει να μην πέρασε ποτέ πραγματικά το κατώφλι της ενηλικίωσης και των ευθυνών που αυτή συνεπάγεται. Εχοντας κλείσει τα σαράντα, ο παχύσαρκος και αντικοινωνικός Φούσι παραμένει εξαρτημένος από τη μητέρα του, χτίζει μοντέλα μαχών του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου στο σαλόνι τους και αντιμετωπίζει στωικά την ανιαρή δουλειά του μεταφέροντας αποσκευές στο αεροδρόμιο, όπου πέφτει διαρκώς θύμα εξευτελισμού από τους συναδέλφους του, ενώ οι μοναδικές του έξοδοι είναι τα μοναχικά του δείπνα σε ένα ταϊλανδέζικο εστιατόριο όπου παραγγέλνει πάντα το ίδιο πιάτο και οι βόλτες με το αμάξι, συντροφιά με τον αγαπημένο του ραδιοφωνικό σταθμό.
Η γνωριμία του με τη Σιόφν, μια φαινομενικά έξω καρδιά γυναίκα που συναντά στα μαθήματα χορού που δέχεται απρόθυμα ως δώρο γενεθλίων από τη μητέρα του και τον εραστή της, αποτελεί το σεναριακό εύρημα για τη βίαιη έξοδο του Φούσι από την αναπόδραστη ρουτίνα του και την πορεία του προς μια καθυστερημένη ενηλικίωση, καθώς εκείνη αποδεικνύεται συναισθηματικά ασταθής, κυκλοθυμική, καταθλιπτική και εν τέλει μάλλον περισσότερο απροσάρμοστη από εκείνον.
Η μετ’ εμποδίων σχέση τους αποπνέει μια αφοπλιστική τρυφερότητα και αυθεντική συγκίνηση, καθώς ο Φούσι βρίσκει σε αυτήν την αφορμή να φροντίσει για πρώτη φορά με τη σειρά του κάποιον άλλο, ο οποίος το έχει ανάγκη ενδεχομένως περισσότερο από εκείνον, έστω κι αν δεν καταφέρνει ποτέ να απογειωθεί σε μια πραγματικά εκκεντρική ιστορία αγάπης (όπως για παράδειγμα έκανε ανεπανάληπτα το «Χτυπημένος από Ερωτα» του Πολ Τόμας Αντερσον, που αναπόφευκτα έρχεται φευγαλέα στο μυαλό).
Με διακριτικό, υπόγειο χιούμορ, μινιμαλιστική αισθητική, έμφυτη συμπάθεια για τους ιδιότροπους ήρωές του και την τόλμη να θίγει τις ανθρώπινες προκαταλήψεις (η αντιμετώπιση της κατάθλιψης της Σιόφν από το αφεντικό της, η αθώα σχέση του Φούσι με τη βαριεστημένη οκτάχρονη κόρη του γείτονά του που προκαλεί ένα σχεδόν αβάσταχτο σασπένς για το πώς μπορεί να εκληφθεί από τον περίγυρό του), το φιλμ αποτελεί χαρακτηριστικό δείγμα ενός σύγχρονου ισλανδικού σινεμά που αρέσκεται σε φευγάτες, ιδιοσυγκρασιακές κομεντί που ενίοτε φλερτάρουν με έναν άγριο ρεαλισμό.
Κι αν κάποιες φορές ο Κάρι ολισθαίνει σε μία κάποια σχηματοποίηση και προβλέψιμη εξέλιξη της λεγόμενης γλυκόπικρης συνομοταξίας, την ίδια στιγμή δεν χάνει ποτέ την επαφή του με την πραγματικότητα, χτίζοντας το πειστικό πορτρέτο ενός εσωστρεφούς καλοκάγαθου γίγαντα που δειλά δειλά αρχίζει να γνωρίζει πραγματικά τον κόσμο γύρω του. Ολα αυτά, βέβαια, δεν θα ήταν τα ίδια χωρίς την εκπληκτική ερμηνεία του Γκούναρ Γιόνσον, στο χαμηλωμένο βλέμμα και τα διστακτικά χαμόγελα του οποίου συνοψίζονται η στωικότητα και η ανομολόγητη δίψα μιας ολόκληρης ζωής.