Ο Δρ. Μάρτιν Χάρις καταφθάνει με τη γυναίκα του στο Βερολίνο για ένα παγκόσμιο συνέδριο βιοτεχνολογίας. Οταν ο χαρτοφύλακας του ξεχνιέται στο αεροδρόμιο, παίρνει το πρώτο ταξί για να τον αναζητήσει. Το ταξί καταλήγει σε τροχαίο και ο Χάρις σε ολιγοήμερο κώμα, από το οποίο ξυπνάει για να διαπιστώσει ότι η ζωή του έχει αλλάξει και η ταυτότητά του διαγραφεί: η γυναίκα του αρνείται ότι τον γνωρίζει κι ένας άλλος άντρας παρουσιάζεται στο συνέδριο με το όνομά του. Η μόνη που τον πιστεύει και του συμπαραστέκεται στην προσπάθειά του να λύσει το μυστήριο είναι η οδηγός του ταξί – μία παράνομη μετανάστρια με ανάλογα προβλήματα ταυτότητας, ή τουλάχιστον, διαβατηρίου.
Μετά τον «Τουρίστα», άλλη μία ταινία προσπαθεί να αναβιώσει τον συνωμοσιολογικό χιτσκοκικό άξονα, το international espionage θρίλερ, που θέλει συνηθισμένους ανθρώπους να εμπλέκονται από παρεξήγηση σε ασυνήθιστες περιπέτειες, αλλά στο τέλος πάντα να υπάρχει μία λογική εξήγηση.
Αντίθετα με τον ποζάτα κοσμοπολίτικο και ιλουστρασιόν «Τουρίστα», ο Ζομ Κολέ Σερά και ο διευθυντής φωτογραφίας του Φάβιο Μαρτίνεζ Λαμπιάνο σκοτεινιάζουν τη δράση, την τοποθετούν σ’ ένα χειμωνιάτικο, παγερό, underground Βερολίνο, επιχειρώντας την αύρα του «ευρωπαϊκού», οπότε και αυτόματα «σκεπτόμενου» θρίλερ. (Είναι τυχαίο ότι η αρχή θυμίζει σχεδόν αυτοαναφορικά το «Frantic» του Πολάνσκι;)
Ο Σερά («Το Ορφανό», «House of Wax») προσπαθεί να φέρει το blockbuster ζητούμενο στα μέτρα του: υπάρχουν σκηνές καταδίωξης, κυνηγητού, εκρήξεων, αλλά νιώθουμε ότι με αυτοσυγκράτηση έχει αφαιρέσει 4-5 ακόμα που υπήρχαν στο σενάριο και αμερικανός συνάδελφός του θα είχε εκτελέσει ασυζητητί με ηδονική επιδειξιομανία.
Η επιλογή του Νίσον δηλώνει επίσης προσπάθεια να προσφέρεις στο κοινό έναν σοφιστικέ, εγκεφαλικό action hero, έναν τιτάνια στιβαρό πρωταγωνιστή, στις πλάτες του οποίου θα παίξεις το... τραβηγμένο από τα μαλλιά σενάριό σου. Συνόδευσέ τον και με μία ευρωπαία σταρ (Νταϊάν Κρούγκερ) που μπορεί να σταθεί με αξιοπρέπεια και στις συναισθηματικές και στις kick-ass σκηνές της, βάλε έναν εμβληματικό Γερμανό ηθοποιό να παίξει το χαρτί της «πολιτικής αλληγορίας», και ξεκίνησε το ξετύλιγμα των ανατροπών σου.
Δεν είναι τόσο η υπερβολή που βάζει τρικλοποδιά στις προθέσεις της ταινίας. Είναι ο ίδιος της ο στόχος. Το χιτσκοκικό στοίχημα δίνει την πάσα σε σύγχρονους σεναριογράφους να συνθέσουν αδιανόητες, εξωφρενικές, δαιδαλώδεις σπαζοκεφαλιές, αγνοώντας ότι όσο πιο πολύ στήνεις το μυστήριο, τόσο περισσότερο υπόσχεσαι στο θεατή σου ότι θα τον εκπλήξεις στην επίλυσή του. Ο Χίτσκοκ ήταν μοναδικός στην μαεστρία της λεπτομέρειας, οι σύγχρονοι μιμητές του δυστυχώς την αγνοούν. Αντίθετα, καταλήγουμε με χοντροκομμένες επεξηγήσεις, πασαλείμματα επιλύσεων, απογοήτευση.
Δεν φτάνει μία παγερή ξανθιά, (όσο κούκλα κι αν είναι η εντελώς αταίριαστη εδώ Τζένιουαρι Τζόουνς), για να φέρει την χιτσκοκική άνοιξη.