Σ' ένα φτηνό ξενοδοχείο ημιδιαμονής στο κέντρο της Αθήνας ένα κορίτσι αναίσθητο, στο πάτωμα. Μεταφέρεται με φορείο στο ασθενοφόρο, όσο ο εραστής της συλλαμβάνεται κι οδηγείται με χειροπέδες στο περιπολικό της αστυνομίας. Βλέπουμε μέσα από τα μάτια του την ασπρόμαυρή του πραγματικότητα. Ακούμε μέσα από τη φωνή και διήγησή του την ερωτική τους ιστορία από την αρχή ως και το αποκρουστικό, βίαιο τέλος της. Πώς καταλήγει ένας άντρας να κάνει κακό στο αντικείμενο της αγάπης του; Πόσο εγωιστικό συναίσθημα είναι ο έρωτας; Πόσο συνδέεται με την κατάκτηση, τον τρόπο της απώλειας, την τεντωμένη ανάγκη μας για φως, την κατάδυση στα σκοτάδια μας;
Η τρίτη ταινία της Ελισάβετ Χρονοπούλου («Ενα Τραγούδι δεν Φτάνει», «Ο Αννίβας Προ των Πυλών» ) πειραματίζεται τόσο με την κινηματογραφική φόρμα, όσο και με την ουσία του σοβαρού θέματός της: γυρισμένη εξ ολοκλήρου με υποκειμενικά πλάνα (η κάμερα είναι τα μάτια του δράστη, εκείνον δεν τον βλέπουμε ποτέ, μόνο τον ακούμε) επιχειρεί να αποσαφηνίσει τα κίνητρα του θύτη, να μπει στη θέση του, να κοιτάξει με το βλέμμα του.
Αυτό απαιτεί γενναιότητα και καθαρότητα προθέσεων, αλλά η Χρονοπούλου διαθέτει και τα δύο. Δεν νιώθεις στιγμή ότι το κινηματογραφικό εργαλείο καπελώνει την ιστορία, αλλά (ακόμα πιο επικίνδυνο και δύσκολο) ούτε αισθάνεσαι μία φορσέ ανάγνωση της συναισθηματική νοημοσύνης των ηρώων. Αντιθέτως, η Χρονοπούλου κρατά με αυτοπεποίθηση την κάμερα πάνω στην πρωταγωνίστριά της, χειρίζεται με απλές ευρηματικές ιδέες και ταλέντο την κινηματογράφηση και μετά από λίγο ξεχνάς το κόλπο και εισπράτεις ωμή τη δύναμη της εικόνας.
Αρχικά μοιάζει παράδοξο μία γυναίκα σκηνοθέτης να κοιτά την κακοποίηση από την πλευρά του άντρα, γρήγορα όμως συνειδητοποιείς ότι απόφαση να μη δούμε τα γεγονότα από τα μάτια της ηρωίδας είναι μία φεμινιστική απόφαση: υπάρχει μία πρωτόλεια δύναμη στο πώς το θύμα γίνεται κεντρικός άξονας της ιστορίας - ως αντικείμενο πόθου του θύτη και του κινηματογραφικού φακού, παύει τελικά να είναι «θύμα». Κρατώντας την κάμερα, ο δράστης χάνει το δίκιο του. Μπορεί να μην τον βλέπουμε, αλλά δεν μπορεί να μας κρυφτεί. Είμαστε στα παπούτσια του, αλλά όχι στη θέση του.
Η μεγαλύτερη κατάκτηση της Χρονοπούλου (η οποία βασίζει το σενάριο σε παλιότερο διήγημά της) είναι ο χειρισμός των ηθοποιών της μέσα από αυτή την κινηματογραφική και αφηγηματικά δύσκολη διαδρομή. Η Σοφία Γεωργοβασίλη («Μαύρο Λιβάδι») είναι συγκλονιστική - εύθραυστη και γενναία, αυθόρμητη και ακριβής, εκφραστική και συνάμα κλειδωμένη σαν αγρίμι. Το δυσκολότερο κομμάτι όμως το έχει ο Γιάννης Κοκιασμένος: πρέπει με τη φωνή του και ελάχιστες κινήσεις μελών του σώματός του να αποδώσει δικαιοσύνη στον ήρωά του - κάτι που καταφέρνει με συνέπεια, ψυχή κι ενσυναίσθηση.
Υπάρχει μία ιδιαίτερη συγκίνηση στη θέαση αυτή της μικρής ταινίας: μέσα από το μαυρόασπρό της καμβά αποτυπώνεται η σύγχρονη Αθήνα. Η ομορφιά και η ασχήμια της. Το αστικό της τοπίο και η αποξενωμένη της σάρκα. Ανεπαίσθητα, όχι υπογραμμισμένα, η ηθική και μετέπειτα οικονομική της κρίση. Παρακολουθώντας την ερωτική ιστορία δύο ανθρώπων που γνωρίζονται έτσι, κι ενώ έχεις δει από την αρχή το βίαιο τέλος της, πιάνεις τον εαυτό σου να εύχεσαι να θριαμβεύσουν. Θέλεις να συνεβρεθούν δύο μοναχικοί άνθρωποι, να αγαπηθούν, να υπερβούν των ορίων τους. Να δημιουργήσουν μία ζεστή συνωμοσία απέναντι στο ψυχρό αδιέξοδο των καιρών μας.
Για αυτό και η κακοποίηση δεν είναι μόνο σωματική, φυσική, απτή. Αυτό που περιγράφει η Χρονοπούλου είναι η μεγάλη μας ήττα, η αόρατή μας ουλή, η συναισθηματική αναπηρία μας. Και σπάει κόκκαλα.